Από τότε, κάθε τέτοια μέρα, κάθε χρόνο, οι μνήμες… εφορμούν. Προσπαθώ, αλλά δεν μπορώ να τις αποφύγω. Ημουν ο μόνος δημοσιογράφος που παρακολούθησε την εκτέλεση και έδωσα τηλεφωνικώς (άλλος τρόπος δεν υπήρχε) την είδηση στις δύο ημερήσιες απογευματινές εφημερίδες όπου εργαζόμουν τότε. Τα «ΣΗΜΕΡΙΝΑ» στην Αθήνα και τη «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ» στη μακεδονική πρωτεύουσα (του εκδοτικού οργανισμού Βελλίδη, στον οποίο ανήκαν η ιστορική πρωινή εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» και διάφορα περιοδικά). Εστειλα ταυτόχρονα και φωτογραφίες από την εκτέλεση με τον ευγενέστατο πιλότο της Ολυμπιακής Αεροπορίας από το Ηράκλειο.
ΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ είχε τραβήξει με τηλεφακό ο φωτορεπόρτερ Βασίλης Καραμανώλης, κρυπτόμενος πίσω από ένα τεράστιο μεταλλικό βαρέλι. Οι εισαγγελέας είχε απαγορεύσει την παρουσία του. Εξαίρεση έκανε μόνο για εμένα, ύστερα από παράκληση άλλου εισαγγελικού λειτουργού, παλιού συμφοιτητή μου. Της «φουρνιάς» 1959 της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, την ωραία ονομασία του οποίου, παρεμπιπτόντως, έχουν μετατρέψει διάφοροι τα τελευταία χρόνια σε ΕΚΠΑ. Κάτι που θυμίζει ΙΚΑ ή κάτι παρεμφερές.
Από τη «φουρνιά» εκείνη βγήκαν πρόεδροι και αντιπρόεδροι των τριών ανώτατων δικαστηρίων και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αλλά και πολιτικοί. Κορυφαίοι ήταν οι υπουργοί (και όχι μόνο) διάφορων κυβερνήσεων: Σταύρος Δήμας, Στάθης Γιώτας και Γιώργος Τζιτζικώστας. Ο τελευταίος πέθανε πολύ νέος. Ο γιος του θα είναι ο νέος επίτροπος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως δήλωσε πρόσφατα ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης.
ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΙΑ διάθεση περιαυτολογίας: Υπήρξε και συναίσθημα ικανοποίησης για την αποκλειστικότητα της είδησης, συνοδευόμενο όμως, έκτοτε, μέχρι και σήμερα, με θλίψη, όχι για την εκτέλεση του 27χρονου δολοφόνου Βασίλη Λυμπέρη, αλλά για την τραγωδία που έζησε η δύστυχη μάνα του. Είχαμε ξεκινήσει νύχτα από τις φυλακές Αλικαρνασσού, όπου εκρατείτο ο Λυμπέρης, για τον τόπο της εκτέλεσης. Το στρατιωτικό πεδίο βολής «Δύο Αοράκια», όπου ανεγέρθηκε αργότερα το σημερινό θαυμάσιο γήπεδο μπάσκετ. Ακολουθήσαμε με ταξί τα αυτοκίνητα που μετέφεραν τον μελλοθάνατο, τον παπά, τον εισαγγελέα και τον διευθυντή των φυλακών. Μόλις φτάσαμε άρχισε να χαράζει.
ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ είχαν καρφωμένο το βλέμμα στο χώμα. Από τις βολές τους θα έχανε σε λίγο τη ζωή του ο άνθρωπος που βρισκόταν απέναντί τους. Ομως, από τα δώδεκα τουφέκια, σφαίρες είχαν μόνο τα έξι (τα υπόλοιπα, που επίσης εκπυρσοκρότησαν, είχαν μόνο μπαρούτι). Ετσι, κανένας από τους 12 στρατιώτες (που υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία) δεν θα μάθαινε ποτέ αν στο δικό του όπλο υπήρχε σφαίρα. Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν βασανιστικά μέχρι να φανεί η πρώτη αχτίδα του ήλιου, για να γίνει η εκτέλεση.
Επικρατούσε σιγή κυριολεκτικά… νεκρική. Μόλις ακούστηκαν οι 12 πυροβολισμοί σηκώθηκαν σύννεφα σκόνης. Το τέλος είχε επέλθη, αλλά απέμενε η χαριστική βολή. Πυροβολισμός, δηλαδή, με περίστροφο στο κεφάλι όχι από τον επικεφαλής αξιωματικό, έναν έφεδρο ανθυπολοχαγό, λίγα χρόνια μεγαλύτερο από τους 20χρονους στρατιώτες, που, αφού σκέφτηκε για λίγο, έδωσε εντολή σε έναν λοχία (μόνιμο). Ο τελευταίος δεν τόλμησε να αρνηθεί, αλλά, αντί περιστρόφου, χρησιμοποίησε μεγαλύτερο όπλο (ημιαυτόματο). Η κάννη πλησίασε το κεφάλι του εκτελεσθέντος. Ο λοχίας απέστρεψε ενστικτωδώς το πρόσωπό του και τράβηξε, νευρικά, τη σκανδάλη. Ετσι, αντί μίας σφαίρας, έφυγαν από τη θαλάμη περισσότερες, συντρίβοντας το κεφάλι.
Η ΝΕΚΡΟΦΟΡΑ μετέφερε τη σορό στο παρακείμενο νεκροταφείο, κάνοντας παράκαμψη και διασχίζοντας έναν κακοτράχαλο δρόμο. Τρέχοντας, φτάσαμε την ώρα που έβγαζαν το φέρετρο. Τότε ακούστηκε σπαρακτική η κραυγή της μάνας («Βασίλη μου»). Ο νεκροθάφτης με τη μεγάλη πείρα, που είχε αναλάβει τα σχετικά με τον ενταφιασμό, διέκοψε, γύρισε και ζήτησε από εμάς ένα τσιγάρο. Την ώρα που το άναβε, τα ματωμένα χέρια του έτρεμαν πολύ…
Ο πατέρας του Βασίλη Λυμπέρη είχε μείνει στο ξενοδοχείο, ανήμπορος, λόγω καρδιακού επεισοδίου. Κυριαρχούσε η τραγική φιγούρα της μάνας, η κραυγή της οποίας δημιούργησε εκείνη τη στιγμή σ’ εμένα τη μέγιστη δυνατή αποστροφή για τη θανατική ποινή, υπέρ της οποίας ήταν τότε η κοινή γνώμη στη μεγάλη της πλειονότητα. Ενστικτωδώς διερωτήθηκα: «Τιμωρήθηκαν η μάνα, ο πατέρας, τα αδέλφια του δολοφόνου, που είχαν ειδοποιηθεί από την προηγούμενη ημέρα για την εκτέλεση και μετρούσαν κάθε ώρα, κάθε λεπτό που περνούσε, με την καρδιά τους σφιγμένη, χωρίς να έχουν την παραμικρή υπαιτιότητα».
ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ
Ρεύμα υπέρ της θανατικής ποινής
ΥΠΕΡ ΤΗΣ θανατικής ποινής τάσσεται και σήμερα μερίδα της κοινής γνώμης. Οχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες, κυρίως στις ΗΠΑ. Πρόσφατα είναι τα παραδείγματα του δολοφόνου του Ρόμπερτ Κένεντι, Σιρχάν Σιρχάν (βρίσκεται στις φυλακές από το 1968, 56 ολόκληρα χρόνια), και των κρατουμένων στο Γκουαντάναμο για την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης. Σε μερικές χώρες, κυρίως θεοκρατικές, εκτελέσεις γίνονται και σήμερα, και μάλιστα πολύ συχνά. Π.χ. στο Ιράν εκτελέστηκαν, το 2023, περίπου 850 άνθρωποι. Και φέτος, οι εκτελέσεις συνεχίζονται… κανονικά.
ΕΙΧΑ ΡΩΤΗΣΕΙ τότε τον αείμνηστο υπουργό Δικαιοσύνης, Κωνσταντίνο Στεφανάκη, που είχε ανακοινώσει, το 1975, ότι δεν θα γίνονται πλέον εκτελέσεις (με την απόφαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή είχαν γλιτώσει οι κατάδικοι του κοινού Ποινικού Δικαίου, Νίκος Κοεμτζής και Ηλίας Σούλης, και οι τρεις πρωταίτιοι του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, Γεώργιος Παπαδόπουλος, Στυλιανός Παττακός και Νικόλαος Μακαρέζος). Μου απάντησε: «Ημουν ανέκαθεν κατηγορηματικά αντίθετος. Τώρα, όμως, που η εγκληματικότητα συνεχώς αυξάνεται, οι πεποιθήσεις μου διαφοροποιούνται. Νομίζω ότι η θανατική ποινή θα έπρεπε να ισχύει, τουλάχιστον για ορισμένα ιδιαιτέρως ειδεχθή ή καταστρεπτικά για τη νεολαία εγκλήματα (π.χ. βιασμός και φόνος μικρού παιδιού και αποδεδειγμένη, μεγάλης έκτασης, εμπορία ναρκωτικών)».