Ο γνωστός ποινικολόγος Αλέξανδρος Λυκουρέζος, μιλώντας στην εκπομπή της Ελεονώρας Μελέτη, δήλωσε στεναχωρημένος εξαιτίας των τελευταίων εξελίξεων ανάμεσα στην κόρη του Μαρία-Ελένη Λυκουρέζου και τη Μάρθα Κουτουμάνου.
Συγκεκριμένα είπε: «Με τη Ζωή περάσαμε μαζί 41 ολόκληρα χρόνια παντρεμένοι. Και μάλιστα είχε τη Μάρθα από τον πρώτο της γάμο και ζούσε μαζί μας από 7 ετών, την οποία αγάπησα πολύ και δεν την ξεχώρισα ποτέ από τα παιδιά μου. Σαν παιδί μου τη μεγάλωσα και όχι από υποχρέωση αλλά από αληθινή αγάπη. Ήμουν κοντά σε όλη τη διαδρομή της Μάρθας, όταν παντρεύτηκε τον μακαρίτη τον Βλάσση Μπονάτσο έζησε μαζί του, κι όταν έφυγε από τη ζωή ο Βλάσσης ξαναήρθε και έμεινε μαζί μας
Η υπόθεση με τη Μάρθα και τα εξώδικα με έχει πολύ στεναχωρήσει και πληγώσει. Ούτε η Μαρία-Ελένη ούτε κι εγώ είχαμε καμία διάθεση όλο αυτό να δημοσιοποιηθεί. Την αφετηρία για τη δημοσιοποίηση, δυστυχώς, την ξεκίνησε η άλλη πλευρά. Το μόνο που θα ήθελα να επισημάνω είναι ότι υπάρχει μια κακοποίηση της αλήθειας, την οποία δεν περίμενα. Όταν πέθανε η Ζωή, όλα έγιναν άψογα, ήρεμα με δική μου πρωτοβουλία και στεναχωριέμαι πάρα πολύ για αυτή την εξέλιξη.
Ο πυρήνας του προβλήματος είναι αυτό το σπίτι στο Πόρτο Ράφτη, στο οποίο ζήσαμε με τη Ζωή, τη Μάρθα, τη Ζένια -και μάλιστα τη Ζένια σαν εγγονή μου τη μεγάλωσα, παππού με φώναζε. Αυτό το σπίτι ανήκει και στις δύο κόρες της Ζωής, αφού είναι κληρονομιά της μητέρας τους. Το πρόβλημα ξεκίνησε από το γεγονός ότι ενώ είχε συμφωνηθεί να ζήσει λίγο η Μάρθα στο σπίτι αυτό, μετά θα έπρεπε να φύγει για να το πουλήσουν. Γιατί και στις δύο κοπέλες το συμφέρον τους είναι να πουληθεί το σπίτι ώστε να τακτοποιηθούν διάφορες οικονομικές εκκρεμότητες. Δυστυχώς υπήρξε ένα πρόβλημα εκεί το οποίο ανάγκασε τη Μαρία-Ελένη μετά από πολλούς μήνες υπομονής να καταφύγει στη Δικαιοσύνη για να οριστεί προσωρινή διαχειρίστρια και να υποχρεωθεί η Μάρθα να δώσει τα κλειδιά του σπιτιού στην ιδιοκτήτρια, κάτι που η Μάρθα αρνείται να κάνει. Ελπίζω να υπάρξει ψυχραιμία και να λυθεί το θέμα προς το συμφέρον και των δύο. Δεν περίμενα να συμβεί αυτό μετά τον θάνατο της Ζωής, πράγμα το οποίο με πονάει και δεν μπορώ να αιτιολογήσω ορισμένα πράγματα».
Το συγκινητικό «αντίο» της Παπαχαραλάμπους στον Μανουσάκη - «Μου έδωσες τα φτερά και με άφησες να πετάξω»
Για τη Ζωή Λάσκαρη, είπε: «Αυτό το οποίο είναι περίεργο, που της το έλεγα και γελούσε, είναι ότι δεν είχα παρακολουθήσει ποτέ την πορεία της και δεν είχα δει καμία ταινία της. Το όνομά της το γνώριζα και μάλιστα όταν χτύπησε η πόρτα του γραφείου μου και την είδα για πρώτη φορά μπροστά μου, ήταν μια θαυμάσια έκπληξη. Στη Ζωή Λάσκαρη με γοήτευσε ο “αέρας” της και η μαγική προσωπικότητά της. Έτσι, λοιπόν, παντρευτήκαμε σχετικά γρήγορα, τον Ιούνιο του 1976.
Το προηγούμενο βράδυ μιλήσαμε και κοιμηθήκαμε με τη Ζωή όπως κάναμε κάθε βράδυ. Το πρωί σηκώθηκα να πάω στο γραφείο μου και η Ζωή κοιμόταν, δεν την ξύπνησα. Τραγική ειρωνεία είναι ότι πήγα στην κηδεία ενός πολύ καλού μου φίλου και όταν γύρισα από την κηδεία πήρα τηλέφωνο τη Ζωή αλλά δεν μου απαντούσε. Τότε πήρα τηλέφωνο την οικιακή βοηθό, η οποία μου ανακοίνωσε το γεγονός και η πρώτη που το αντιλήφθηκε και το έζησε ήταν η Μάρθα η οποία ήταν στο σπίτι. Εγώ στη συνέχεια ειδοποίησα τη Μαρία-Ελένη και έτσι λοιπόν ολοκληρώνονται 41 χρόνια κοινής ζωής με αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο. Η Ζωή έφυγε στον ύπνο της. Όπως την άφησα το πρωί που έφυγα, έτσι τη βρήκα. Για εμάς ήταν ένας “κεραυνός” ο θάνατός της, που έπρεπε να το διαχειριστούμε. Ήταν ο άνθρωπός μου η Ζωή και μάλιστα στην επέτειο των 30 χρόνων γάμου μας είχα ζητήσει δημόσια συγγνώμη από τη Ζωή για τα πταίσματά μου».
Για την Νατάσα Καλογρίδη και την δικαστική του περιπέτεια τόνισε: Ο γνωστός ποινικολόγος μίλησε και για τις επιλογές του μετά την απώλεια της Ζωής Λάσκαρη, λέγοντας: «Δεν μετανιώνω για τις προσωπικές μου επιλογές μετά τον θάνατο τη Ζωής. Στη Νατάσα Καλογρίδη με κέρδισε το γεγονός ότι η ίδια με επέλεξε. Ήταν δίπλα μου στην τελευταία μου περιπέτεια με τη σύλληψή μου και μπορώ να πω ότι ήταν πολύ συγκινητική η συμπαράστασή της. Αυτό δεν το ξεχνώ. Και όσον αφορά την περιπέτειά μου αυτή, έχω τη συνείδησή μου ήσυχη, δεν έχω διαπράξει τίποτα το παράνομο και πιστεύω ότι τελικά θα δικαιωθώ».