Παρότι πολλοί από αυτούς τους επαγγελματίες είναι πλανόδιοι, το επάγγελμά τους δεν κατατάσσεται στις περιφερόμενες δουλειές του «ποδαριού», αφού οι περισσότεροι εξ αυτών παραμένουν σταθερά και αναπόσπαστα μέλη της κοινότητας, ενώ κάποιες φορές δουλεύουν σε αυτή.
Τα… ντελίβερι παλαιότερων χρόνων δεν φέρνουν στην πόρτα του σπιτιού πίτσες και σουβλάκια, αλλά είδη πρώτης ανάγκης. Ο γαλατάς καταφθάνει κάθε πρωί αφήνοντας το γάλα της ημέρας μέσα σε γυάλινα μπουκάλια στο σκαλάκι της πόρτας, ο νερουλάς γυρίζει σε περιοχές χωρίς κεντρικούς αγωγούς ύδρευσης και αδειάζει το πολύτιμο αγαθό σε τενεκέδες, ενώ ο παγοπώλης είναι απολύτως απαραίτητος τους καλοκαιρινούς μήνες αφού οι τεράστιες κολόνες πάγου που μεταφέρει βοηθούν στο να μην αλλοιωθούν τα ευπαθή προϊόντα στα αυτοσχέδια ψυγεία. Κατ’ οίκον διανομή υπάρχει και σε μια σειρά ειδών διατροφής που ονοματίζουν το επάγγελμα του πωλητή τους. Ετσι έχουμε πλανόδιο ψαρά, μανάβη, γιαουρτά, κουλουρά, παξιμαδά, λεμονατζή, παστελά, λουκουματζή, ενώ η… πιτσιρικαρία τρέχει πίσω από τον παγωτατζή.
Επειδή παλαιότερα, σε απόλυτη αντίθεση με σήμερα, ό,τι χαλά δεν αλλάζει αλλά επισκευάζεται, ανθούν τα επαγγέλματα των τεχνιτών, με αποτέλεσμα να ακούγονται στους δρόμους οι φωνές του ομπρελά, του παπλωματά και του καρεκλά που κάθεται σε ένα σκαμνάκι στην αυλή σου και επισκευάζει άμεσα τις κατεστραμμένες ψάθινες καρέκλες. Καθένας από αυτούς εξασκεί με μεθοδικότητα την τέχνη του. Π.χ. ο παπλωματάς έχει μαζί του ένα ξύλινο όργανο σε σχήμα τόξου που ονομάζει δοξάρι. Σακουλιάζει το βαμβάκι στις άκρες του στρώματος ώστε να είναι πιο σκληρό εκεί, εν συνεχεία με το δοξάρι το απλώνει ισομερώς σε όλη την επιφάνεια του στρώματος και όταν αυτό γίνει ομοιόμορφο, το ράβει με διακοσμητικά σχήματα που αποτελούν την «υπογραφή του μάστορα».
«Βασιλιάς» των πλανόδιων επαγγελμάτων για τις γυναίκες είναι φυσικά ο πραματευτής. Γυρίζει σε πόλεις και χωριά αρχικά με βαρυφορτωμένα γαϊδουράκια, εν συνεχεία με ταλαιπωρημένες άμαξες και τέλος με αμάξι-πολυκατάστημα έχοντας μαζί του ρούχα, αρώματα, παπούτσια, διακοσμητικά, είδη ομορφιάς, μικροαντικείμενα και οτιδήποτε μπορεί να γοητεύσει μια γυναίκα της εποχής. Οταν σταματά έξω από τα σπίτια των καλύτερων πελατισσών του, μαζεύονται γύρω του οι νοικοκυρές της γειτονιάς στις οποίες παρουσιάζει με στόμφο την πραμάτεια του. Διαφημίζει τα προϊόντα του ως εξαιρετικής ποιότητας, προερχόμενα από εξωτικές αγορές, προσφέρει μικρά δωράκια και πολλά κομπλιμέντα, μιλά διαρκώς, «ταΐζει» τη γυναικεία φιλαρέσκεια και γνωρίζει τις περισσότερες πελάτισσες με το μικρό τους όνομα. Οι νοικοκυρές κρατούν πάντα ένα δικό τους κομπόδεμα για να αγοράσουν κάτι περιττό από τον πραματευτή, γι’ αυτό κι αυτός περνά τις ώρες που γνωρίζει ότι λείπει ο σύζυγος από το σπίτι… Μεταπολεμικά οι πραματευτές μετονομάζονται σε δοσατζήδες, ρόλο που ενσαρκώνουν ως «Πασπάτης Καλαφάτης και Σία» οι Θανάσης Βέγγος και Νίκος Σταυρίδης στην ομώνυμη ελληνική ταινία του 1959.
Μπορεί σήμερα ο χρόνος αναμετάδοσης ενός γεγονότος που συμβαίνει στη μια άκρη του κόσμου μέχρι την άλλη να είναι μόνο κάποια δευτερόλεπτα, αλλά μόλις κάποιες δεκαετίες πίσω η μετάδοση ειδήσεων, πληροφοριών και ανακοινώσεων είχε κοντά ποδάρια και βροντερή φωνή… Ιδίως στην επαρχία που οι αποστάσεις είναι πολύ μεγαλύτερες και οι οικισμοί αραιοκατοικημένοι ρόλο του τοπικού… Ιντερνετ έχει ο ντελάλης. Γυρίζει στα σοκάκια, ανεβαίνει στα ψηλότερα σημεία της περιοχής και με τη δυνατή του φωνή μεταφέρει σημαντικές πληροφορίες, τοπικές διαταγές, ειδήσεις σχετικές με τη δημόσια ζωή του χωριού όπως η έλευση κάποιου θιάσου, η ταινία που θα παιχτεί το απόγευμα στο καφενείο, ο ερχομός κάποιου βουλευτή κ.λπ. Επιλέγεται από τους βροντόφωνους της περιοχής και επειδή τα χρήματα που παίρνει από την κοινότητα είναι ελάχιστα συμπληρώνει το εισόδημα με συμπληρωματικές δουλειές στο χωριό. Η παρακμή και η εξαφάνισή τους έρχεται με τη σταδιακή εμφάνιση των μεγαφώνων σε κοινότητα και εκκλησία.
Η λέξη αλμπάνης, που σήμερα ταυτίζεται με τον αδέξιο που δεν μπορείς να εμπιστευτείς σαν επαγγελματία, ελάχιστες δεκαετίες πίσω αναφερόταν στον πεταλωτή υποζυγίων που κυριαρχούσαν στην επαρχία ως μέσα μετακίνησης και αγροτικών εργασιών. Ο αλμπάνης, όταν δεν ταυτίζεται με τον σιδερά του χωριού, είναι ο αυτοδίδακτος πεταλωτής που επιτελεί σημαντικό έργο στην αγροτική κοινότητα. Αφαιρεί με τανάλια το παλιό πέταλο, κόβει με μαχαίρι και καθαρίζει το νύχι που περισσεύει και μετά τοποθετεί το νέο πέταλο καυτό όπως βγαίνει από το καμίνι πάνω στο νύχι του ζώου, για να μην αφήσει κενά και για να ταιριάξει καλά πάνω σε αυτό. Εν συνεχεία καρφώνει προσεκτικά τα πέταλα πάνω στο νύχι του ζώου, ώστε το καρφί να μπει στο ξερό μέρος του ποδιού για να μην πληγωθεί το ζώο. Η διαδικασία απαιτεί μεγάλη εμπειρία και δεξιοτεχνία, αφού το παραμικρό λάθος μπορεί να πληγώσει το ζώο προκαλώντας του ανήκεστο βλάβη. Δεν είναι λίγες οι φορές που βίαιες αντανακλαστικές αντιδράσεις των ζώων προκαλούν θανατηφόρα κτυπήματα στους αλμπάνηδες-πεταλωτές.
Η αναγκαιότητα των φανοκόρων
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Έφυγε ο «δημιουργός» μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας
«…προσμέναμε κάθε βράδυ μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει να ιδούμε και το άναμμα του μεγάλου κρεμαστού φαναριού του δρόμου» γράφει ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης
Τον 19ο αιώνα που ο ηλεκτρισμός και τα ευεργετήματά του είναι παντελώς άγνωστα, τη δύση του ήλιου ακολουθεί το απόλυτο σκοτάδι με τις κοινωνικές και εμπορικές δραστηριότητες να αναμένουν για να ξεκινήσουν το πρωινό φως του ήλιου. Στους κεντρικούς δρόμους των μεγάλων πόλεων οι κατά τόπους δήμοι τοποθετούν πάνω σε μεγάλους σιδερένιους στύλους φανάρια που ανάβουν με λάδι και δημιουργούν έναν ασθενικό φωτισμό για τους ελάχιστους που βρίσκονται τέτοιες ώρες εκτός οικίας.
Αυτοί που τα ανάβουν λίγο πριν από το ηλιοβασίλεμα και τα σβήνουν πριν ανατείλει ο ήλιος ονομάζονται φανοκόροι, είναι υπάλληλοι του δήμου ή της κοινότητας. Εχουν μαζί τους έναν κουβά λάδι για να γεμίζουν τα φανάρια και μια σκάλα για να φτάνουν σε αυτά. Μετά το 1862, που καθιερώνεται το γκάζι ως μέσο φωτισμού των κεντρικών δημοσίων χώρων, οι φανοκόροι περιορίζουν τις εργασίες τους σε μικρότερα στενά των πόλεων, μέχρι την ανατολή του 20ού αιώνα.
Τότε, η ταχύτατη ανάπτυξη του δικτύου διανομής ηλεκτρισμού φωτίζει τις πόλεις, διευρύνει το ωράριο εργασίας, δημιουργεί τη νυχτερινή ζωή και ακυρώνει το επάγγελμα του φανοκόρου, που υπάρχει πια μόνος στις αναμνήσεις των παλαιότερων όπως του γνωστού ποιητή και πεζογράφου Γεωργίου Δροσίνη: «Από το ίδιο παράθυρο προσμέναμε κάθε βράδυ μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει να ιδούμε και το άναμμα του μεγάλου κρεμαστού φαναριού του δρόμου. Εξω από τα σπίτια μας ψηλά στο πλάι της καμαρωτής εξώπορτας, κρεμόταν ένα μεγάλο φανάρι από μακρύ σιδερένιο κοντάρι καρφωμένο στον τοίχο και κάθε βράδυ ερχόταν ένας άνθρωπος ψηλός, αμίλητος κουκουλωμένος σαν μάγος του παραμυθιού, με ένα μακρύ σίδερο στα χέρια και ένα τενεκεδένιο ροΐ γεμάτο λάδι. Με το σίδερο ξεγάντζωνε και κατέβαζε το κοντάρι και αφού γέμιζε το φανάρι λάδι και το καθάριζε με ένα πανί, το άναβε και το ανέβαζε πάλι ψηλά για να φέγγει το δρόμο».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής