Πληροφορίες θέλουν το ΔΝΤ να μην υποχωρεί από τις απαισιόδοξες προβλέψεις του σχετικά με την πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής που είχε κάνει τον περασμένο Απρίλιο και έχει προσθέσει και στο κατ’ αρχήν πρόγραμμα που έχει εγκρίνει για την Ελλάδα τον Ιούλιο.
Με βάση τις προβλέψεις αυτές και με τα μέτρα που έχουν ήδη ψηφιστεί, η Ελλάδα μπορεί να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ το 2018 και όχι 3,5% του ΑΕΠ που είναι ο στόχος του προγράμματος. Στην ουσία; Βλέπει ένα κενό της τάξης του 1,3% του ΑΕΠ που αντιστοιχεί σε 2,4 δισ. ευρώ.
Με βάση το αναθεωρημένο Μνημόνιο με την Ε.Ε. αλλά και το Μνημόνιο που υπογράφηκε με το ΔΝΤ, αν η πρόβλεψη αυτή δεν αλλάξει θα έχει δύο συνέπειες:
1. Το ΔΝΤ, που έχει τον πρώτο λόγο για την εφαρμογή μέτρων και αντίμετρων τη διετία 2019-2020, θα απαιτήσει να κλείσει εκ των υστέρων το κενό με την εφαρμογή από το 2019 και της περικοπής της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις και της περικοπής του αφορολογήτου που έχει προγραμματιστεί για το 2020.
2. Θα αναβάλει επ’ αόριστον την εφαρμογή των αντίμετρων κοινωνικού χαρακτήρα ύψους 1% του ΑΕΠ για το 2019, αλλά και των φορολογικών απαλλαγών με συνολικό κόστος επίσης 1% του ΑΕΠ για το 2020. Ούτως ή άλλως, στο πρόγραμμά του το Ταμείο προτείνει -χωρίς να επιβάλλει- την αναβολή της εφαρμογής των αντίμετρων για το 2023 όταν θα μειωθεί ο ετήσιος στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα από το 3,56% του ΑΕΠ σε ένα στόχο πάνω από 2% του ΑΕΠ.
Το θέμα θα συζητηθεί και στη συνάντηση που θα έχουν το Σάββατο ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο αναπληρωτής του Γιώργος Χουλιαράκης με τη γενική διευθύντρια του Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ στο πλαίσιο της φθινοπωρινής συνόδου του Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Στη συνάντηση θα συζητηθεί η πορεία των προαπαιτουμένων και ειδικότερα οι ελλείψεις και οι καθυστερήσεις που έχουν καταγραφεί εν όψει της τρίτης αξιολόγησης, η οποία θα ξεκινήσει στις 21 του μήνα με την επιστροφή των ομάδων των θεσμών στην Αθήνα.
Περί χρέους
Ενας ακόμη στόχος του οικονομικού επιτελείου θα είναι να διαπιστώσει τις αντοχές του Ταμείου απέναντι στην παρελκυστική τακτική που ακολουθούν οι ηγέτιδες δυνάμεις του Eurogroup στο θέμα της ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους, για το οποίο μένει ανυποχώρητο. Υπάρχουν πολλοί στην Ελλάδα που πιστεύουν ότι αν δεν υπάρξει κάτι καλύτερο από τις υποσχέσεις που ανανεώθηκαν στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου, τότε μπορεί να τεθεί θέμα ακόμη και για τη συνέχιση της παρουσίας του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα.
Τούτο με δεδομένο ότι μέσα στον Ιανουάριο το Ταμείο θα πρέπει να επανεξετάσει τη στάση του απέναντι στο ελληνικό πρόγραμμα, ανάλογα με τις εξελίξεις που θα υπάρχουν έως τότε. Επίσης, στις επαφές τους τόσο με την κ. Λαγκάρντ όσο και με τα υπόλοιπα στελέχη του Ταμείου αλλά και των Ευρωπαίων δανειστών θέλουν να διαπιστώσουν και το κλίμα για την Ελλάδα σε συνδυασμό και με τη μεταβατική φάση που περνάει η ευρωζώνη μετά τις εκλογές στη Γερμανία, το νέο σκηνικό που διαμορφώνεται με τη νέα ηγεσία της Γαλλίας αλλά και τις αλλαγές προσώπων σε θεσμικά όργανα της Ε.Ε.
Για την ανάπτυξη
Την ίδια ώρα, στην εξαμηνιαία έκθεσή του για την πορεία και τις προοπτικές των κρατών-μελών εμφανίζεται βραχυπρόθεσμα περισσότερο αισιόδοξο από το υπουργείο Οικονομικών σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη για το 2017 και το 2018.
Συγκριμένα, το Ταμείο προβλέπει ότι για το τέταρτο τρίμηνο του 2017 η ελληνική οικονομία θα τρέξει με ρυθμό ανάπτυξης 3,6% του ΑΕΠ, με το τρίτο τρίμηνο να αναμένεται πολύ υψηλότερο λόγω της πολύ καλής τουριστικής περιόδου.
Συνεπώς ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης έχει πολλές πιθανότητες να βρεθεί στην περιοχή του 2% του ΑΕΠ και όχι στο 1,8% του ΑΕΠ όπως προβλέπει επίσημα το ΔΝΤ. Σε ό,τι αφορά στο 2018, το Ταμείο προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,6% του ΑΕΠ και είναι λίγο πιο αισιόδοξο τόσο από το υπουργείο Οικονομικών που προβλέπει στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού ρυθμό ανάπτυξης 2,4% του ΑΕΠ όσο και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που προβλέπει για την Ελλάδα ρυθμό ανάπτυξης 2,5% του ΑΕΠ.
Ο πληθωρισμός
Η ανάκαμψη της οικονομίας δεν προκύπτει μόνο από τη μονοσήμαντη πορεία του ΑΕΠ, αλλά και από τις επιμέρους προβλέψεις του Ταμείου. Δείγμα ανάκαμψης της οικονομίας αποτελεί και η πρόβλεψη του Ταμείου για την πορεία του πληθωρισμού, η οποία μετά από μια τετραετία με αρνητικό πρόσημο, δείγμα συρρίκνωσης όχι μόνο των τιμών αλλά και της οικονομίας, αναμένεται φέτος να φτάσει στο 1,2% για φέτος να αυξηθεί ελαφρά στο 1,3% το 2018 και να μείνει στα επίπεδα του 1,7% το 2022 .
Στο μέγεθος του ισοζυγίου πληρωμών που δείχνει ως ένα βαθμό και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και της αύξηση των εξαγωγών, το ΔΝΤ προβλέπει επίσης θετικές εξελίξεις. Συγκεκριμένα προβλέπει για φέτος μικρό έλλειμμα 0,3% του ΑΕΠ, που θα γίνει 0,2% του ΑΕΠ για το 2018 και θα μηδενιστεί το 2022, προμηνύοντας σταθερή αύξηση των εξαγωγών και αύξηση της παραγωγικότητας. Παράλληλα, το Ταμείο προβλέπει μείωση του ποσοστού ανεργίας από το 22,7% για φέτος στο 20,3% το 2018 ως αποτέλεσμα της γενικότερης ανάκαμψης της οικονομίας.
«Προσγείωση»
Παρ’ όλα αυτά δεν εγκαταλείπει ακόμη τη μεσοπρόθεσμη πρόβλεψή του ότι μετά τις χρονιές που η Ελλάδα θα εφαρμόζει ακόμη το τρίτο πρόγραμμα η ανάπτυξη θα χάσει ύψος για να προσγειωθεί στο 1% του ΑΕΠ το 2022. Μάλιστα, σε ειδικό κεφάλαιο για τις «αναπτυξιακές εκπλήξεις» του 2017, στο οποίο δείχνει ότι τα πιο πολλά «ανεπτυγμένα» οικονομικά κράτη ανά τον κόσμο τελικά πέτυχαν ταχύτερη άνοδο του ΑΕΠ από την αρχικά προβλεπόμενη, η Ελλάδα είναι η… αρνητική έκπληξη: καταγράφεται ως το κράτος με τη χαμηλότερη θέση.
Συγκεκριμένα, η Ελλάδα, σύμφωνα με τον πίνακα του ΔΝΤ, έχει υποστεί τη μεγαλύτερη μείωση προσδοκιών για την πορεία του ΑΕΠ την περίοδο 2015-2018 σε σχέση με όλα τα κράτη. Η «απώλεια» στην άνοδο του ΑΕΠ σε σχέση με όσα είχαν αρχικά προβλεφθεί ξεπερνά το 1,5%. Επίσης, σε άλλον πίνακα που αφορά στο 2017 διαφαίνεται ότι και φέτος συνιστά μία από τις πιο μεγάλες αρνητικές αναπτυξιακές «εκπλήξεις».
Η μέτρηση αυτή μπορεί να αποδοθεί και στην καθυστέρηση της υιοθέτησης μέτρων για την εκκαθάριση του υπολοίπου των κόκκινων δανείων των αποκρατικοποιήσεων και του εκσυγχρονισμού του θεσμικού πλαισίου για την επιχειρηματικότητα, σε συνδυασμό και με την αβεβαιότητα που δημιουργούσαν οι δύο προηγούμενες «ετήσιες» αξιολογήσεις.
Τάσος Δασόπουλος
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου