Επισήμως, η εγκύκλιος για τη σύνταξη του Προϋπολογισμού του 2019, που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, ανέφερε το αυτονόητο: με βάση τα ανώτατα όρια των δαπανών του Προϋπολογισμού για τον επόμενο χρόνο ειδικά στο σκέλος των ασφαλιστικών ταμείων αναμένεται συνολική δημοσιονομική εξοικονόμηση 3,2 δισ. ευρώ, μέρος των οποίων θα προέλθει και από τον επανυπολογισμό και την περικοπή της προσωπικής διαφοράς στις παλιές συντάξεις.
Η εξέλιξη είναι απολύτως φυσιολογική με δεδομένο ότι οι οδηγίες της εγκυκλίου βασίζονται στις παραδοχές του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Πολιτικής 2019 -2022, που ψηφίστηκε ένα μήνα νωρίτερα, το οποίο με τη σειρά του συντάχθηκε με βάση την τελευταία αναθεώρηση του τρίτου Μνημονίου. Σε όλα αυτά τα κείμενα υπήρχε σταθερά η δέσμευση για εφαρμογή των μέτρων της διετίας 2019 (περικοπή των συντάξεων) και του 2020 (περικοπή του αφορολογήτου) με στόχο καθαρή δημοσιονομική εξοικονόμηση 1% του ΑΕΠ (περίπου 1,8 δισ. ευρώ) για κάθε ένα μέτρο από τον πρώτο χρόνο εφαρμογής τους και για τα επόμενα χρόνια μέχρι και το 2022, οπότε η συνολική δημοσιονομική απόδοση θα έφτανε τα 5,2 δισ. ευρώ. Μάλιστα τα μέτρα αυτά είχαν ψηφιστεί με πίεση του ΔΝΤ πρόωρα το καλοκαίρι του 2017 μαζί με τα κοινωνικά και τα φορολογικά αντίμετρα με ονοματική ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Ανεπισήμως, όμως, και χθες κυβερνητικά στελέχη άφηναν ανοιχτό το ενδεχόμενο με κάποιες προσαρμογές το μέτρο να μην ισχύσει κάνοντας ανά ομάδες διαφορετικούς υπολογισμούς.
Η πλέον «πολιτική» εκδοχή είναι αυτή που θέλει την αναβολή της εφαρμογής του μέτρου για ένα εξάμηνο (κάλυψη του δημοσιονομικού κενού με ισοδύναμα μέτρα) ώστε το θέμα των μέτρων 2019 -2020 να γίνει και το βασικό αφήγημα των εκλογών. Να γίνουν δηλαδή οι εθνικές εκλογές με την υπόσχεση η σημερινή κυβέρνηση να διαπραγματευτεί την ακύρωση όχι μόνο της περικοπής των συντάξεων αλλά και του αφορολογήτου το 2020.
Μια μάλλον… ουτοπική προσέγγιση στο ίδιο θέμα είναι η κυβέρνηση να διαπραγματευτεί την αναστροφή του μέτρου με ισοδύναμα μόνιμα μέτρα και παρόλα αυτά να διατεθούν τα 700 εκατ. ευρώ που έχουν συμφωνήσει και οι δανειστές για άλλες φοροαπαλλαγές (μείωση του ΕΝΦΙΑ ή των ασφαλιστικών εισφορών σε ελευθέρους επαγγελματίες αυτοαπασχολούμενους).
Η τελευταία εκδοχή είναι η μερική εφαρμογή των περικοπών με προστασία των χαμηλότερων, η οποία θα ισοσκελιστεί με την περικοπή των κοινωνικών αντίμετρων που έχουν ήδη συμφωνηθεί με τους δανειστές.
Με δεδομένο όμως ότι από τα αντίμετρα συνολικού ύψους 1,9 δισ. που έχουν αποφασιστεί η αναμόρφωση του οικογενειακού επιδόματος και η επέκταση του στεγαστικού επιδόματος με συνολικό κόστος 1,3 δισ. ευρώ είναι πλέον νόμοι του κράτους με τη συμφωνία και των θεσμών τα περιθώρια προσαρμογών είναι πολύ στενά. Τούτο με δεδομένο ότι δεν μπορούν να καλύψουν τις περικοπές των συντάξεων που θα έχουν «μικτό» κόστος (δηλαδή την καθαρή δημοσιονομική απόδοση συν τις απώλειες σε φόρους και εισφορές) άνω των δυο δισ. ευρώ.
Είναι σαφές ότι ο «σκληρός πυρήνας» του οικονομικού επιτελείου είναι εντελώς αντίθετος σε όποια διαπραγμάτευση διαρθρωτικών μέτρων αμέσως μετά τη λήξη του Μνημονίου καθώς ακόμη και το σχετικό αίτημα, παρότι δίκαιο, θα δημιουργούσε μεγάλο πρόβλημα για την οικονομία.
Τούτο διότι θα ξεσήκωνε νέα θύελλα αντιδράσεων από τους δανειστές βάζοντας την Ελλάδα σε ένα σκηνικό κρίσης, δημιουργώντας νέα προβλήματα.
Ρελάνς ΔΝΤ για τα εργασιακά
Την ίδια ώρα, το ΔΝΤ, που επέβαλε τα μέτρα της διετίας 2019 -2020, ετοιμάζεται να κάνει ρελάνς ζητώντας την αναστροφή του μέτρου της αύξησης του κατώτερου μισθού και της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Σύμφωνα με το Reuters, το ΔΝΤ στην έκθεση αξιολόγησης του άρθρου IV του Ταμείου, που θα εγκριθεί την επόμενη Παρασκευή 27 του μήνα και θα δοθεί στη δημοσιότητα στις αρχές Αυγούστου, θα καλεί την Ελλάδα να διατηρήσει όλες τις μεταρρυθμίσεις που εφάρμοσε τα τελευταία χρόνια και οι οποίες ενίσχυσαν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας και να προχωρήσει σε περαιτέρω παρεμβάσεις στα εργασιακά και τις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.
Σύμφωνα με το πρακτορείο, οι συστάσεις των στελεχών του Ταμείου θα εστιάζονται «στη διατήρηση των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των μεταρρυθμίσεων στις συλλογικές διαπραγματεύσεις» και στη δρομολόγηση νομοθετικών αλλαγών «για την ευθυγράμμιση του πλαισίου για τις ομαδικές απολύσεις με τις βέλτιστες πρακτικές της Ε.Ε.» ενώ θα τονίζει ότι δεν υπάρχει λόγος, προς το παρόν, και για την αύξηση του κατώτερου μισθού.
Με βάση όλα αυτά η πρώτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση δεν θα διαφέρει και πολύ από τις αξιολογήσεις που έχουμε ζήσει έως τώρα.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]