Ο κ. Ρέγκλινγκ στην ετήσια έκθεση του ESM αναφέρει συγκεκριμένα: «Τέσσερις, από τις πέντε, χώρες που συμμετείχαν στα προγράμματα βοήθειας του EFSF ή του ESM είναι ξεκάθαρα “ιστορίες επιτυχίας” (success stories). Η Ελλάδα μπορεί να μπει σε αυτή την ομάδα, εάν συνεχίσει να εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις και μετά το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο». Ο ίδιος τονίζει ότι «ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης (ΕΜΣ) αποτελεί πλέον μόνιμο παράγοντα της νομισματικής ένωσης και του παγκόσμιου δικτύου χρηματοοικονομικής ασφάλειας. Λειτουργεί ως σύστημα έκτακτης ανάγκης, το οποίο συνέβαλε στη διατήρηση του ευρώ».
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Συμβουλίου των Διοικητών του ESM, Μάριο Σεντένο, επισημαίνει ότι «ο ίδιος ο ESM είναι ένα “success story” που γεννήθηκε από την κρίση» και τονίζει ότι η αναβάθμισή του είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς η σημασία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στη διαχείριση των μελλοντικών κρίσεων του ευρώ μπορεί να μειωθεί. «Πιστεύω ότι ο ΕΜΣ πρέπει να λάβει θέση στη Συνθήκη της ΕΕ, όπως και τα καταστατικά των άλλων ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα» αναφέρει ο Μ. Σεντένο.
Στο ειδικό κεφάλαιο για την Ελλάδα, που περιλαμβάνει ο ετήσιος απολογισμός του ESM, υπογραμμίζεται ότι η χώρα έχει κάνει σημαντική πρόοδο στη σταθεροποίηση της οικονομίας της. «Είναι σημαντικό η Ελλάδα να συνεχίσει σε αυτή την πορεία για να ανακτήσει σταθερή πρόσβαση στις αγορές» αναφέρεται συγκεκριμένα και σημειώνεται ότι παρότι η εμπιστοσύνη των αγορών προς τη χώρα έχει ενισχυθεί, η ελληνική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει ένα δύσκολο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον. «Η Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπίσει τις εναπομείνασες προκλήσεις πριν τη λήξη του προγράμματος, για να μπορέσει να χτίσει πάνω στα επιτεύγματά της, τη μετά-πρόγραμμα εποχή» σημειώνεται.
Το κεφάλαιο για την Ελλάδα αναφέρει, επίσης, ότι το 2017 σημειώθηκε ουσιαστική πρόοδος στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, στην τόνωση της ανάπτυξης, στην ανταγωνιστικότητα και στις επενδύσεις, καθώς και στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης. «Η κυβέρνηση συνέχισε την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών χρησιμοποιώντας κεφάλαια του ΕΜΣ και τους ίδιους πόρους της, παρέχοντας έτσι άμεση στήριξη στην πραγματική οικονομία» τονίζεται και σημειώνεται ότι το συνολικά καταγεγραμμένο απόθεμα ληξιπρόθεσμων οφειλών, συμπεριλαμβανομένων των επιστροφών φόρων, ανερχόταν σε 3,3 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017, το χαμηλότερο επίπεδο από τον Δεκέμβριο του 2014.
Από την έναρξη του προγράμματος καταβλήθηκαν 45,9 δισ. ευρώ, από τα 86 δισ. ευρώ του προγράμματος. Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα είχε προπληρώσει 2 δισ. ευρώ τον Φεβρουάριο του 2017 για την εξαγορά μετατρέψιμων ομολόγων (CoCos) από την ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας στην οποία χρησιμοποίησε τη χρηματοδότηση του ΕΜΣ. Στην έκθεση αναφέρεται, επίσης, ότι μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018 είναι διαθέσιμο για την Ελλάδα το ποσό των 39,1 δισ. ευρώ. Σημειώνεται δε, ότι μέρος αυτού του ποσού θα εκταμιευθεί με την τελευταία αξιολόγηση του προγράμματος, ενώ τα υπόλοιπα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πιθανά μέτρα για το χρέος.
Στη συνέχεια, υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1,9% το 2018 και κατά 2,3% το 2019 και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα μειωθεί στο 0,4% και 0,5% του ΑΕΠ από 0,9% του ΑΕΠ το 2017.
Κτηματολόγιο: Για ποιους λήγει η προθεσμία - Βήμα-βήμα η διαδικασία και το maps.ktimatologio.gr
Υπογραμμίζεται, ακόμα, ότι η Ελλάδα υπερέβη τους στόχους του προγράμματος του ESM για τρίτη συνεχόμενη χρονιά. Σύμφωνα με την Eurostat, το πρωτογενές πλεόνασμα ανήλθε στο 4,0% του ΑΕΠ το 2017. Αυτό σημαίνει πλεόνασμα 4,2% σε όρους προγράμματος, το οποίο υπερβαίνει τον στόχο του 1,75% κατά 21,2% του ΑΕΠ. Οι μεταρρυθμίσεις στη φορολογία του 2015 και του 2016 βοήθησαν στην αύξηση των εσόδων, ενώ οι δημόσιες επενδύσεις, παρόλο που ήταν χαμηλότερες από το προβλεπόμενο ενίσχυσαν επίσης το πλεόνασμα.
Επιπλέον, επισημαίνεται ότι οι ελληνικές Αρχές θέσπισαν πρόσθετα μέτρα για την περίοδο μετά το πρόγραμμα, στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης, προκειμένου να παράσχουν πρόσθετες διασφαλίσεις ότι θα επιτευχθεί ο μεσοπρόθεσμος στόχος πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ. Τα μέτρα αυτά αφορούν την προσαρμογή των συντάξεων από το 2019 και τη μείωση του αφορολόγητου εισοδήματος από το 2020. Επιπλέον, υπό την προϋπόθεση της επίτευξης του μεσοπρόθεσμου πρωτογενούς πλεονάσματος, την ανάπτυξη μπορούν να στηρίξουν μέτρα όπως οι φορολογικές μειώσεις, οι στοχοθετημένες δαπάνες για πολιτικές αγοράς εργασίας, οι επενδύσεις και οι κοινωνικές παροχές. Σημειώνεται, επίσης, ότι η Ελλάδα έχει ήδη εφαρμόσει ορισμένα κοινωνικά μέτρα το 2017, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής του προγράμματος κοινωνικής αλληλεγγύης
Σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, τονίζεται ότι βρισκόταν στο 178,6% του ΑΕΠ το 2017. Για να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, ο ESM εφάρμοσε με επιτυχία τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος που αποφασίστηκαν στο Eurogroup, στο τέλος του 2016. Ο ESM εκτιμά ότι ως το 2060 αυτά τα μέτρα θα μειώσουν τον δείκτη χρέος προς ΑΕΠ, κατά περίπου 25%. Ένα δεύτερο πακέτο μέτρων για το χρέος θα μπορούσε να εφαρμοστεί μετά την επιτυχημένη ολοκλήρωση του προγράμματος του ESM. Αυτά θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την αναμόρφωση των δανείων του EFSF με επιμήκυνση της ωρίμανσης των δανείων και την περαιτέρω αναβολή τόκων και πληρωμών από 0 έως 15 χρόνια.
Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι κατά την πρώτη δημοπρασία διεθνών ομολόγων από το 2014, η Ελλάδα εξέδωσε πενταετές χρέος τον Ιούλιο του 2017 και 7ετή έκδοση ομολόγων τον Φεβρουάριο του 2018. Οι δύο ομολογίες συνολικού ύψους 4,4 δισ. ευρώ με συνολικά ευνοϊκά επιτόκια, συνέβαλαν στη δημιουργία ενός ταμειακού αποθέματος, πριν από την έξοδο του προγράμματος.
Εξάλλου, αναφέρεται ότι το 2017 έγινε πλήρως λειτουργική η Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας (HCAP). Η έκθεση, σημειώνει ότι τα έσοδα της εταιρείας θα συμβάλουν στη μείωση του ελληνικού χρέους και θα υποστηρίξουν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη.
Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές τράπεζες, επισημαίνεται το υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων (43,1%) στο τέλος του 2017. Παρόλο που οι τράπεζες πληρούσαν στόχους για τη μείωση του αποθέματος, πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειες για την επίτευξη πιο φιλόδοξων στόχων, κατά τα επόμενα δύο χρόνια. Το 2017, η κυβέρνηση εισήγαγε σημαντική νομοθεσία για να βοηθήσει τις τράπεζες να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε 35,3% μέχρι τα τέλη του 2019 μέσω του εξωδικαστικού νόμου και τη δημιουργία μιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας πλειστηριασμών για την πώληση περιουσιακών στοιχείων. Τα αρχικά αποτελέσματα, ωστόσο, είναι χαμηλότερα από τις προσδοκίες. Η μείωση του NPL αποτελεί βασική παράμετρο στα stress test, τα οποία καθορίζουν εάν οι τράπεζες έχουν επαρκές κεφάλαιο για να απορροφήσουν τις ζημίες σε διαφορετικά σενάρια.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]