Τη Συνθήκη εκ μέρους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας υπέγραψαν οι ευρισκόμενοι στη Λωζάννη εκπρόσωποι των ανωτέρω χωρών και όχι οι αρχηγοί των αντιπροσωπειών, όπως αρχικά είχε συμφωνηθεί. Από την πλευρά της Ελλάδας τη Συνθήκη υπέγραψαν ο Ελ. Βενιζέλος και ο Δ. Κακλαμάνος και από την πλευρά της Τουρκίας ο Ισμέτ Πασάς, ο Ριζά Νουρ Μπέη και ο Χασάν Μπέη.
Για την ιστορία πρέπει να επισημάνουμε ότι η υπογραφή της Συνθήκης, στις 24 Ιουλίου, είχε αποφασισθεί κατά την κοινή συνεδρίαση όλων των επιτροπών τη 17η Ιουλίου 1923. Επίσης, είναι ανάγκη να σημειώσουμε ότι η Συνθήκη, καθώς και οι συνοδεύουσες αυτήν πράξεις, επικυρώθηκαν από τη μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Αγκυρας την 23η Αυγούστου και από την ελληνική κυβέρνηση την 25η Αυγούστου 1923. Βέβαια, η επικύρωση της Συνθήκης εκ μέρους της Αγγλίας καθυστέρησε λόγω αλλαγής κυβερνήσεως και υπεγράφη τη 15η Απριλίου 1924. Τέλος, η γαλλική κυβέρνηση την επεκύρωσε την 27η Αυγούστου 1924.
Στο σημείο αυτό νομίζω ότι πρέπει να αναφέρουμε το τηλεγράφημα το οποίο έστειλε προς τον πρωθυπουργό, Στ. Γονατά, και τον αρχηγό της Επανάστασης, Ν. Πλαστήρα, ο επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη της Λωζάννης, Ελ. Βενιζέλος, όπου έγραφε τα εξής: «Ευχαρίστως αγγέλλω υμίν ότι σήμερον μεταμεσημβρίαν εις τη μεγάλην αίθουσα του Πανεπιστημίου Λωζάννης υπεγράφη η συνθήκη της ειρήνης μετά πασών των σχετικών συμβάσεων, δηλώσεων και πρωτοκόλλων. Η συνθήκη αύτη, συναφθείσα μετά την Μικρασιατικήν Καταστροφήν, δεν σημαίνει ατυχώς ελληνικόν θρίαμβον. Αλλά η Επανάστασις δύναται να είναι υπερήφανος ότι αναδιοργανώσασα εθνικόν στρατόν έδωκε τα μέσα εις την αντιπροσωπείαν της να επιτύχη την συνομολόγησιν εντίμου ειρήνης, ήτις επιτρέπη εις την Ελλάδα να επιστρέψη εις τα έργα της ειρήνης και να αφοσιωθή εις το έργον της εσωτερικής της περισυλλογής. Εάν διά της προσεχούς διεξαγωγής ελευθέρων εκλογών τερματισθή οριστικώς ο εμφύλιος πόλεμος, επανέλθη η κανονική λειτουργία του πολιτεύματος και λυθή το προσφυγικό ζήτημα δι’ οριστικής εγκαταστάσεως προσφύγων, η Ελλάς δύναται να αποβλέπη μετά εμπιστοσύνης εις καλύτερον μέλλον. Εγώ προσωπικώς αισθάνομαι την ανάγκην να ευχαριστήσω την Βασιλικήν Κυβέρνησιν και την Επανάστασιν, διότι με περιέβαλον εν πλήρει εμπιστοσύνη, ήτις μοι επέτρεψε να ανταποκριθώ εις το ανατεθέν μοι δυσχερές έργον».
H υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης δεν γιορτάσθηκε στην Ελλάδα όπως είχε γιορτασθεί η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Ομως, οι Ελληνες αισθάνθηκαν ανακούφιση διότι είχε πια τελειώσει ο πόλεμος και οι στρατιώτες θα γύριζαν στα σπίτια τους ύστερα από έντεκα περίπου χρόνια πολέμου και ταλαιπωριών. Περισσότερο όμως οι Ελληνες αισθάνθηκαν ανακούφιση διότι η υπογραφείσα ειρήνη ήταν έντιμος για μια χώρα ηττημένη και κατεστραμμένη.
Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημάνουμε τι συνεφωνήθη στη Λωζάννη και ποια ήσαν τα αμέσου ενδιαφέροντος για την Ελλάδα και τους Ελληνες. Ετσι, αμέσου ενδιαφέροντος θέματα ήταν η νέα οροθετική γραμμή Ελλάδας-Τουρκίας εις την Θράκην, διερχόμενη διαμέσου του ρου του ποταμού Εβρου, αλλά συμπεριλαμβάνουσα το Καραγάτς, το οποίο ευρίσκεται επί της δυτικής όχθης του ποταμού. Επίσης, η αναγνώριση της κυριαρχίας της Ελλάδας στα νησιά του Αιγαίου, Λήμνο, Σαμοθράκη, Μυτιλήνη, Χίο, Σάμο και Ικαρία, με ορισμένες στρατιωτικές δεσμεύσεις και η επιστροφή στην Τουρκία των νήσων Ιμβρου και Τενέδου, με ιδιαιτέραν μέριμνα για την προστασία των εκεί διαβιούντων Ελλήνων. Εκτός, όμως, από τα ανωτέρω, υπήρχαν και άλλες εδαφικές αναγνωρίσεις. Τέτοιες περιπτώσεις ήσαν τα Δωδεκάνησα, όπου η Τουρκία είχε αναγνωρίσει την ιταλική κυριαρχία. Επίσης, η Τουρκία ανεγνώρισε την αγγλική κυριαρχία επί της Κύπρου, την οποία είχαν καταλάβει από το 1878 εκμισθωτές αυτήν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι μετά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την ένταξη της Τουρκίας με τους αντιπάλους της Αγγλίας, η Κύπρος προσαρτήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία ως αγγλική αποικία. Με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης η Τουρκία παραιτήθη όλων των επί της Κύπρου δικαιωμάτων της, αναγνωρίζοντας τη βρετανική κυριαρχία επί της νήσου.
Αλλο σημαντικό σημείο άμεσου ελληνικού ενδιαφέροντος ήταν η απόφαση για την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών, με όλες τις συνέπειες. Επίσης, η διατήρηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά χωρίς την εξασφάλιση όλων εκείνων των αναγκαίων καταχωρίσεων, που θα επέτρεπαν τη διατήρηση στο μέλλον όσων μέχρι την περίοδο εκείνη είχαν διασωθεί. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι από άγνοια ή υποτίμηση της πραγματικότητας αφέθησαν κενά τα οποία έφεραν στις ημέρες μας εξασθένηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με αποτέλεσμα την παρακμή και τη διασπορά της παροικίας της ελληνικής, η οποία διατηρούσε το κλίμα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και το μόνο το οποίο κέρδισε η Ελλάδα ως αντάλλαγμα ήταν η διαφύλαξη επιφανειακώς σπουδαίων δικαιωμάτων ή τίτλων.
Μία άλλη διάταξη της Συνθήκης της Λωζάννης, που ενδιέφερε ιδιαίτερα την Ελλάδα, ήταν εκείνη που απάλλασσε τη χώρα μας από την υποχρέωση καταβολής πολεμικών αποζημιώσεων. Μάλιστα, η διάταξη αυτή εθεωρήθη μεγάλη επιτυχία και οι Ελληνες έφθασαν στο σημείο να θυσιάσουν το Καραγάτς για να μην επαναληφθεί ο πόλεμος. Και εθεωρήθη μεγάλη επιτυχία διότι την περίοδο εκείνη η χώρα μας αντιμετώπιζε το μέγα προσφυγικό πρόβλημα, το οποίο επιδείνωνε τη δυσχερή κατάσταση στην οποία ευρίσκετο η χώρα μας την περίοδο εκείνη, ηττημένη και υποχρεωμένη να διατηρεί αξιόμαχο στρατό. Συνεπώς, την ετρόμαζε η ιδέα μιας πολεμικής αποζημιώσεως και μάλιστα στους ιλιγγιώδεις αριθμούς τους οποίους παρουσίαζαν τότε οι Τούρκοι.
Αλλα θέματα άμεσου ενδιαφέροντος που αφορούσαν την Ελλάδα και συζητήθηκαν την περίοδο εκείνη ήταν το θέμα των Στενών, το οποίο ελύθη οριστικά με τη σύμβαση του Montreax το 1936 και το θέμα της κατάργησης του καθεστώτος των διομολογήσεων. Ομως οι προβλεφθείσες διά την προστασία των μειονοτήτων διατάξεις ετέθησαν τελικώς υπό την εγγύηση της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), αλλά έμεναν γράμμα κενόν. Τούτο διότι στην πράξη έχει αποδειχθεί ότι οποιοδήποτε δικαίωμα, όσο και εάν έχει νόμιμη και ηθική βάση, μόνον διά της δυνάμεως μπορεί να κατοχυρωθεί. Χωρίς δύναμη το κάθε δικαίωμα χάνεται και μένει αναποτελεσματικό. Τα ανωτέρω θέματα αφορούσαν την Ελλάδα στη συζήτηση και τη συμφωνία της Συνθήκης της Λωζάννης. Βέβαια, στη Διάσκεψη συζητήθηκαν και άλλα θέματα, τα οποία δεν αφορούσαν τη χώρα μας, όπως τα θέματα των συνόρων της νέας Τουρκίας με τη Συρία, ως και τα θέματα της Μοσούλης κ.ά.
Να σημειώσουμε ότι η τουρκική διπλωματία προέβαλε όλα τα ανωτέρω θέματα για να ζητήσει ανταλλάγματα, πράγμα το οποίο σε πολλές περιπτώσεις είχε πετύχει. Ετσι, οι αντιρρήσεις της Τουρκίας για το θέμα της Μοσούλης προεβάλλοντο ως διαπραγματευτικό επιχείρημα για να πετύχει άλλα ενδεχομένως ανταλλάγματα. Ολα αυτά γράφονται για να παραδεχθούμε ότι οι Τούρκοι διέθεταν λαμπρά διπλωματική παράδοση και μεγάλη ικανότητα στα λεγόμενα «παζαρέματα». Γνώριζαν, δε, να επιμένουν πολύ και να ζητούν πολλά, για να κερδίσουν λιγότερα. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να παραδεχθούμε ότι στη Λωζάννη πέτυχαν πολλά και οι περισσότεροι στόχοι των είχαν θετικά αποτελέσματα.
Για την Ελλάδα τι μπορούμε να πούμε; Κέρδισε ή έχασε στη Διάσκεψη της Λωζάννης; Για να είμαστε αντικειμενικοί, πρέπει να επισημάνουμε δύο μεγάλες επιτυχίες. Το ότι δεν πληρώσαμε τις αποζημιώσεις και το ότι απεφεύχθη ένας νέος πόλεμος, ο οποίος αν γινόταν θα είχε ολέθριες συνέπειες για τη χώρα μας. Θα μπορούσαμε, όμως, να κερδίσουμε περισσότερα; Βέβαια, υπό ορισμένες συνθήκες, η απάντηση είναι θετική. Ομως δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ευρέθη η χώρα μας. Και δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι οι σύμμαχοί μας όχι μόνον δεν ήσαν στο πλευρό μας, αλλά πολλάκις και εναντίον μας. Ετσι, η Γαλλία, όπως πάντα εναντίον μας, και η Αγγλία πάντοτε να υποχωρεί σχεδόν σε όλα τα θέματα, διότι δεν ήθελε νέο πόλεμο. Τέλος, και η Ιταλία με τον Μουσολίνι προσπαθούσε να κερδίσει από την αδύναμη Ελλάδα. Κάτω, λοιπόν, από αυτές τις συνθήκες η ελληνική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, κατάφερε πάρα πολλά.
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr