Η τεράστια καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης στα μέσα Ιουνίου έχει περιορίσει οριακά τα χρονικά περιθώρια για την τρίτη αξιολόγηση του προγράμματος η οποία θα ξεκινήσει από τον Σεπτέμβριο και θα πρέπει να ολοκληρωθεί πριν από το τέλος του προγράμματος.
Με αυτή την έννοια η νέα ιστορία που έχει αρχίσει να αφηγείται από την Πέμπτη η ελληνική πλευρά περί οριστικής εξόδου της Ελλάδας από τα Μνημόνια είναι καταδικασμένη να διαψευστεί και αυτή με την αλλαγή του χρόνου.
Τούτο διότι η έξοδος από την επιτροπεία, που ευαγγελίζονται κυβερνητικοί κύκλοι αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός μετά την αποτυχία της συμφωνίας για μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, απαιτεί δύο πράγματα.
Πρώτον, την ολοκλήρωση του πακέτου των μεταρρυθμίσεων και των μέτρων που αναλάβαμε ως χώρα με το τρίτο Μνημόνιο και αυτό να πιστοποιηθεί από τους θεσμούς και το δεύτερο είναι η έξοδος στις αγορές ώστε να μπορούμε να καλύπτουμε ως χώρα την αποπληρωμή των υποχρεώσεων για το χρέος.
Σε ό,τι αφορά το πακέτο των μεταρρυθμίσεων του τρίτου προγράμματος το Μνημόνιο έχει πάρει ήδη παράταση. Κατά τη δεύτερη αξιολόγηση η κυβέρνηση υποχρεώθηκε σε πρόσθετα μέτρα ύψους 5,3 δισ. ευρώ από το 2018 μέχρι και το 2020. Από το 2016 η χώρα έχει αναλάβει βασικές μακροχρόνιες υποχρεώσεις για την πλήρη αναμόρφωση του ασφαλιστικού και του φορολογικού συστήματος, που βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη, την εκκαθάριση των «κόκκινων» δανείων και την πλήρη λειτουργία και αξιοποίηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου μέσω ενός νέου Υπερταμείου αποκρατικοποιήσεων.
Με βάση την απόφαση του Eurorgoup της Πέμπτης, ανέλαβε επιπλέον την υποχρέωση να επιτυγχάνει για μια πενταετία πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ, με προοπτική την περίοδο 2023-2060 ο στόχος να περιοριστεί σε κάτι παραπάνω από 2% του ΑΕΠ.
Το ΔΝΤ υπογράφει μέχρι και το τέλος Ιουλίου ένα νέο πρόγραμμα 14 μηνών με χρηματοδότηση που θα έχει την αίρεση της πλήρους ανάλυσης των μέτρων ελάφρυνσης για το χρέος. Το ΔΝΤ θα ολοκληρώσει το πρόγραμμά του κοντά στο τέλος του 2018. Ακόμη και μετά την ολοκλήρωσή του, όμως, με βάση τον εφαρμοστικό νόμο της δεύτερης αξιολόγησης, θα παραμείνει ως υπερ-επόπτης για τα μέτρα της διετίας 2019-2020, με δικαίωμα να επιβάλλει την εμπροσθοβαρή υλοποίηση του μέτρου για μείωση του αφορολόγητου από το 2019 αν η Ελλάδα δεν επιτυγχάνει το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Με αυτά τα δεδομένα, δεν υπάρχει καμία περίπτωση η εποπτεία της Ε.Ε., του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και του ESM να χαλαρώσει έστω και ελάχιστα τη σκληρή εποπτεία για άλλα τέσσερα χρόνια μετά το τέλος του προγράμματος, όταν η Ελλάδα θα έχει την υποχρέωση να επιτυγχάνει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Εξοδος στις αγορές
Το δεύτερο αναγκαίο στοιχείο της λήξης της επιτροπείας είναι η Ελλάδα να στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις και σε δανεισμό από τις αγορές. Η συμφωνία της Πέμπτης μάλλον δυσκολεύει παρά διευκολύνει την έξοδο στις αγορές.
Τα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους έχουν παραπεμφθεί για το μέλλον. Η Κριστίν Λαγκάρντ, στη συνέντευξη μετά τη λήξη του Eurogroup, μίλησε για θέμα μηνών, χωρίς όμως κανείς από τους εκπροσώπους των θεσμών να την ακολουθήσει. Τουναντίον, ο πρόεδρος του σώματος Γερούν Ντάισελμπλουμ μίλησε για οριστικοποίηση του χρέους το δεύτερο μισό του 2018.
Η ΕΚΤ, σχολιάζοντας την απόφαση, ξεκαθάρισε διά στόματος των εκπροσώπων της ότι οι υποσχέσεις που δόθηκαν δεν επαρκούν και χρειάζεται περισσότερη διαύγεια για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Συνεπώς ούτε και η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα QE έχει ακόμη συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα.
Οι οίκοι αξιολόγησης τοποθετήθηκαν μεν αλλά με επιφυλακτικότητα απέναντι στην απόφαση του Eurogroup αφού μέτρα άκουγαν και μέτρα δεν είδαν. Οι αγορές κινήθηκαν επίσης επιφυλακτικά. Την Παρασκευή, μία ημέρα μετά την απόφαση, η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου υποχώρησε στο 5,77%, έναντι 5,87%, ελάχιστα χαμηλότερα από τα επίπεδα που είχε μία ημέρα μετά το αποτυχημένο Eurogroup του Μαΐου. Συνεπώς, ο δρόμος προς τις αγορές κάθε άλλο παρά είναι στρωμένος με ροδοπέταλα.
Τέλος, θα πρέπει σε όλα αυτά να συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι η καθυστέρηση της δεύτερης αξιολόγησης έχει ήδη αφήσει τα σημάδια της στην πραγματική οικονομία, με το ρυθμό ανάπτυξης να έχει υποβαθμιστεί από τον Μάιο στο 1,8% του ΑΕΠ, που αποτελεί επίσημη πρόβλεψη του ΜΠΔΣ 2019-2021. Η πρόβλεψη αυτή αναμένεται να αναθεωρηθεί περαιτέρω προς τα κάτω, με δεδομένο ότι η οικονομία παρέμεινε παγωμένη για ολόκληρο το πρώτο εξάμηνο του χρόνου.
Ακόμη και η «μεγάλη» δόση των 8,5 δισ. ευρώ, που εγκρίθηκε την Πέμπτη, υπολείπεται κατά πολύ των 13,5 δισ. ευρώ που θα έπρεπε να έχει πάρει η χώρα από το δάνειο των 86 δισ. ευρώ που υπέγραψε το 2015 με τον ESM.
Η διαφορά των 5 δισ. ευρώ έχει προστεθεί στις οφειλές του Δημοσίου προς τους ιδιώτες και θα αρχίσει να αποπληρώνεται από τις αρχές Ιουλίου με τη δόση των 800 εκατ. ευρώ, που θα δοθεί για τα ληξιπρόθεσμα, με προοπτική -με βάση το αναθεωρημένο Μνημόνιο που θα εκδοθεί τις επόμενες εβδομάδες- να έχει εξοφληθεί το σύνολο των περίπου 7 δισ. φανερών και κρυφών χρεών ως το τέλος του 2017.
Τούτο διότι ένα από τα μέτρα της τρίτης αξιολόγησης θα είναι η εφαρμογή της κοινοτικής οδηγίας για την εξόφληση των ιδιωτών από το Δημόσιο μέσα σε 30 ή κατ’ εξαίρεση σε 90 ημέρες που εξοφλούνται σήμερα πριν καταστούν ληξιπρόθεσμες.
Τάσος Δασόπουλος
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής