«Τα προγράμματα διάσωσης τελειώνουν, ο πόνος όμως κάθε άλλο παρά τελειώνει» γράφουν χαρακτηριστικά οι New York Times και συνεχίζουν: «Η Ελλάδα φτάνει στο σημείο καμπής ενός εκ των πιο ισχυρών οικονομικών κρίσεων στην Ευρώπη. Η οικονομία επιστρέψει σιγά-σιγά στην ανάπτυξη αλλά το τίμημα που πλήρωσε η Ελλάδα για την επιστροφή της ήταν βαρύ. Μια δεκαετία περικοπών και αυξήσεων στους φόρους προκειμένου να επιδιορθωθούν τα δημόσια οικονομικά της χώρας άφησαν πίσω τους το 1/3 των Ελλήνων κοντά στη φτώχια σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
Τα οικογενειακά εισοδήματα έπεσαν κατά 30% και περισσότερο από το 20% των Ελλήνων δεν μπορεί να πληρώσει βασικές έξοδα όπως το ενοίκιο του σπιτιού, ο λογαριασμός του ηλεκτρικού ή ένα δάνειο στην τράπεζα. Ένα τρίτο των οικογενειών έχουν τουλάχιστον ένα άνεργο μέλος ενώ η Ελλάδα έχει ενα από τα υψηλότερα ευρωπαϊκά επίπεδα φτώχειας μέσα στην εργασία (in-work poverty)».
Για τους Financial Times «Η Αθήνα θα πρέπει να προσελκύσει περισσότερες επενδύσεις αλλά και να αναμορφώσει τον τραπεζικό της τομέα για να τονώσει την ανάπτυξη. Το τέλος του προγράμματος δεν σημαίνει και το τέλος των δεσμεύσεων της Ελλάδας στους διεθνείς πιστωτές. Η Ελλάδα, σε αντάλλαγμα για τη συμφωνία στο χρέος του περασμένου Ιουνίου, θα πρέπει να διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022. Αποτυχία σημαίνει ότι υπάρχει ο κίνδυνος να αποσυρθεί ένα μέρος της στήριξης.
Οι τιμές των ακινήτων κατά μέσο όρο 42% κάτω σε σχέση με μια δεκαετία πριν. Παράλληλα, ωστόσο, οι ξένες επενδύσεις, κυρίως και στα ακίνητα έχουν αυξηθεί κατά 34% από το 2014. Την περίοδο 14-16 μπήκαν 850 εκ. ευρώ στις αγορές ακινήτων.
Πρόκληση ωστόσο παραμένουν τα κόκκινα δάνεια, που είναι σχεδόν το μισό όλων των δανείων στη χώρα. Το επίπεδό τους είναι οκταπλάσιο του επιπέδου τους προ κρίσης.
Η ανεργία είναι υπερδιπλάσια σε σχέση με την εποχή πριν από την κρίση. Αν και δημιουργήθηκαν 300.000 θέσεις εργασίας από τον Μάρτιο του 2015 πολλές είναι προσωρινής ή μερικής απασχόλησης, ενώ οι μισθοί είναι 22% κάτω σε σχέση με το 2009.
Το 2007 οι Έλληνες ήταν πιο εύποροι κατά 21% από τους Πορτογάλους, κατά 71% από τους Πολωνούς και σχεδόν με το ίδιο κατά κεφαλήν εισόδημα με τους Ισπανούς. Σήμερα είναι σχεδόν 9% φτωχότεροι από Πορτογάλους και Πολωνούς, ενώ οι Ισπανοί είναι σχεδόν 40% πλουσιότεροι. Η Ελλάδα είναι πλέον η τέταρτη πιο φτωχή χώρα της ΕΕ μετά τις Βουλγαρία, Κροατία και Ρουμανία».
Και οι Times αναφέρονται εκτενώς στην «έξοδο» από το μνημόνιο, συγκρίνοντας τον τερματισμό του τρίτου προγράμματος στήριξης με τον Φειδιππίδη που ανήγγειλε τη νίκη στη μάχη του Μαραθώνα στους Αθηναίους και έπεσε νεκρός.
«Έχουμε φτάσει στα όριά μας, έχουμε αφανιστεί, πνιγόμαστε μετά από οκτώ χρόνια λιτότητας. Δεν ξέρω πως μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι πρόκειται για νίκη», δηλώνει ο Γ. Καλεσάκης, συνταξιούχος αγρότης από τον Μαραθώνα. Ωστόσο αυτό υποστήριξε ο Αλέξης Τσίπρας, που εφόρμησε στην εξουσία το 2015 υποσχόμενος να τερματίσει την λιτότητα.
Στις επιπτώσεις στη ζωή των νέων Ελλήνων και «στη ζημιά που έχει ήδη γίνει» επικεντρώνεται σε άρθρο του το BBC: «Οι φόροι παραμένουν υψηλοί και το 90% των Ελλήνων πιστεύει ότι οι δανειστές θα συνεχίσουν να παρακολουθούν στενά τις δαπάνες της χώρας τα επόμενα χρόνια. Η κρίση που χτύπησε όλους τους Έλληνες αποδείχθηκε ιδιαίτερα σκληρή για τους νέους. Την οχταετία 2008-2016 το 4% των Ελλήνων – περισσότεροι από 400.000 άνθρωποι – έγινε μετανάστης με αποτέλεσμα ενώ το 2008 οι Έλληνες ηλικίας 20-39 ετών ήταν το 29% του πληθυσμού, μέσα σε μόλις 4 χρόνια μειώθηκαν στο 24% του πληθυσμού».
«Την Δευτέρα και μετά από οκτώ χρόνια, η Ελλάδα θα θεωρηθεί αρκούντως δυνατή για να σταθεί στα πόδια της και το διεθνές πρόγραμμα στήριξης θα λήξει. Οι Έλληνες θα αποχαιρετίσουν την τρόικα, που ουσιαστικά κυβερνούσε τη χώρα από το 2010» γράφει ο βρετανικός Guardian και προσθέτει: «Να είστε προσεκτικοί με τις διακηρύξεις περί success story, αλληλεγγύης και ορθολογικής πολιτικής που αποκατέστησαν την οικονομική σταθερότητα και απέτρεψαν την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Απέχουν πολύ από την αλήθεια. Τα ελληνικά προγράμματα υπήρξαν μια κολοσσιαία αποτυχία.
Πρόκειται για μια ιστορία ανικανότητας, δογματισμού, αχρείαστων καθυστερήσεων και προάσπισης των συμφερόντων των τραπεζών σε βάρος των αναγκών του λαού» σημειώνει η βρετανική εφημερίδα και πρόσθετε: Οι συνέπειες θα είναι μακροπρόθεσμες. Πρόσφατα, η ελληνική οικονομία άρχισε να αναπτύσσεται, όμως έχει να καλύψει τεράστιο έδαφος. Η απώλεια σχεδόν του ενός τρίτου του ΑΕΠ μπορούσε να είχε αποφευχθεί, όμως η Ελλάδα, αλλά και η υπόλοιπη Ευρώπη, αποδέχθηκε την ιδέα πως προτεραιότητα είναι ο
ισοσκελισμός των προϋπολογισμών μέσω του αποπληθωρισμού. Η χώρα εισήλθε σε ένα καθοδικό σπιράλ, με απώλειες θέσεων εργασίας και πτώση των φορολογικών εσόδων.
Το δημόσιο χρέος ανέβαινε, προκαλώντας πιέσεις για ακόμη περισσότερες περικοπές. Έχει συμβεί μια εκτεταμένη και μόνιμη καταστροφή, με κοινωνικό κόστος από μια δεκαετία αποτυχημένης λιτότητας.
Περισσότερο όμως από κάθε τι άλλο, το παλαιό κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ ηγεσίας και λαού έχει διαρραγεί. Κάποτε οι ψηφοφόροι πίστευαν ότι με την σκληρή εργασία τους θα απολάμβαναν έναν αξιοπρεπή μισθό, ενώ το κράτος θα τους φρόντιζε στους δύσκολους καιρούς. Αν αυτή η πίστη δεν υπάρχει πια, αυτό οφείλεται πολύ και στα όσα συνέβησαν στην Ελλάδα τα τελευταία οκτώ χρόνια».
«Η Ελλάδα εξέρχεται από το πρόγραμμα στήριξης, γεγονός συμβολικό για τη υπέρβαση της κρίσης χρέους που πυροδοτήθηκε πριν οκτώ χρόνια και άλλαξε ριζικά την οικονομία και τις ζωές των ανθρώπων» μεταδίδει το πρακτορείο Bloomberg και προσθέτει:
«Όταν, τον Μάιο του 2010, εκπονήθηκε το πρώτο από τα τρία προγράμματα, οι πολιτικοί των χωρών της ευρωζώνης υποστήριξαν πως η κρίση ήταν το αποτέλεσμα χρόνιας δημοσιονομικής και οικονομικής απειθαρχίας. Τα δάνεια χορηγήθηκαν συνοδευόμενα από αυστηρούς όρους, για να δικαιολογηθεί η παραβίαση της ρήτρας περί μη διάσωσης χώρας στην ευρωζώνη. Ποιες ήταν οι επιδόσεις της Ελλάδας;
Οικονομικό πλήγμα: Την ώρα που η κατάρρευση της Ελλάδας προκάλεσε κραδασμούς πολύ πέραν των συνόρων της, οι επιπτώσεις στο εσωτερικό της χώρας με πληθυσμό μόλις 11 εκατομμυρίων υπήρξε ιδιαίτερα δραματικό. Το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 25% και το επίπεδο διαβίωσης κατέρρευσε, αφού χάθηκαν ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας και η ανεργία σκαρφάλωσε κάποια στιγμή στο 28%. Δημόσια οικονομικά: Το ελληνικό σκέλος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης εκδηλώθηκε όταν η κυβέρνηση του τότε νεοεκλεγέντος πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου αποκάλυψε την αλήθεια για τα δημοσιονομικά της χώρας, με το έλλειμμα του 2009 να διογκώνεται πάνω από το 15% του ΑΕΠ, πενταπλάσιο από το όριο της ΕΕ.
Κατά τα τελευταία χρόνια, η συζήτηση στράφηκε περισσότερο στο συνολικό ύψος του χρέους και το ισοζύγιο. Δόθηκε λιγότερη προσοχή στο γεγονός ότι επί δύο χρόνια τα έσοδα υπερβαίνουν τις δαπάνες και η κυβέρνηση επιτυγχάνει πλεόνασμα. Η επιτυχία αυτή οφείλεται στις περικοπές των δαπανών ενώ τα έσοδα διατηρήθηκαν στα ίδια περίπου επίπεδα. Δεδομένου όμως του μεγέθους της ύφεσης, η διατήρηση των εσόδων σε σταθερά επίπεδα σημαίνει τεράστια αφαίμαξη της μεσαίας τάξης, που καλείται να καταβάλει όλο και υψηλότερους φόρους.
Δημόσια διοίκηση: Στο τομέα των δαπανών, τα προβλήματα της Ελλάδας οφείλονταν εν μέρει στην έκρηξη της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα την περίοδο που προηγήθηκε της κατάρρευσης. Η άρνηση να απολυθεί προσωπικό του δημοσίου έγινε πολύ νωρίς αιτία διαξιφισμών μεταξύ της κυβέρνησης και των δανειστών. Το θέμα έχασε την σημασία του όταν το προσωπικό μειώθηκε κατά 150.000 μετά την εφαρμογή του μέτρου της μιας πρόσληψης ανά πέντε αποχωρήσεις. Ωστόσο η πρόοδος υπήρξε αργή στην απονομή δικαιοσύνης, ενώ το βάρος της γραφειοκρατίας δυσκολεύει την προσέλκυση επενδύσεων.
Ανταγωνιστικότητα: Επί οκτώ χρόνια, η μόνιμη επωδός των εταίρων της ευρωζώνης και του ΔΝΤ ήταν πως η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να γίνει ανταγωνιστικότερη. Εφαρμόζοντας τρία προγράμματα, η Ελλάδα πούλησε κρατικά ακίνητα, πραγματοποίησε σαρωτικές αλλαγές στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και άλλαξε επαγγελματικές ρυθμίσεις, από τους δικηγόρους μέχρι τα κομμωτήρια. Μεγάλη υπήρξε και η μείωση του εργατικού κόστους, ιδίως μετά τις αλλαγές στις συλλογικές συμβάσεις και την μείωση του βασικού μισθού.
Οι δανειστές υποστηρίζουν ότι η μείωση απλά αντιστάθμισε τις μεγάλες αυξήσεις που είχαν γίνει την περίοδο που προηγήθηκε της κρίσης, αυξήσεις που δεν ήταν εναρμονισμένες με την παραγωγικότητα της οικονομίας. Η μείωση των μισθών, συνδυασμένη με την αύξηση της φορολόγησης και την απώλεια θέσεων εργασίας, υπήρξε κύριος παράγοντας για την πτώση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων. Ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας θέλει να καταργήσει ορισμένες από τις εργασιακές μεταρρυθμίσεις μετά την λήξη του προγράμματος και να αυξήσει τον κατώτατο μισθό. Η Ελλάδα δεν κατόρθωσε την ανάκαμψη με ατμομηχανή τις εξαγωγές που πέτυχαν άλλες χώρες, όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία. Ωστόσο σχεδόν εξαφάνισε το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, ενώ οι εξαγωγές αυξήθηκαν ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Χρηματοπιστωτικός τομέας: Όταν εκδηλώθηκε η κρίση, οι τραπεζίτες αρέσκονταν να υποστηρίζουν ότι η διοίκηση των ιδρυμάτων τους ήταν συντηρητική και το πρόβλημα γεννήθηκε από τον δημόσιο τομέα. Όμως η καταστροφή δεν άργησε να έρθει. Οι τράπεζες πρακτικά πτώχευσαν για ένα διάστημα το 2012, η αναδιάρθρωση του χρέους εξαφάνισε την αξία των ομολόγων που είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους και τρία χρόνια μετά, έκλεισαν επί εβδομάδες πριν ανοίξουν και πάλι μετά την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων. Ακόμη αντιμετωπίζουν τις επιπτώσεις, βεβαρυμμένες με μη εξυπηρετούμενα δάνεια που ανέρχονται στο 50% του συνόλου. Τα προβλήματα αυτά οδήγησαν σε απώλειες καταθέσεων και διαύλων διατραπεζικού δανεισμού, ενώ κρατήθηκαν ζωντανές χάρη στην παροχή ρευστότητας από την ΕΚΤ. Η ανάγκη για τον δανεισμό αυτό μειώνεται πλέον σταθερά και, ενώ η χώρα οδεύει προς την έξοδο από το πρόγραμμα, αναπληρώθηκε από διατραπεζικό δανεισμό για πρώτη φορά από την έναρξη της κρίσης.
Η λήξη την Δευτέρα του μαραθωνίου των προγραμμάτων στήριξης της Ελλάδας θα σηματοδοτούσε τον τερματισμό της κρίσης της ευρωζώνης, αν δεν υπήρχε η Ιταλία και οι ενοχλητικοί φόβοι ότι οι ατέλειες της νομισματικής ένωσης δεν έχουν διορθωθεί, γράφει η Wall Street Journal.
«Μετά από χρόνια σκληρής λιτότητας, η Ελλάδα εξέρχεται τη Δευτέρα από το τρίτο και τελευταίο Μνημόνιο, ωστόσο αξιωματούχοι προειδοποιούν ότι η χώρα έχει ακόμα μακρύ δρόμο μπροστά της», αναφέρει σημερινό δημοσίευμα της εφημερίδας Telegraph.
Στους πέντε μύθους και στα πέντε λάθη που αφορούν και που έγιναν στην περίπτωση της Ελλάδας, αναφέρεται η γερμανική εφημερίδα «Handelsblatt».
Κατ’ αρχάς η εφημερίδα φιλοξενεί δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Όλαφ Σολτς ο οποίος τονίζει:
«Η ολοκλήρωση του προγράμματος της Ελλάδας είναι μια επιτυχία. Οι ζοφερές προγνώσεις των προφητών της καταστροφής δεν επαληθεύτηκαν. Αυτό είναι καλό. Οι πολίτες της Ελλάδας κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες, για τις οποίες αξίζουν σεβασμό».
«Η διάσωση της Ελλάδας αποτελεί επίσης ένδειξη ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, διότι απέδειξε στις χώρες -μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι από κοινού είμαστε ισχυρότεροι από ό,τι μόνοι μας. Θεωρώ όμως ότι η διάσωση της Ελλάδας θα πρέπει να μας ενθαρρύνει να αντιμετωπίσουμε αποφασιστικά τα θέματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης», τόνισε ο κ. Σολτς στην «Handelsblatt».
Στη συνέχεια η γερμανική εφημερίδα αναφέρεται στους 5 μύθους και τα 5 λάθη όσον αφορά τη διάσωση της Ελλάδας :
Oι πέντε μύθοι:
1. Τα κονδύλια της βοήθειας εξανεμίστηκαν από το διεφθαρμένο (ελληνικό) κράτος
«Είναι μύθος ότι όλα τα κονδύλια για την Ελλάδα εξανεμίστηκαν από το διεφθαρμένο ελληνικό κράτος», λέει ο Γιοργκ Ρόχολ, Πρόεδρος του Πανεπιστημίου Εφαρμοσμένων Επιστημών του Βερολίνου ESMT. «Αντίθετα, η αλήθεια είναι ότι τα περισσότερα κεφάλαια διατέθηκαν σε τράπεζες και επενδυτές, ιδίως για την αποπληρωμή χρεών, την εξυπηρέτηση τόκων ή ως κεφαλαιουχική ενίσχυση των ελληνικών τραπεζών. Από τα περίπου 290 δισεκατομμύρια ευρώ τα οποία εκταμιεύτηκαν από τον Μάιο του 2010, πάνω από το 80% χρησιμοποιήθηκαν για την αναχρηματοδότηση ληξιπρόθεσμων χρεών».
2. Το ΔΝΤ ήταν ο σκληρός σκύλος
Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή του προγράμματος, το ΔΝΤ ήταν ιδιαίτερα αυστηρό στις δημοσιονομικές απαιτήσεις και τελικά πιο απαισιόδοξο από τους Ευρωπαίους για την εξέλιξη της οικονομίας και του χρέους της Ελλάδας. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, το ΔΝΤ έγινε σαφώς πιο ρεαλιστικό, όταν συνειδητοποίησε ότι το πρόγραμμα λιτότητας για την Αθήνα ήταν πολύ σκληρό.
3. Οι Έλληνες είναι τεμπέληδες και δεν έκαναν ποτέ οικονομίες
Το στερεότυπο των «τεμπέληδων Ελλήνων» δεν ίσχυσε ποτέ. Το 2014, εν μέσω κρίσης, σύμφωνα με μια στατιστική του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, οι Έλληνες εργάζονταν κατά μέσο όρο 2.035 ώρες το χρόνο, ενώ οι Γερμανοί μόνο 1.363 ώρες.
Μύθος είναι επίσης ότι το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα είναι πολύ πιο «πολυτελές» από το γερμανικό: στην αρχή της κρίσης, το 2010, πριν δηλαδή από όλες τις μεταρρυθμίσεις για το συνταξιοδοτικό, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα και στη Γερμανία συνταξιοδοτούνταν σχεδόν στην ίδια ηλικία. Και, είτε πρόκειται για τις συντάξεις είτε για την υγεία, οι περικοπές τις οποίες έπρεπε να υπομείνουν οι Έλληνες κάνουν τις μεταρρυθμίσεις της ατζέντας Σρέντερ να μοιάζουν με δροσερό καλοκαιρινό αεράκι.
4. Η Γερμανία κερδίζει χρήματα από τη διάσωση
Το σωστό είναι ότι από το 2010 η Γερμανία κέρδισε περίπου 2,9 δισεκατομμύρια ευρώ από τους τόκους των δανείων προς της Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, η Γερμανία δεν επωφελήθηκε από την κρίση. Για παράδειγμα, οι διεθνείς πιστωτές, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, έχουν χορηγήσει στην Ελλάδα ελάφρυνση του χρέους, η οποία πρόσφατα ανήλθε σε περίπου 34 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η Γερμανία έχει δανείσει χρήματα στην Ελλάδα με πολύ χαμηλότερα επιτόκια από ό,τι συνήθως και θα της επιστραφούν μετά από πολλά χρόνια. Αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν εν τω μεταξύ να τα χρησιμοποιήσει για άλλους σκοπούς. Η Γερμανία χορήγησε επίσης δισεκατομμύρια στο Ευρωπαϊκό Ταμείο διάσωσης ESM, το οποίο δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης.
5. Η κρίση χρέους της Ελλάδας τελείωσε πλέον
Για κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει λόγος. Αν δει κανείς τους απόλυτους αριθμούς, η χώρα βρίσκεται πιο βαθιά χρεωμένη από ό,τι στην αρχή της κρίσης.
Παρόλα αυτά, η Αθήνα δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει κάποια επείγουσα χρηματοδοτική ανάγκη: με ένα αποθεματικό ύψους 24 δισεκατομμυρίων ευρώ το οποίο έχει δημιουργηθεί από δάνεια και ίδιους πόρους, η χώρα θα είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τα επόμενα δύο χρόνια. Μετά η κατάσταση θα μπορούσε να γίνει δύσκολη. Έτσι, το ΔΝΤ πιστεύει ότι από το 2027 το χρέος θα αυξηθεί ξανά.
Τα πέντε μεγαλύτερα λάθη:
1. Η πολιτική υποτίμησε την έκταση της κρίσης
Σχεδόν όλοι οι πολιτικοί παραδέχονται σήμερα ότι την άνοιξη του 2010 υποτίμησαν την έκταση της ελληνικής κρίσης. Δεν μπορούσαν να φανταστούν -και μάλλον δεν ήθελαν να παραδεχτούν- ότι μια χώρα του ευρώ είχε παραποιήσει τόσο τα στοιχεία του προϋπολογισμού της ώστε θα μπορούσε να περιπέσει σε μια τόσο βαθιά κρίση.
Στη Γερμανία, θεώρησαν μάλιστα ότι θα μπορούσαν να αναμείνουν τις εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία το 2010, προτού ασχοληθούν με την Ελλάδα. Αυτή η αβεβαιότητα «ήταν δηλητήριο για την εμπιστοσύνη των αγορών ως προς στην πολιτική συνοχή της ευρωζώνης. Συντέλεσε στο να μετατραπεί η ελληνική κρίση σε κρίση του ευρώ», λέει ο οικονομολόγος Λούκας Γκούτενμπεργκ. Ωστόσο, η νομισματική ένωση δεν είχε το 2010 ούτε την εμπειρία να αντιμετωπίσει μια τέτοια κρίση, ούτε διέθετε μια αρχιτεκτονική αντιμετώπισης κρίσεων.
2. Έγιναν πολλές περικοπές και λίγες μεταρρυθμίσεις
Αρχικά, οι πιστωτές της Ελλάδας γνώριζαν κυρίως ένα μέσο για να αναστρέψουν την πορεία της χώρας: τις περικοπές.
Αλλά οι αυστηροί δημοσιονομικοί περιορισμοί ώθησαν την Αθήνα όλο και πιο βαθιά στην ύφεση. Ότι θα ήταν καλύτερο να επικεντρωθεί κανείς στις μεταρρυθμίσεις και κάπως λιγότερο στην αποταμίευση το αναγνώρισε νωρίς το ΔΝΤ. Σε μια έκθεση του 2013, αναφέρονταν «σημαντικές αποτυχίες» στο θέμα της διάσωσης της Ελλάδας.
Προφανώς υπήρξε υπερβολική αισιοδοξία στις οικονομικές προβλέψεις. Μαζί με την Αργεντινή, η Ελλάδα είναι μία από τις ελάχιστες χώρες στις οποίες η κανονική προσέγγιση του ΔΝΤ δεν λειτούργησε. Σε αντίθεση με άλλα προγράμματα, η οικονομία δεν ανέκαμψε μέσω της αύξησης των εξαγωγών μετά την αρχική ύφεση.
3. Το κούρεμα ήρθε πολύ αργά
Πολλοί ειδικοί παραδέχονται εκ των υστέρων, ότι το κούρεμα του χρέους τον Φεβρουαρίου του 2012, θα έπρεπε να έχει γίνει νωρίτερα και μάλιστα στην αρχή του προγράμματος βοήθειας την άνοιξη του 2010.
«Έτσι θα είχε σταθεροποιηθεί η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας νωρίτερα», πιστεύει ο οικονομολόγος κ. Γκούτενμπεργκ.
4. Ψευδείς υποσχέσεις
Ξανά και ξανά, οι ψευδείς υποσχέσεις τράβηξαν σε μάκρος τη διάσωση της Ελλάδας. Οι πιστωτές της συντηρητικής κυβέρνησης του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά τού υποσχέθηκαν ελάφρυνση του χρέους εάν εφαρμόζονταν οι μεταρρυθμίσεις του δεύτερου πακέτου διάσωσης. Ο Σαμαράς ήταν επίσης στο σωστό δρόμο, αλλά ελάφρυνση του χρέους δεν έγινε τελικά το 2014.
Αλλά ψευδείς υποσχέσεις δεν δόθηκαν μόνο στην Ελλάδα. Το 2015, ο τότε υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε έπεισε την απρόθυμη κοινοβουλευτική ομάδα των Χριστιανοδημοκρατών να εγκρίνει το τρίτο πακέτο διάσωσης με τη δέσμευση της συμμετοχής του ΔΝΤ και της εκ μέρους του πίεσης για σκληρές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα.
Αλλά ακόμα και τότε ήταν σαφές ότι το Ταμείο δεν θα συνεισέφερε χρήματα, εφ’ όσον δεν υπάρξει κούρεμα του χρέους κατά του οποίου αντιτασσόταν με τη σειρά της η Γερμανία. Για τρία χρόνια, Ευρωπαίοι και ΔΝΤ τσακώνονταν και στο τέλος το Ταμείο αποχώρησε…
«Η ενασχόληση με την Ελλάδα πολύ πέραν της έκτασης της πραγματικής κρίσης του ευρώ κατανάλωσε μεγάλη προσοχή και πολιτικό κεφάλαιο, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί καλύτερα για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ευρωζώνης», κατά τον κ. Γκούτενμπεργκ.
5. Η επικοινωνία ήταν κακή
«Το μεγαλύτερο λάθος συνέβη στην αρχή: δεν θα έπρεπε ποτέ να επιτραπεί να δοθεί η εντύπωση στις αγορές ότι υπάρχει η σκέψη να εγκαταλειφθεί εν ανάγκη ένα μέλος της Ευρωζώνης», λέει ο κ. Γκούτενμπεργκ.
«Ήδη τότε θα έπρεπε να έχει ειπωθεί καθαρά: Θα πρέπει να υπάρξουν οδυνηρές περικοπές, αλλά μια νομισματική ένωση είναι μη αναστρέψιμη και θα φροντίσουμε να παραμείνει έτσι. Και αυτό θα κοστίσει χρήματα».
Αυτό ακριβώς όμως δεν συνέβη. Ιδίως Γερμανοί πολιτικοί, αρνήθηκαν να παραδεχτούν ότι δεν θα αποφευχθεί η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Ούτε η πολιτική εξήγησε επαρκώς στους Έλληνες τις δυνατότητες των προγραμμάτων διάσωσης – δηλαδή τον εκσυγχρονισμό της υπερβολικά ρυθμισμένης οικονομίας τους.