Παράλληλα, όμως, προς τους σιδηροδρομικούς και αλληλέγγυα προς αυτούς κήρυξαν απεργία και οι ναυτεργάτες, οι εργάτες ηλεκτρισμού κ.ά. Βέβαια, η κυβέρνηση δεν δέχθηκε καμία συζήτηση διαρκούσης της απεργίας, ενώ προσπάθησε να αντιμετωπίσει τις απεργιακές κινητοποιήσεις με διάφορα αντιαπεργιακά μέσα, χρησιμοποιώντας εργάτες σε διάφορους τομείς κυρίως στο χώρο των σιδηροδρόμων ή της ναυτιλίας.
Και ενώ διαρκούσαν οι ανωτέρω απεργιακές κινητοποιήσεις, κατήλθαν σε απεργία και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Μάλιστα, εκπρόσωποι των δημοσίων υπαλλήλων παρουσιάστηκαν στον ίδιο τον πρωθυπουργό και προσπάθησαν να του παραδώσουν υπόμνημα με το οποίο ζητούσαν αυξήσεις στους μισθούς. Βέβαια, ο πρωθυπουργός αρκέστηκε να παραλάβει το υπόμνημά τους λέγοντάς τους τα εξής: «Λυπούμαι, κύριοι, διότι επ’ ουδενί λόγω είναι δυνατόν να σας ακούσω. Δεν είναι ανεκτός ο τοιούτος συνδικαλισμός εις το κράτος, διότι αποτελεί αναρχία».
Το θέμα όμως των απεργιακών κινητοποιήσεων απασχόλησε και τη Βουλή, στη συνεδρίαση της 18ης Μαρτίου 1925. Κατά τη συνεδρίαση εκείνης της ημέρας ο Αλ. Παπαναστασίου κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι με την πολιτική της οδηγούσε τους εργάτες σε απεργία, και εάν συνεχιστεί η ίδια πολιτική, τότε η χώρα θα οδηγηθεί σε «βαθυτάτας κοινωνικάς διαιρέσεις».
Στην ίδια ομιλία του ο Αλ. Παπαναστασίου κατηγόρησε τον πρωθυπουργό Α. Μιχαλακόπουλο ότι χρησιμοποίησε προς τους εργαζομένους «γλώσσαν αυθέντου». Απαντώντας, ο πρωθυπουργός ανέφερε τη φιλεργατική νομοθεσία την οποία είχε θεσπίσει ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας και τόνισε και το εξής: «Από του σημείου της προστασίας των εργατών μέχρι του σημείου να δεχθώ απειλήν ή εκβίασιν εκ μέρους ορισμένης τάξεως υπάρχει απόστασις, την οποίαν δεν θα ηδυνάμην να διανύσω ελαφρά τη συνειδήσει, χωρίς να καταρρακώσω το κύρος του κράτους». Η αντιπαράθεση πάντως αυτή των δύο πολιτικών ηγετών κατέδειξε ότι μεταξύ των δύο πτερύγων της βενιζελικής παράταξης υπήρχε μεγάλη διάσταση απόψεων σε ένα μεγάλο θέμα της κοινωνικής πολιτικής.
Και ενώ η κυβέρνηση του Α. Μιχαλακόπουλου ηγωνίζετο για την επίλυση των πολλαπλών προβλημάτων τα οποία συνέχεια εμφανίζονταν, ο υπουργός των Εσωτερικών Γ. Κονδύλης υπέβαλε αιφνιδιαστικά την παραίτηση από μέλος της κυβερνήσεως.
Οι λόγοι που προέβαλε ο Γ. Κονδύλης σε επιστολή του που έστειλε στον πρωθυπουργό ήταν οι εξής: 1) Οτι δεν είχε πειθαρχηθεί το στράτευμα. 2) Οτι δεν είχον θεραπευθεί αι επείγουσαι προσφυγικαί ανάγκαι. 3) Οτι όχι μόνον δεν είχον εκκαθαρισθεί αι κρατικαί υπηρεσίαι από τους βασιλόφρονας, αλλά, αντιθέτως, προσελαμβάνοντο και άλλοι εχθροί της Αβασιλεύτου. 4) Οτι επεδιώχθη κατά τρόπον σφαλερόν η συμφιλίωσις με τους αντιβενιζελικούς. Βέβαια, ο Γ. Κονδύλης δεν απέδιδε ευθύνες αποκλειστικά και μόνον στην κυβέρνηση Α. Μιχαλακόπουλου, αλλά και στις δύο προηγούμενες κυβερνήσεις.
Εκτός όμως από τους ανωτέρω λόγους, ένας άλλος λόγος που τον οδήγησε στην παραίτηση ήταν το ότι «αναρχία και αταξία εκράτει εις το Δημοκρατικόν στρατόπεδο». Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι, καίτοι παραιτήθηκε από μέλος της κυβέρνησης, δήλωσε πως θα στηρίξει την κυβέρνηση τόσο ο ίδιος όσο και το κόμμα του, το οποίο την περίοδο εκείνη είχε 20 βουλευτές.
Η παραίτηση του Γ. Κονδύλη δεν οφειλόταν σε άλλους λόγους, αλλά στο ότι ο ίδιος επιδίωκε εκείνη την περίοδο να γίνει πρωθυπουργός. Νόμιζε και ο Γ. Κονδύλης, όπως και πολλοί άλλοι στρατιωτικοί, ότι μπορούσε να σώσει την Ελλάδα, και όλα αυτά διότι δεν είχε ιδιαίτερη εκτίμηση στους πολιτικούς άνδρες. Βέβαια, ο Κονδύλης αργότερα είπε τη φράση, την οποία λέμε ακόμα και σήμερα: «Αν ήξερα τι είναι οι πολιτικοί, θα είχα γίνει πρωθυπουργός από τότε που ήμουν λοχίας».
Οσον αφορά στην παραίτηση του Γ. Κονδύλη, να επισημάνουμε ότι ο Γ. Καφαντάρης προσπάθησε να πείσει τον πρώτο να αποσύρει την παραίτησή του. Ομως, ο Γ. Κονδύλης ήταν ανένδοτος διότι, εκτός του ότι ήθελε μόνος να παραιτηθεί, πιεζόταν όμως και από τους βουλευτές, οι οποίοι είχαν προσχωρήσει στο κόμμα του, το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα.
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Έφυγε ο «δημιουργός» μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας
Ο πρωθυπουργός Α. Μιχαλακόπουλος, όταν πήρε την επιστολή παραιτήσεως του Γ. Κονδύλη, συνεκάλεσε αμέσως Υπουργικό Συμβούλιο για να ζητήσει τη γνώμη των υπουργών της κυβερνήσεώς του. Βέβαια, οι υπουργοί της κυβερνήσεως του ανέθεσαν να χειριστεί εν λευκώ το προκύψαν θέμα. Η σκέψη του πρωθυπουργού ήταν να υποβάλει την παραίτηση της κυβερνήσεως.
Προτού όμως υποβάλει την παραίτηση, ο Α. Μιχαλακόπουλος επεσκέφθη τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος εδέχθη να αναβληθεί η παραίτηση της κυβερνήσεως για 24 ώρες, για να συνεννοηθεί ο πρωθυπουργός με τους αρχηγούς των κομμάτων που στήριζαν την κυβέρνησή του.
Από τις επαφές που πραγματοποίησε ο πρωθυπουργός με τους αρχηγούς των κομμάτων προέκυψαν τα εξής: Οι αρχηγοί, δηλαδή ο Θ. Σοφούλης και ο Στ. Γονατάς, υπεστήριξαν ότι έπρεπε να παραιτηθεί η κυβέρνηση και να σχηματιστεί μια νέα κυβέρνηση ευρύτερου σχηματισμού με πρωθυπουργό τον Γ. Καφαντάρη.
Από την πλευρά του, ο αρχηγός των Προοδευτικών Φιλελευθέρων Γ. Καφαντάρης πρότεινε να παραμείνει η ίδια κυβέρνηση, διότι ο ίδιος δεν ήθελε να αναλάβει τις ευθύνες διακυβέρνησης της χώρας. Μετά, βέβαια, τις επαφές που είχε ο πρωθυπουργός με τους αρχηγούς των τεσσάρων αρχηγών κομμάτων συνεκάλεσε και πάλι το Υπουργικό Συμβούλιο και ανακοίνωσε στους υπουργούς του την παραίτηση της κυβερνήσεώς του (11 Ιουνίου 1925).
Μετά την παραίτηση της κυβερνήσεως του Α. Μιχαλακόπουλου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Π. Κουντουριώτης άρχισε τις διαβουλεύσεις με τους αρχηγούς των εν τη Βουλή κομμάτων. Πρώτος εκλήθη ο Γ. Καφαντάρης, ο οποίος την επομένη κατέθεσε την εντολή και πρότεινε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να ανασχηματίσει την κυβέρνησή του ο Α. Μιχαλακόπουλος.
Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Γ. Καφαντάρης ήταν η καλύτερη λύση. Ο ίδιος όμως έβλεπε ότι δεν μπορούσε να κυβερνήσει, διότι και η Βουλή ήταν εναντίον του, αλλά και η κοινή γνώμη δεν φαινόταν να τον συμπαθεί. Μάλιστα, στις μεγάλες πιέσεις των φίλων του έλεγε ότι ο Μιχαλακόπουλος τα πήγε καλά και τώρα θα μπορούσε να συνεχίσει το έργο του καλύτερα. Οι φίλοι όμως του Καφαντάρη επέμεναν και μάλιστα, σε κάποια φάση που ο Καφαντάρης επέμενε για τον Μιχαλακόπουλο, του είπαν: «Καλός ο Μιχαλακόπουλος, αλλά δίδει στόχο στον Πάγκαλο, ο οποίος ετοιμάζει δικτατορία».
Τελικά, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν εύρισκε άλλη λύση καλύτερη και συνεφώνησε με την πρόταση του Γ. Καφαντάρη. Ετσι, η εντολή εδόθη πάλι στον Α. Μιχαλακόπουλο για να ανασχηματίσει την κυβέρνησή του. Ωστόσο, ο Θ. Σοφούλης απέσυρε την υποστήριξή του, ενώ ο Γ. Κονδύλης δήλωσε ότι στηρίζει και τη νέα κυβέρνηση του Α. Μιχαλακόπουλου. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ανασχηματίστηκε η νέα κυβέρνηση, η οποία ορκίστηκε την 15η Ιουνίου 1925.
Μετά τον ανασχηματισμό η ανασχηματισθείσα κυβέρνηση εμφανίστηκε στη Βουλή χωρίς να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης, διότι θεωρούσε τη νέα κυβέρνηση συνέχεια της προηγούμενης. Ομως, η αντιπολίτευση είχε αντίθετη άποψη και ζήτησε όπως διεξαχθεί ψηφοφορία. Μετά την επιμονή της αντιπολίτευσης διεξήχθη ψηφοφορία και η κυβέρνηση έλαβε 146 ψήφους υπέρ και 81 κατά. Κατά την ψηφοφορία απείχαν η ομάδα του Θ. Σοφούλη, η ομάδα του Θ. Πάγκαλου με 10 βουλευτές και η ομάδα του Ι. Τσιριμώκου με 5 βουλευτές.
Βέβαια, οι ψήφοι που συγκέντρωσε η κυβέρνηση ήσαν λιγότερες από κάθε άλλη φορά, κάτι το οποίο σήμαινε πως η συνέλευση ήταν αντίθετη προς τη δοθείσα λύση. Ενα άλλο σημαντικό γεγονός ήταν ότι η κυβέρνηση είχε πάρει τα 2/3 των παρόντων βουλευτών, αλλά ο αριθμός των ψήφων που συγκέντρωσε ήταν κατώτερος της απολύτου πλειοψηφίας κατά 53 βουλευτές.
Μετά τις ανωτέρω εξελίξεις ο πρωθυπουργός Α. Μιχαλακόπουλος αντελήφθη τη σημασία της ψηφοφορίας και προσπαθούσε να βρει τρόπο για να εγκαταλείψει την κυβέρνηση.
Ετσι, σε συνάντηση που είχαν στη διάρκεια προγεύματος στο Φάληρο το μεσημέρι της 23ης Ιουνίου 1925, ο Α. Μιχαλακόπουλος, ο Γ. Καφαντάρης και ο Γ. Κονδύλης αποφάσισαν να διευρύνουν την πλειοψηφία, προσκαλώντας να μετάσχει στην κυβέρνηση και ο Αλ. Παπαναστασίου. Βέβαια, για να τον πείσουν να μετάσχει στην κυβέρνηση, έφεραν προς ψήφιση το νομοσχέδιο για την καθιέρωση της απλής αναλογικής ως εκλογικού συστήματος, κάτι το οποίο ο Αλ. Παπαναστασίου ζητούσε συνέχεια.
Ετσι και έγινε, ήλθε το νομοσχέδιο στη Βουλή και εψηφίσθη τις πρωινές ώρες της 24ης Ιουνίου 1925. Αυτή ήταν η τελευταία συνεδρίαση της Βουλής και το τέλος της Δ’ Συντακτικής Συνέλευσης, διότι επακολούθησε η δικτατορία του Θ. Παγκάλου.
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr