Το πρώτο κύμα φτάνει τον Μάιο του 1918, πιθανώς μέσω του λιμανιού της Πάτρας, που είναι η πρώτη πόλη που πλήττεται από τον θανατηφόρο ιό.
Μετά την αρχική χαλαρότητα, η υπόλοιπη χώρα συνειδητοποιεί τη σοβαρότητα του προβλήματος όταν το φθινόπωρο του 1918 κρούσματα και θάνατοι πολλαπλασιάζονται στην πρωτεύουσα.
Οπως και τώρα έτσι και τότε το πρώτο ζήτημα που ανακύπτει είναι τι θα γίνει με τα σχολεία, με άλλους να κρατούν στάση αναμονής για την εξέλιξη της νόσου και άλλους ν’ απαιτούν το άμεσο κλείσιμό τους: «…θα έπρεπε να κλείσουν από τώρα προληπτικώς τα σχολεία.
Διότι εκείνα τα αστειότατα που ακούσαμε, το να κλείσουν δηλαδή κάθε σχολείο οσάκις σημειώνονται κρούσματα γρίπης εις αυτά, δεν είναι μέτρα προληπτικά αλλά μέτρα… επιληπτικά! Ας τα κλείσουν λοιπόν τα σχολεία διά μερικάς ημέρας.
Δεν θα χαθεί ο κόσμος αν τα παιδιά δεν μάθουν πολλά απαρέμφατα. Η γερμανοβουλγαρική επιδημία της Ανατολής εθανάτωσε εξακόσιας χιλιάδας Ελλήνων. Ας προφυλάξωμεν τους μικρούς που θα πληθύνουν εις το μέλλον την φυλήν».
Οι πρώτες εγκύκλιοι του υπουργείου Παιδείας προς τα σχολεία χαρακτηρίζουν τη γρίπη ως μολυσματική νόσο που μεταφέρεται, κυρίως, μέσω των σταγονιδίων «τα οποία συνήθως περιέχουσιν αφθονίαν μικροβίων αυτής και εκσφενδονιζόμενα από του στόματος και της ρινός των πασχόντων γρίπην, κατά την ομιλίαν, τον βήχαν, τον πταρμνόν κ.λπ. διαχέονται εις τον αέρα».
Διασπορά υπάρχει επίσης μετά από επαφή με τον πάσχοντα, ιδίως όταν ο τελευταίος μιλά, βήχει και φτερνίζεται χωρίς να βάλει μαντίλι στο στόμα του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τότε μπορεί να μην υπήρχε μάσκα προστασίας, αλλά σε όλους τους δημόσιους χώρους κρίνεται απολύτως απαραίτητη η χρήση μαντιλιού για προστασία. Εξίσου επικίνδυνα με το στόμα του πάσχοντα ή του μαθητή που αναρρώνει είναι τα σχολικά αντικείμενα όπως τσάντα, κοντύλι και φυσικά τα βιβλία που εκείνη την εποχή μοιράζονται πολλά παιδιά.
Στα προληπτικά μέτρα το υπουργείο Παιδείας, αφού αναφέρει ως σημαντικότερο την απομόνωση των πασχόντων, τονίζει τον καθημερινό αυστηρό έλεγχο καθαριότητας μαθητών και χώρων -υπεύθυνος του οποίου είναι ο δάσκαλος-, το συστηματικό άσπρισμα των σχολικών χώρων, τον άφθονο ηλιασμό των αιθουσών και φυσικά την απαγόρευση εισόδου στο σχολείο μαθητών με πυρετό, πονοκέφαλο, βουλωμένη μύτη, κόπωση κ.λπ.
Παράλληλα, υπάρχει σύσταση στους μαθητές να πλένουν καθημερινά μετά το φαγητό το στόμα τους με αντισηπτικό διάλυμα ή σόδα και απαγόρευση παρουσίας τους «εις μέρη ένθα συγκεντρούνται διαφόρου υγιεινής καταστάσεως και προελεύσεως άνθρωποι, και μάλιστα σκοτεινούς και κακώς αεριζόμενους (κινηματογράφοι, θέατρα κ.λπ.)».
Η μη τήρηση των μέτρων φέρνει διακοπή μαθημάτων κατόπιν παραγγελίας του τοπικού ιατρού, υπόδειξη του διευθυντή του σχολείου και τελική έγκριση του υπουργείου Παιδείας. Τέλος, επανάληψη μαθημάτων έχουμε μόνο κατόπιν υποδείξεως του σχολίατρου και αφού έχει προηγηθεί απολύμανση του χώρου.
Ομως όπως συμβαίνει στις πανδημίες, τα μέτρα τρέχουν πίσω από τις εξελίξεις και στις 16 Οκτωβρίου 1918 η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, σε συνεργασία με το Ιατροσυνέδριο, ανακοινώνει σειρά έκτακτων μέτρων, ένα εκ των οποίων είναι το κλείσιμο όλων των δημόσιων και ιδιωτικών σχολείων Αθήνας και Θεσσαλονίκης για 15 ημέρες και επ’ αόριστον στις πόλεις Ηράκλειο, Νάουσα, Ναύπλιο, Κέρκυρα, Βέροια και Αργοστόλι.
Στο μέτρο αντιδρούν, για προφανείς λόγους, οι ιδιοκτήτες ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων. Σε συνάντησή τους με τον τμηματάρχη Υγιεινής του υπουργείου Παιδείας, ζητούν να εξαιρεθούν του μέτρου υποστηρίζοντας ότι: «…έχουν ολίγους μαθητάς ανήκοντας εις την καλήν τάξιν, και εις ην τα κρούσματα της γρίπης είναι ολιγότερα»…
Η επιτυχία του αυστηρού μέτρου του κλεισίματος με τον περιορισμό των κρουσμάτων και οι γιορτές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς «υποχρεώνουν» την κυβέρνηση σε παράταση των παιδικών «διακοπών» μέχρι το νέο έτος.
Ετσι, χρειάζεται να φτάσουμε στις 8 Ιανουαρίου 1919 για να διατάξει το υπουργείο Παιδείας την επανεκκίνηση όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων. Παράλληλα όμως τονίζει ότι στις περιοχές που θα παρατηρηθεί νέα έξαρση των κρουσμάτων παρέχεται η δυνατότητα εκ νέου διακοπής των μαθημάτων κατόπιν γνωματεύσεων του αρμόδιου σχολικού γιατρού ή της στρατιωτικής Υγειονομικής Υπηρεσίας.
Τον χειμώνα του 1919 ακολούθησε το δεύτερο κύμα πανδημίας, επειδή, όπως και τώρα, «Η έντασις της νόσου αποδίδεται εις την χαλάρωσιν των προφυλακτικών μέτρων τα οποία ελάμβανε αφ’ εαυτού ο κόσμος». Ομως η κυβέρνηση αυτή τη φορά δεν έκλεισε τα σχολεία λειτουργώντας συντηρητικότερα.
Λιτανεία στην πλατεία Ομονοίας
Στα κυβερνητικά μέτρα για την πανδημία γρίπης τον χειμώνα του 1918 δεν υπάρχει το κλείσιμο των εκκλησιών, αλλά σαφής σύσταση σε πιστούς και κλήρο για αυτοσυγκράτηση, αυτοπεριορισμό, αποφυγή συνωστισμού και πιστή τήρηση των κανόνων υγιεινής, με αποτέλεσμα να υπάρχουν επιστημονικές φωνές που ζητούν αυστηρότερα μέτρα.
Αρκετοί πιστοί όμως όχι μόνο δεν ακούν αυτές τις συστάσεις, αλλά διοργανώνουν λιτανείες κατά της γρίπης σε δημόσιους εξωτερικούς χώρους.
Μια από αυτές μάλιστα, που γίνεται εν μέσω έντονου κρύου τον Νοέμβριο του 1918 στην πλατεία Ομονοίας, συναντά την έντονη αντίδραση γιατρού, που στρέφεται κατά των πιστών και υποψήφιων πελατών του: «Ιδού ένας τρόπος να αυξηθή η θνησιμότης από την γρίπην. Ολοι αυτοί δεν θα αποφύγουν τας ψύξεις, μ’ αυτό το διαβολόκρυο.
Θα πουντιάσουν, και ποιος θα τους φταίει; Τους λες να φυλάσσονται από το κρύο και δεν φυλάσσονται. Τι θα πει καθαριότης και αντισηψία δεν ξέρουν. Και καταφεύγουν σε λιτανείες. Καλές οι λιτανείες, δεν λέω. Αλλά να γίνονται μέσα στις εκκλησίες, όχι μέσα στο κρύο.
Ακόμα δε και δι’ άλλον λόγον. Διά να μην συμπληρώνουμε την κακήν ιδέαν που έχουν οι ξένοι περί της πόλεώς μας ως ημιβαρβάρου. Από τα σπίτια μας που δεν έχουν καμία βάση καθαριότητος. Από την περιφρόνησή μας προς τας παραγγελίας της επιστήμης, και την τυφλήν πεποίθησήν μας ότι ο άγιος, προς τον οποίον απευθύνονται αυταί οι δεήσεις, θα βγη στον δρόμο με το κοντάρι του και θα λογχίσει την γριάν στρίγγλαν γρίπην που τρώει τους ανθρώπους».
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr