Στην επέτειο του δημοψηφίσματος που ουσιαστικά έδωσε την ώθηση για την κυβίστηση του τρίτου Μνημονίου, το οποίο τελειώνει χρονικά αλλά όχι ουσιαστικά, μπορεί πλέον να γίνει ένας πιο ρεαλιστικός λογαριασμός του κόστους αν και αφορά το «εδώ και τώρα».
Τούτο διότι με τη συμφωνία του Λουξεμβούργου η Ελλάδα ως χώρα και όχι ως κυβέρνηση ανέλαβε την υποχρέωση να διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% του ΑΕΠ ως το 2066, όταν θα αποπληρωθούν τα ευρωπαϊκά δάνεια των 241 δισ. ευρώ. Από αυτή και μόνο την υποχρέωση η Ελλάδα θα πρέπει να πληρώσει άλλο ένα ΑΕΠ (94,6% του ΑΕΠ) για να εξυπηρετεί σταθερά το χρέος της και μάλιστα με ανάπτυξη που υποβαθμίστηκε στο 1% του ΑΕΠ από 2% του ΑΕΠ που ήταν ένα χρόνο πριν.
Ωστόσο, το έως τώρα κόστος του Μνημονίου αποτιμάται με μια επιβάρυνση 70 δισ. ευρώ στο χρέος, 15 δισ. στην ανάπτυξη, 85 δισ. στη συνολική ζημιά που προήλθε από τις τράπεζες με τα capital controls, τη μείωση της αξίας και τις εκροές καταθέσεων ύψους 45 δισ. ευρώ, 11 δισ. από την απώλεια πόρων του EFSF και φυσικά τα νέα μέτρα λιτότητας των 14,1 δισ. ευρώ που ξεκίνησαν το 2015 και θα ολοκληρωθούν το 2021.
Αναλυτικά ο λογαριασμός έχει ως εξής:
Συν 70 δισ. το χρέος
Σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος το «κόστος» προκύπτει ως αυτονόητο από τις εκτιμήσεις που υπήρχαν το 2014 για την εξέλιξη του χρέους σε σύγκριση με τις σημερινές εκτιμήσεις από τις οποίες προκύπτει ένα χρέος υψηλότερο κατά 70 δισ. ευρώ.
Ειδικότερα, με βάση τις εκτιμήσεις του 2014 το ελληνικό χρέος θα αποκλιμακώνονταν στο 117,2% του ΑΕΠ χωρίς να ληφθούν πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης. Στο μεσοπρόθεσμο 2019 -2022 η εκτίμηση για το ύψος του χρέους ως το 2022 είναι ότι θα αποκλιμακωθεί στο 150,3% του ΑΕΠ, δηλαδή θα είναι κατά 33,1% του ΑΕΠ ή περίπου 70 δισ. ευρώ υψηλότερο από τον υπολογισμό που έγινε τέσσερα χρόνια νωρίτερα.
Η λύση για το χρέος που δόθηκε στο Eurogroup του Λουξεμβούργου δεν θα έχει καμία επίδραση μέχρι τότε αφού στην ουσία παρατείνει την περίοδο χάριτος που έληγε το 2022 μέχρι και το 2032.
Μείον 15 δισ. από ανάπτυξη
Ενα δεύτερο μεγάλο κόστος ήταν αυτό του πισωγυρίσματος της οικονομίας για τρία συνεχόμενα χρόνια από το 2015 ως το 2017. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις προβλέψεις του φθινοπώρου του 2014 προέβλεπε ανάπτυξη 2,9% του ΑΕΠ για το 2015, 3,7% του ΑΕΠ για το 2016 και 2,7% για το 2017.
Αντ’ αυτού η Ελλάδα πετυχαίνει μετά το καταστροφικό πρώτο εξάμηνο του 2015 ύφεση 0,3% για το 2015, στασιμότητα για το 2016 και ανάπτυξη 1,4% για το 2017, συνεπώς σε όρους ΑΕΠ χάθηκε εισόδημα περίπου 16 δισ. ευρώ. Το μέγεθος δεν είναι μονοσήμαντο καθώς με 8,2% μεγαλύτερο ΑΕΠ υπολογίζεται ότι θα είχαμε δημιουργήσει περίπου 200.000 – 250.000 θέσεις εργασίας μειώνοντας έτσι και την ανάγκη δημοσιονομικών μέτρων για τη στήριξη των δημοσίων εσόδων και του ασφαλιστικού.
Ενα ακόμη τεράστιο κόστος που ανέλαβε η κυβέρνηση και θα χτυπήσει καίρια την ανάπτυξη, η οποία υποβαθμίστηκε στο 1% του ΑΕΠ σε μέσα επίπεδα από το 2023 και μετά, είναι η υποχρέωση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων 2,2% του ΑΕΠ (με υποδιπλάσια ανάπτυξη ως το 2060).
Στο ΜΠΔΣ 2019-2022 ορίζεται ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα ξεπερνά κάθε χρόνο τον στόχο (3,5% του ΑΕΠ) και ειδικά το 2022 θα φτάσει στα 11 δισ. ευρώ ή στο 5,19% του ΑΕΠ. Το επιπλέον ποσό ορίζεται ως «δημοσιονομικός χώρος» και προαναγγέλλονται αντίμετρα, δηλαδή δαπάνες που θα έχουν αναπτυξιακό σκοπό χωρίς όμως να προσδιορίζονται αφού θα πρέπει να συμφωνούνται με τους θεσμούς.
Μείον 85 δισ. από τράπεζες
Σε ό,τι αφορά τους χειρισμούς του χρηατοπιστωτικού τομέα οι συνολικές απώλειες υπολογίζονται στα 40 δισ. ευρώ.
Από αυτά, στα 25 δισ. υπολογίζεται η απώλεια στην κεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών στο ποσοστό που κατέχεται από το Δημόσιο. Το ΤΧΣ μέχρι τις 30.09.2015 κατείχε το 66,24% της Alpha, το 35,41% της Eurobank, το 57,24% της Εθνικής Τράπεζας και το 66,93% της Πειραιώς. Μετά την ανακεφαλαιοποίηση και τις αυξήσεις κεφαλαίων που έγιναν τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο 2015 τα αντίστοιχα ποσοστά στις τέσσερις τράπεζες ανήλθαν σε 11,01%, 2,38%, 40,39% και 26,42% αντίστοιχα.
Η εύλογη αξία των μετοχών των τεσσάρων συστημικών τραπεζών που είχε το ΤΧΣ στο χαρτοφυλάκιό του, από 22,6 δισ. ευρώ στο τέλος του 2013, κατακρημνίστηκε στο 1,4 δισ. ευρώ τον Φεβρουάριο 2016 (χρόνο δημοσίευσης των τελευταίων οικονομικών καταστάσεων από το ΤΧΣ), όπου περίπου παραμένει μέχρι σήμερα.
Τα 15 δισ. ευρώ περίπου αφορούν την απώλεια που υπέστησαν οι ιδιώτες μικρομέτοχοι των τραπεζών.
Αν σε αυτά προσθέσουμε και τις εκροές ύψους 45 δισ. ευρώ από τις τράπεζες, το συνολικό κόστος του πρώτου εξαμήνου του 2015 εκτοξεύεται στα 85 δισ. χωρίς να υπολογίζουμε το κόστος από το κλείσιμο των τραπεζών.
10,9 δισ. που επεστράφησαν
Μετά την περήφανη διαπραγμάτευση του 2015 και τη διακοπή του δευτέρου προγράμματος ο ESM απέσυρε ως γνωστόν τα 10,9 δισ. ευρώ των ομολόγων EFSF/ESM από το συνολικό δάνειο των 144 δισ. ευρώ του EFSF. Μετά τη δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, είχαν «περισσέψει» στο Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) ομόλογα του EFSF/ESM ύψους 10,9 δισ. ευρώ.
Το ποσό αυτό επιστράφηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝ.ΕΛ. τον Φεβρουάριο 2015 στον ESM/EFSF. Επιπλέον το Δημόσιο δανείστηκε άλλα 4,5 δισ. από το νέο δάνειο του ESM για να ανακεφαλαιοποιήσει τις εμπορικές τράπεζες, οι αξίες των οποίων είχαν κατρακυλήσει στα τάρταρα.
Μέτρα 14,1 δισ. ως το 2021
Το πιο βαρύ κόστος, όχι τόσο αριθμητικά όσο σε επίπεδο συνθηκών διαβίωσης, για τα ελληνικά νοικοκυριά ήταν τα 14,3 δισ. που υιοθετήθηκαν, άρχισαν να εφαρμόζονται από το 2015 και πρόκειται να ολοκληρωθούν με τις περικοπές των συντάξεων και του αφορολογήτου το 2019 και το 2020 φέρνοντας στα δημόσια ταμεία άλλα 5,2 δισ. ευρώ μαζί με τα 9,2 δισ. που υιοθετήθηκαν τη διετία 2015-2016.
Μόνο το 2015-2016 εφαρμόστηκαν μέτρα αξίας 4,69 δισ. ευρώ. Φέτος επιβλήθηκαν νέα μέτρα 1,787 δισ. ευρώ και το 2018 θα έρθουν ακόμη 1,862 δισ. ευρώ.
• Αν εφαρμοσθούν τα αντίμετρα, αυτό θα γίνει σταδιακά από το 2019. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και στο καλύτερο σενάριο, και το 2019 θα έρθουν νέα δημοσιονομικά βάρη 229 εκατ. ευρώ. Καθαρή «ελάφρυνση» θα υπάρξει από το 2020. Αν μάλιστα δεν εφαρμοσθεί κανένα αντίμετρο, τότε το πακέτο μέτρων του 2019 θα φτάσει στα 2,889 δισ. ευρώ και του 2020 στα 2,48 δισ. ευρώ.
• Στο σύνολό τους οι παρεμβάσεις, αν όλα τα αντίμετρα εφαρμοσθούν, φτάνουν στα 6,58 δισ. ευρώ και αν δεν εφαρμοσθεί ούτε ένα, τα 14,15 δισ. ευρώ…
Εποπτεία
Ενα κόστος που δεν μπορεί να προσμετρηθεί είναι η εκχώρηση της επιτήρησης, εκτός από τα δημοσιονομικά, και σε κάθε περιουσιακό στοιχείο του Ελληνικού Δημοσίου.
Με διάταξη του τελευταίου πολυνομοσχεδίου (άρθρο 109) για την τέταρτη αξιολόγηση η Εταιρία Συμμετοχών και Περιουσίας των 99 ετών, εκτός από την επιτήρηση που εξασφάλισε με το διορισμό στελεχών που υπέδειξε η Ε.Ε. στη διαχείριση, ανέλαβε και άλλη μια υποχρέωση: Εγινε και εγγυητής του Δημοσίου προσφέροντας στη δανειακή σύμβαση με το ESM κρατική περιουσία ύψους 25 δισ. ευρώ.
Μάλιστα, όπως έχει συμβεί και με το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, προβλέπεται η παροχή εγγύησης από την ΕΕΣΥΠ προς τον ΕΜΣ για τα δάνεια που χορηγεί ο τελευταίος στην Ελλάδα, η οποία όμως περιορίζεται στο ποσό των 25 δισεκατομμυρίων ευρώ, από 50 δισ. που ίσχυε έως τώρα.
Επιπλέον, καθορίζεται ο μηχανισμός αποπληρωμής του δανείου σε σχέση με τα τυχόν ετήσια μερίσματα που προέρχονται από την ΕΕΣΥΠ και καταβάλλονται στο Ελληνικό Δημόσιο ως μέτοχο, με τρόπο που βελτιώνει το προφίλ χρέους της χώρας.
Με άλλα λόγια, σε περίπτωση αδυναμίας αποπληρωμής του Δημοσίου το υπερταμείο αποκρατικοποιήσεων θα πρέπει να ρευστοποιήσει άμεσα δημόσια κινητή και ακίνητη περιουσία για να πληρώσει τον ESM.
Η ισχύς της εγγύησης αυτής είναι μέχρι και την ολοκλήρωση αποπληρωμής του συνόλου των δανείων ύψους 241 δισ. ευρώ της Ελλάδας προς τον ESM και τον προκάτοχό του EFSF.
Με διάταξη σε άλλο εφαρμοστικό για την τρίτη αξιολόγηση το ΤΧΣ έχει αναλάβει την υποχρέωση να επιτηρεί και να αξιολογεί τις διοικήσεις των εμπορικών τραπεζών σε συνεργασία με μια επιτροπή στην οποία θα συμμετέχουν και εκπρόσωποι των δανειστών. Συνεπώς και οι τράπεζες θα είναι υπό την αέναη επιτήρηση των δανειστών.
Με παλαιότερη διάταξη και η ΑΑΔΕ έχει την υποχρέωση για τακτικούς ελέγχους και αναφορές προς τους δανειστές για την πορεία των φορολογικών εσόδων, τις ενδεχόμενες υστερήσεις και το μπλοκάρισμα κάθε κρατικής παρέμβασης.
Το κρυφό κόστος
Στο κρυφό κόστος μπορούμε να αθροίσουμε πολλούς και διάφορους παράγοντες που θα έδιναν ώθηση στη χώρα αν δεν υπήρχε το πισωγύρισμα του 2015 και η χώρα είχε επανέλθει σε μια κανονικότητα τρία χρόνια νωρίτερα.
Συγκεκριμένα:
1. Η Ελλάδα θα κέρδιζε καταρχήν περίπου 8,7 δισ. ευρώ σε φθηνή χρηματοδότηση των ελληνικών εμπορικών τραπεζών αν το 2014 είχαμε μπει σε προληπτική πιστωτική γραμμή και η ΕΚΤ διατηρούσε την παρέκκκλιση (waiver) για τα ελληνικά ομόλογα.
2. Τα επιτόκια δανεισμού του Δημοσίου θα ήταν από 0,5% έως και 0,7% χαμηλότερα αν το 2015 η Ελλάδα ολοκλήρωνε το δεύτερο πρόγραμμα και η ΕΚΤ έβαζε τη χώρα στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης βοηθώντας σημαντικά την έξοδο στις αγορές σε ένα περιβάλλον μηδενικών έως και αρνητικών επιτοκίων δανεισμού.
3. Η ελληνική παραγωγή θα μπορούσε να ανακάμψει ταχύτερα από την αύξηση της τραπεζικής χρηματοδότησης και το χαμηλό ενεργειακό κόστος, ειδικά λόγω της χαμηλής τιμής του πετρελαίου τα τελευταία τρία χρόνια, ενώ τώρα τα πράγματα αρχίσουν να αλλάζουν επί το δυσμενέστερον.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]