Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η κυβέρνηση τη νύχτα εκείνη είχε αποφασίσει να συλλάβει τον Θ. Πάγκαλο, αλλά δίσταζε να εκτελέσει την απόφασή της. Το γεγονός αυτό το είχε πληροφορηθεί και ο ανταποκριτής της γαλλικής εφημερίδας «Νε Ταν» Ζυλ Ρατώ, ο οποίος συνάντησε τον Θ. Πάγκαλο στο δρόμο απ’ όπου πήγαινε στο σπίτι του.
Αφού τον πλησίασε, τον ρώτησε: «Στρατηγέ μου, έχω την πληροφορία ότι απόψε ο Μιχαλακόπουλος θα σας συλλάβει». Τότε ο Θ. Πάγκαλος τον ρώτησε: «Είναι εξακριβωμένη η πληροφορία σας;». Και ο Γάλλος δημοσιογράφος τού απάντησε ότι «είναι απολύτως εξακριβωμένη».
Μετά τη συνομιλία του με τον Γάλλο δημοσιογράφο ο Θ. Πάγκαλος κατευθύνθηκε στο σπίτι του, όπου αντελήφθη ότι το σπίτι του ήταν περικυκλωμένο από χωροφύλακες. Η κυβέρνηση είχε πληροφορηθεί ότι τη νύχτα εκείνη ή την επόμενη ο Θ. Πάγκαλος θα πραγματοποιούσε το κίνημά του με στόχο να καταλάβει την εξουσία. Για το λόγο αυτό είχε αποφασίσει να τον συλλάβει. Αλλά η κυβέρνηση, ενώ γνώριζε ότι θα εκδηλωνόταν το κίνημα Πάγκαλου, εν τούτοις δεν έκανε καμία κινητοποίηση. Το μόνο που έκανε ήταν να κινητοποιήσει τη Φρουρά των Αθηνών, την οποία θεωρούσαν αρκετή.
Αλλά και από την πλευρά του ο Θ. Πάγκαλος δεν ήταν έτοιμος για να πραγματοποιήσει το κίνημα. Βέβαια, άφηνε να κυκλοφορούν πληροφορίες ότι θα κάνει κίνημα, με στόχο να εκνευρίζει την κυβέρνηση, κάνοντας πόλεμο νεύρων. Βέβαια, όλα αυτά δεν ήσαν τυχαία, διότι, εκτός των άλλων, δεν είχε εξασφαλίσει όλες τις μονάδες στρατού της περιοχής των Αθηνών. Επίσης, δεν είχε τον Στόλο, κάτι το οποίο ήταν πολύ σημαντικό, καίτοι είχε στο πλευρό του τον υπουργό Χατζηκυριάκο.
Προβλήματα όμως ο Θ. Πάγκαλος αντιμετώπιζε και στη Θεσσαλονίκη, όπου ο διοικητής του Γ’ Σώματος, στρατηγός Οθωναίος, ήταν εναντίον του. Να διευκρινίσουμε όμως ότι μια μερίδα αξιωματικών του Γ’ Σώματος Στρατού, με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Μπαρκιτζή, ήταν στο πλευρό του Θ. Πάγκαλου.
Ετσι είχαν τα πράγματα όταν έφθασε στο σπίτι του, το οποίο βρήκε, όπως ελέχθη, περικυκλωμένο από χωροφύλακες. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πως υπήρχε εντολή για τη σύλληψή του, οπότε αποφάσισε να δράσει αμέσως χωρίς καμία καθυστέρηση. Αφού πήρε από το σπίτι του τη στρατιωτική του στολή, έφυγε χωρίς να τον ενοχλήσουν οι χωροφύλακες, οι οποίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν διαταγή για να τον συλλάβουν. Από το σπίτι του μετέβη σε κάποιο συγγενικό του σπίτι, όπου φόρεσε τη στολή και έκανε μερικά τηλέφωνα για την εφαρμογή του σχεδίου. Στη συνέχεια πήγε στο Σύνταγμα Μηχανικού στου Ρουφ, όπου αξιωματικοί και οπλίτες τον υπεδέχθησαν με μεγάλο ενθουσιασμό.
Να σημειώσουμε ότι η μονάδα μηχανικού Ρουφ ήταν η μοναδική στην περιοχή των Αθηνών όπου οι περισσότεροι αξιωματικοί ήσαν μυημένοι στο κίνημα. Στις άλλες μονάδες της Αττικής είχε ενεργοποιηθεί ο αντισυνταγματάρχης Ντερτιλής, ο οποίος την περίοδο εκείνη εκρατείτο στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, το οποίο εχρησιμοποιείτο ως φυλακή για τους αξιωματικούς. Εκεί ευρισκόμενος ο Ντερτιλής πήρε το τηλεφώνημα και αμέσως εδραπέτευσε από τη φυλακή και μετέβη στα τάγματα της περιοχής της Αττικής. Ο ίδιος είχε μυήσει 35-40 αξιωματικούς που υπηρετούσαν στα Δημοκρατικά τάγματα και μερικούς ακόμα από το 44ο Σύνταγμα Πεζικού.
Πέρα όμως από τις κινήσεις στον Στρατό, ανάλογες κινήσεις είχαν γίνει και στον Στόλο. Ετσι, τη νύχτα της 24ης προς την 25η Ιουνίου ο Χατζηκυριάκος, συνοδευόμενος από τον αντιπλοίαρχο Βασαλάκη, τους πλωτάρχες Τσιριμώκο, Βιδάλη, Μπουζάνη, Σπαρακάκη, Σκληβανιώτη και Σκουμπουρδή, μετέβησαν στο Φάληρο και με βενζινοκίνητο διεκπεραιώθηκαν επί των Αθηνών. Εκεί ο Χατζηκυριάκος ανακήρυξε εαυτόν αρχηγό του Στόλου και άρχισε να δίδει διαταγές προς πάσα κατεύθυνση.
Δύο κυβερνήτες -οι αντιπλοίαρχοι Λούης και Δρόσης-, οι οποίοι δεν ανήκαν στον Χατζηκυριάκο, δεν προέβαλαν καμία αντίσταση. Μάλιστα, δέχθηκαν να βοηθήσουν το κίνημα. Μετά από όλες αυτές τις κινήσεις το κίνημα είχε επικρατήσει πέρα για πέρα στο Ναυτικό. Τότε, και περί την 4η πρωινή, ο Χατζηκυριάκος απέστειλε προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον πρωθυπουργό το ακόλουθο ραδιογράφημα: «Στόλος τούτην την νύκτα εκήρυξεν έκπτωτον την κυβέρνησιν και καθιστά υπευθύνους τον Πρόεδρον και τα μέλη της κυβερνήσεως διά πάσαν χύσιν αδελφικού αίματος».
Βέβαια, από την άλλη πλευρά, στην κυβέρνηση παρακολουθούσαν τα γεγονότα χωρίς καμία παρέμβαση. Συγκεκριμένα, ο υπουργός Στρατιωτικών Κ. Γόντικας την 4η πρωινή ανήσυχος ευρίσκετο στο Γραφείο του. Είχε πληροφορηθεί ότι στασίασε το Σύνταγμα Μηχανικού Ρουφ, άλλη η ησυχία που επικρατούσε στις άλλες μονάδες της περιοχής των Αθηνών τον είχαν πείσει ότι δεν υπήρχε κάτι το σοβαρό και το ανησυχητικό. Για κάθε όμως ενδεχόμενο διέταξε επιφυλακή των συνταγμάτων πεζικού και των Δημοκρατικών ταγμάτων και περίμενε νεότερα από την περιοχή Ρουφ. Εκείνη τη στιγμή εκλήθη στο τηλέφωνο από το διοικητή του Γ’ Σώματος Στρατού από τη Θεσσαλονίκη.
Μάλιστα, στο τηλέφωνο ακούστηκε μια φωνή που έλεγε: «Εδώ διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού». Αρχικώς ο υπουργός νόμισε ότι ήταν ο πραγματικός διοικητής, ο στρατηγός Οθωναίος, με τον οποίο είχαν συνεργαστεί την προηγούμενη ημέρα στην Αθήνα, και εξεπλάγη που τον καλούσε από τη Θεσσαλονίκη. Η έκπληξη όμως του υπουργού κορυφώθηκε όταν ακούστηκαν στο τηλέφωνο τα εξής: «Η Φρουρά της Θεσσαλονίκης επαναστάτησε και ζητεί την άμεση παραίτηση της κυβερνήσεως. Ολαι αι φρουραί της Βορείου Ελλάδος ετάχθησαν παρά το πλευρό μας. Αν δεν παραιτηθεί η κυβέρνησις, θα κατέλθωμε εις τας Αθήνας».
Οταν άκουσε αυτά τα λόγια ο υπουργός, απάντησε: «Μα, κύριε Οθωναίε, εσείς χθες το βράδυ ευρίσκεσθε εδώ και με διαβεβαιώσατε ότι το Γ’ Σώμα Στρατού είναι αφοσιωμένον εις την κυβέρνησιν. Πότε αλλάξατε γνώμη και προφθάσατε να πάτε στη Θεσσαλονίκη;». Τότε ο υπουργός Στρατιωτικών, έκπληκτος, άκουσε από την άλλη πλευρά την εξής απάντηση: «Λάθος, κύριε Γόντικα. Δεν σας μιλάει ο Οθωναίος, αλλά εγώ, ο στρατηγός Τσερούλης. Ανέλαβα τη διοίκηση του Γ’ Σώματος Στρατού και σας καλώ να παραιτηθείτε…».
Μετά το τηλεφώνημα από τη Θεσσαλονίκη ο υπουργός Στρατιωτικών ενημερώθηκε για την κατάληψη του Στόλου. Τότε αναγκάστηκε να ενημερώσει για όλα τα γεγονότα τον πρωθυπουργό Α. Μιχαλακόπουλο, ο οποίος ήταν άγρυπνος στο σπίτι του στο Φάληρο. Αμέσως ο πρωθυπουργός ειδοποίησε τον Γ. Καφαντάρη και τον Θεμ. Σοφούλη και, αφού τους ενημέρωσε για την κατάσταση, τους κάλεσε να συναντηθούν στο υπουργείο Στρατιωτικών.
Οταν πραγματοποιήθηκε η σύσκεψη στο υπουργείο Στρατιωτικών με τον πρωθυπουργό και τους πολιτικούς ηγέτες, η κατάσταση μπορούσε να ελεγχθεί. Εκείνη τη στιγμή η κυβέρνηση διέθετε δυνάμεις και μπορούσε να αντεπιτεθεί και να συλλάβει τον Πάγκαλο, που βρισκόταν στου Ρουφ. Ομως, ο πρωθυπουργός δεν ήθελε αιματοχυσία και απαγόρευσε στον υπουργό Στρατιωτικών να λάβει οποιοδήποτε μέτρο εναντίον των επαναστατών. Μάλιστα, ο πρωθυπουργός από την πρώτη στιγμή, αφού ήταν εναντίον κάθε μέτρου για να αποφευχθεί η αιματοχυσία μεταξύ των Ελλήνων, δήλωσε ότι ήταν έτοιμος να παραιτηθεί. Βέβαια, στην πορεία πραγματοποιήθηκαν πολλές συσκέψεις με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και άλλα ηγετικά στελέχη, ενώ ο Πάγκαλος επεξέτεινε στην κυριαρχία σε πολλά άλλα μέρη.
Ετσι, ο Ντερτιλής έγινε κύριος των Δημοκρατικών Ταγμάτων της περιοχής των Αθηνών και προχώρησε μέχρι το κέντρο των Αθηνών, καταλαμβάνοντας μέχρι και το τηλεγραφικό κέντρο.
Και ενώ ο Πάγκαλος και οι κινηματίες προχωρούσαν καταλαμβάνοντας το ένα μετά το άλλο όλα τα στρατιωτικά κέντρα, οι πολιτικοί αρχηγοί συνεσκέπτοντο με τον πρωθυπουργό χωρίς να λαμβάνουν κανένα μέτρο. Να επισημάνουμε όμως ότι ο Γ. Κονδύλης ζήτησε να γίνει πρωθυπουργός υποσχόμενος την πάταξη του κινήματος. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορούσε να γίνει, διότι όλοι εφοβούντο τον Γ. Κονδύλη όσο και τον Θ. Πάγκαλο. Εκείνος όμως εκ των αρχηγών που ήταν πολύ ενοχλημένος και πολύ στενοχωρημένος ήταν ο Αλ. Παπαναστασίου, ο οποίος αναγκάστηκε να απαντήσει στον Γ. Κονδύλη, λέγοντάς του τα εξής: «Δεν μπορείτε, σεις στρατηγέ, να ηγηθείτε των Οπλων και να χύσετε Δημοκρατικό αίμα».
Μετά τον αποκλεισμό του Γ. Κονδύλη απεφασίσθη να αναλάβει την κυβέρνηση ο Αλ. Παπαναστασίου, ο οποίος θα ήρχετο σε κάποιο συμβιβασμό με τον Θ. Πάγκαλο. Συγκεκριμένα, η σκέψη ήταν να τον καλέσει, να ακούσει τα αιτήματά του και να του προτείνει δύο-τρία υπουργεία τα οποία θα καταλάμβαναν άνθρωποί του. Βέβαια, όλες αυτές οι σκέψεις ναυάγησαν, διότι ο Πάγκαλος ήθελε ο ίδιος να γίνει πρωθυπουργός. Βέβαια, ο Θεόδωρος Πάγκαλος είχε εγκατασταθεί από τις μεσημβρινές ώρες στο υπουργείο των Στρατιωτικών, ήλεγχε πλήρως την όλη κατάσταση, και στις προτάσεις Παπαναστασίου απάντησε ότι θέλει να σχηματίσει μόνος του κυβέρνηση. Ετσι, τις απογευματινές ώρες, αφού διαπίστωσε ότι ήλεγχε πλήρως την κατάσταση, κάλεσε τους δημοσιογράφους και έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Εντός της ημέρας θα καταρτίσω νέον υπουργείον, βραδύτερον δε θα καλέσω τη Βουλήν, ενώπιον της οποίας θα προβώ εις προγραμματικάς δηλώσεις».
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr