Οταν άνοιξε η καγκελόφρακτη σιδερένια πόρτα της φυλακής, ο Οδυσσέας κατάλαβε ότι ήρθαν οι μπράβοι του Γκούρα και του Κωλέττη να τον τελειώσουν. Σηκώθηκε όρθιος, αλλά ήταν δεμένος με χοντρές αλυσίδες χειροπόδαρα. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Ορέ ξέρω καλά ποιος σας έστειλε εδώ και γιατί ήρθατε τέτοια ώρα. Δε μ’ λύνετε τόνα μου χέρι να σας δείξω ποιος είμαι και πώς με λένε; Αυτές εδώ τις σαπιοκοιλιές δεν τις συνερίζομαι, μα συ ορέ Γιάννη (Μαμούρη) γιατί;» (σημ.: Ο Μαμούρης ήταν μαζί με τον Οδυσσέα στη Μάχη της Γραβιάς).
Σαν να ήσαν αφιονισμένοι, χωρίς να μιλήσουν οι τέσσερις εγκάθετοι άρχισαν να τον κτυπούν με μανία. Ο Οδυσσέας, αν και χειροπόδαρα δεμένος, αντιστάθηκε όσο μπόρεσε. Ο αγώνας ήταν άνισος. Για να δείξουν ότι ήταν «ατύχημα» ο θάνατός του δεν χρησιμοποίησαν όπλα, αλλά τον έπνιξαν με τα ίδια τους τα χέρια. Μετά του πέρασαν στο σώμα ένα φαγωμένο από τους ίδιους σχοινί και το άψυχο σώμα του το έριξαν από ψηλά στο λιθόστρωτο, που ήταν μπροστά από το ναό της Απτέρου Νίκης, στην Ακρόπολη. Το έγκλημα κουκουλώθηκε γρήγορα, με διαταγές του φρουράρχου των Αθηνών Γκούρα και την επίνευση του Κωλέττη. Ετάφη εκεί κοντά όπου τον βρήκαν νεκρό, δίπλα στο ναΐσκο των Ασωμάτων. Προηγουμένως ο δικός τους γιατρός Κάρολος Βιτάλης πιστοποίησε ότι «ο θάνατος επήλθε από την πτώση», έτσι τον ανέφερε και η υπηρετούσα τον Κωλέττη εφημερίδα «Εφημερίς των Αθηνών»… Η ενόχληση από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο έλαβε τέλος. Ετσι νόμισαν. Σημειώνεται ότι ο ήρωας είχε τον Γκούρα ως το πιο έμπιστο πρόσωπό του και τον είχε παντρέψει…
Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1826 ο Γκούρας ήταν στην Ακρόπολη, κοντά στο μέρος όπου δολοφονήθηκε ο Ανδρούτσος, και προσπαθούσε να αποτρέψει λιποταξίες, εν όψει του οθωμανικού κινδύνου. Τουρκαλβανός προσδιόρισε το ταμπούρι του από τους πυροβολισμούς που έριξε και τον σημάδεψε, τον κτύπησε στο κεφάλι και τον σκότωσε…
Στις 27 Ιανουαρίου 1827 οθωμανικοί κανονιοβολισμοί κτύπησαν επί της Ακροπόλεως το ναό του Ερεχθέως, τον οποίο ο Γκούρας είχε μετατρέψει σε οικία της οικογενείας του και των υπόλοιπων συγγενών και πιστών του. Εθραύσθησαν ένας από τους κίονες και το επιστήλιο που στήριζαν την οροφή, και αυτή πέφτοντας καταπλάκωσε και εφόνευσε τη χήρα του Γκούρα και άλλους έντεκα δικούς του. Ετάφησαν όλοι κοντά στον τάφο του Ανδρούτσου (σημ.: Τα στοιχεία από τα «Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας» του Μιχ. Οικονόμου», φωτομηχανική επανέκδοση της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Δημητσάνης, Αθήναι, 1976). Οι άλλοι εκτελεστές του Οδυσσέα δεν ενοχλήθηκαν για το έγκλημά τους…
Ανθολόγηση
– Από την επιστολή του Οδυσσέα στους Γαλαξιδιώτες: «Ηγαπημένοι μου Γαλαξειδιώτες, ήτανε φαίνεται από τον Θεό γραμμένο να αδράξωμε τα άρματα μίαν ημέρα και να χυθούμε καταπάνου στους τυράννους μας, που τόσα χρόνια ανελεήμονα μας τυραγνεύουν. Τι την θέλομεν, βρε αδέλφια, αυτήν την πολυπικραμένη ζωή, να ζούμε αποκάτω στη σκλαβιά και το σπαθί των Τούρκων ν’ ακονιέται στα κεφάλια μας; Δεν τηράτε που τίποτε δεν μας απόμεινε; Αι εκκλησίαις ας γενήκανε τζαμία, και αχούρια των Τουρκών. Κανένας δεν μπορεί να πη πως τάχα έχει τίποτε δικό του, γιατί το ταχύ βρίσκεται φτωχός, σα διακονάρης στη στράτα… Εγώ, καθώς το γνωρίζετε, καλώτατα, αγαπητοί μου Γαλαξειδιώταις, ημπορώ να ζήσω βασιλικά, με πλούτια, τιμαίς και δόξαις. Οι Τούρκοι ό,τι και αν ζητήσω μου το δίνουνε παρακαλώντας, γιατί το σπαθί του Οδυσσέως δεν χωρατεύει. Μα σας λέγω την πάσα αλήθεια, αδέλφια, δεν θέλω εγώ μονάχα να καλοπερνάω και το γένος μου να βογκάη στη σκλαβιά. Μου καίεται η καρδία μου σαν βλέπω και συλλογούμαι πώς ακόμα οι Τούρκοι μας τυραγνεύουν…» (από το βιβλίο του Μπάμπη Αννινου «Η απολογία του Οδυσσέως Ανδρούτσου – Η δολοφονία του», 3η Εκδοση, Εκδ. «Δημιουργία», Αθήνα, 1996, σελ. 19. Εστάλη στις 22 Μαρτίου 1822).
– Από την ομιλία του Ανδρούτσου στην εν Αστρει Β’ Εθνοσυνέλευση (1823): «…Εγώ εσυναναστρεφόμουν με τους Τυράννους και ήμουν καλά πληρωμένος διά να σέβωμαι τους ομογενείς τους. Αλλά κινούμενος από τον διάβολό μου (σημ.: Τον είχαν κατηγορήσει ότι έχει τον διάβολο μέσα του…) Τούρκους εσκότωνα. Οι κρημνοί, τα ποτάμια, οι πάγοι, τα χιόνια και τα δάση ήσαν τα αγαπητά μου κατοικητήρια, το τούρκικο αίμα το προσφάγι μου. Εσηκώθη η Επανάστασις και ευθύς, συρόμενος από τον διάβολόν μου, ελάτρευσα τους αρχηγούς της, την φωνήν Της άκουσα εις τα φυλλοκάρδιά μου, εσεβάσθην την απόφασίν Της και έτρεξα με όλους τους αρματολούς της Ελλάδος να σκοτώσω Τούρκους. Μολονότι εκέρδιζα εν καιρώ Τουρκίας, ο διάβολός μου, μου αφήρεσε αυτήν την κλίσιν, αφού εσηκώσαμε τα άρματα. Και τι να πολυλογώ; Τόσον με εφώτισεν ο διάβολός μου, ώστε να γεμίσω ψείρες, να λιμάξω ψωμί, να κοίτωμαι εις τα νερά, εις τα χιόνια και εις την λάσπην, να δοκιμάσω κάθε στρατιωτικήν αχαριστίαν, να πίνω φαρμάκια από εχθρούς και φίλους, να κυνηγώμαι ως κατάδικος από αυτούς τους συγγενείς και φίλους της δικαιοσύνης, να επιθυμώ εθνικάς συνελεύσεις, να αγαπώ δικαίους διοικητάς, να είμαι λάτρης των εναρέτων και φίλος των σοφών, να διψώ την αυτονομία και την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, επιθυμώντας -μόνον και μόνον- Ελληνες να διοικούν και να βασιλεύουν εις Ελληνας…» (από το βιβλίο του Ιωάννου Κακαβούλια, καθηγητού, «Η εν Αστρει Β’ Εθνική Συνέλευσις των Ελλήνων 1823», Εκδ. Οίκος Π. Πατσιλινάκου, Αθήναι, 1953).
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου