Γράφει ο Ανδρέας Ντίνης
Στο ελληνικά χρονικά αρκετές είναι οι υποθέσεις συζυγοκτόνων, που είτε εν βρασμώ ψυχής είτε ύστερα από σχεδιασμό και οργάνωση, σκότωσαν τον άνθρωπο που υποσχέθηκαν ότι θα αγαπούν και θα προσέχουν για το υπόλοιπο της ζωής τους. Στο προηγούμενο τεύχος του EThe Magazine του EleftherosTypos.gr ασχοληθήκαμε με τους άνδρες που δολοφόνησαν τις γυναίκες τους από πάθος και εμμονή. [Πατήστε εδώ για να διαβάσετε το άρθρο]
Σε αυτό το τεύχος θα ασχοληθούμε με τις γυναίκες που σκότωσαν τους συζύγους τους με τρόπους που θα τους «ζήλευαν» ακόμα και ψυχοπαθείς serial killer. Πυροβολισμοί, τεμαχισμοί ακόμα και καύση των θυμάτων προκειμένου να μην αφήσουν κανένα είδους στοιχείο. Οι περιπτώσεις πολλές και κάθε μια διαφορετική. Πάθος, ζήλια, πόνος και φόβος είναι τα «συναισθήματα» που νιώθουν οι δράστες πριν κάνουν πράξει τις απειλές και τις σκέψεις τους.
Η αποτρόπαια δολοφονία που συγκλόνισε το πανελλήνιο το 1931
Ένα από τα εγκλήματα που συγκλόνισε το πανελλήνιο είναι η δολοφονία του Δημήτρη Αθανασόπουλου, το 1931, στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην Καλλιθέα στην συνοικία της χαροκόπου. Το γεγονός αυτό είχε χαρακτηριστεί «έγκλημα του αιώνα», αφού ήταν το πρώτο έγκλημα τέτοιου είδους για την εποχή. Δράστες ήταν η σύζυγος του, η πεθερά του και ο ξάδελφος της συζύγου του.
Πιο συγκεκριμένα, το έγκλημα διαπράχτηκε από τον Δημήτρη Μοσκιό, με εντολή της θείας του και πεθεράς του θύματος και με την ανοχή της γυναίκας του, της «ωραίας Σοφίας».
Η ιστορία περιέχει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως τον κρυφό έρωτα της πεθεράς για τον άντρα της κόρης -που εξελίχτηκε σε μίσος- και το κρυφό πάθος του δολοφόνου για την ξαδέρφη του
Το χρονικό της δολοφονίας
Στου Χαροκόπου βρισκόταν το σπίτι του Δημήτρη Αθανασόπουλου και της γυναίκας του Φούλας. Το ζευγάρι είχε τρία παιδιά και μαζί τους έμενε και η πεθερά του Αθανασόπουλου, Άρτεμις. Ο Αθανασόπουλος ήταν τριάντα έξι χρόνων, ένας αμετανόητος γυναικάς και η σύζυγος του στα 23 της χρόνια, με πολλούς θαυμαστές και δεν ανεχόταν τα «περίεργα γούστα» του άντρα της. Τον τελευταίο καιρό πριν την δολοφονία αρνούνταν να εκτελέσει τα συζυγικά της καθήκοντα ενώ ο Αθανασόπουλος δεν έμενε σπίτι του, γιατί οι σχέση του με την πεθερά του δεν πήγαινε καθόλου καλά και η γυναίκα του αρνούνταν να την διώξει από το σπίτι.
Κάθε δεκαπέντε μέρες περνούσε από το σπίτι του για να δει τα παιδιά του, άλλα και την γυναίκα του. Μπορεί να ήταν γυναικάς, αλλά δεν ήθελε να αφήνει την δική του ανικανοποίητη, επειδή την ποθούσε αλλά και από φόβο για να μην βρει άλλο άντρα. Τη νύχτα της 3ης προς 4ης Ιανουαρίου του 1931, ο Αθανασόπουλος μεθυσμένος γύρισε στο σπίτι του στου Χαροκόπου μετά από γλέντι με φίλους και γυναίκες. Η Φούλα τον δέχτηκε, αλλά δεν ήταν πρόθυμη να υποκύψει στις ορέξεις του. Έξαλλος που η γυναίκα του αρνούνταν να του προσφέρει ότι οι άλλες του το έδιναν απλόχερα την βίασε παρά φύσει! Εκείνη τρομαγμένη κατάφερε να του ξεφύγει και ζήτησε βοήθεια από την μάνα της. Η Άρτεμις, η μητέρα της Φούλας, ήταν 45 χρονών. Οι σχέσεις με τον γαμπρό της τον τελευταίο καιρό ήταν πολύ κακές και τα γεγονότα από εκείνο το βράδυ έκαναν το ποτήρι να ξεχειλίσει. Αποφάσισε να τον σκοτώσει…
Στο σπίτι φιλοξενούσαν εκείνο το διάστημα και τον ανιψιό της Άρτεμις. Ήταν ένας νεαρός γύρο στα 17 ο οποίος ήταν κρυφά ερωτευμένος με την ξαδέρφη του. Βλέποντας την κακοποιημένη δεν άντεξε και πήγε στον Αθανασόπουλο να του ζητήσει τον λόγο. Αυτός τον προσέβαλε άσχημα. Εξοργισμένος ο νεαρός αποφάσισε να τον σκοτώσει.
Συμπαράσταση σε αυτή την απόφαση πήρε και από την θεία του και την πεθερά του Αθανασόπουλου. Ο Αθανασόπουλος ήταν στο δωμάτιό του και κοιμόταν, ο νεαρός μπήκε πάλι μέσα και του ζήτησε τον λόγο, άλλα ο Αθανασόπουλος του μίλησε ξανά άσχημα και αυτός τον πυροβόλησε. Η σφαίρα τον βρήκε στον τράχηλο, άλλα δεν τον σκότωσε.
Ξαφνιασμένος προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά άλλος ένας πυροβολισμός τον βρήκε στον κρόταφο και έπεσε νεκρός κάτω γεμίζοντας το χαλί με αίματα. Η Φούλα άκουσε τον θόρυβο και πήγε να δει τι συμβαίνει, πρώτη της αντίδραση ήταν να βάλει τα κλάματα και να ζητήσει να φωνάξουν έναν αστυνομικό, άλλα η μητέρα της είπε ότι το έκαναν για εκείνη. Επειδή δεν σταματούσε τα κλάματα και τις φωνές την χτύπησε η μάνα της και την άφησε λιπόθυμη.
Η εξαφάνιση του πτώματος
Μετά τον φόνο οι δράστες είχαν ένα πτώμα που δεν ήξεραν τι να το κάνουν. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να απαλλαγούν από αυτό. Κάποια στιγμή που έλειπαν τα παιδιά από το σπίτι αποφάσισαν να βάλουν φωτιά στο πτώμα, αλλά δημιουργήθηκε έντονος καπνός και μυρωδιά με αποτέλεσμα να φοβηθούν γιατί υπήρχε κίνδυνος να τους προδώσει στην γειτονιά.
Η φωτιά έσβησε από μόνη της και τότε πάλι η πεθερά του θύματος βρήκε την λύση. Πρότεινε να τεμαχίσουν το θύμα και να τον βάλουν μέσα σε τσουβάλια δένοντάς τα σφιχτά, όπως κι έγινε. Τώρα όμως έπρεπε να ξεφορτωθούν τα τσουβάλια. Για καλή τους τύχη εκείνη την ώρα πέρασε ένας γνωστός τους και θαυμαστής της Φούλας. Η μάνα της του αποκάλυψε την αλήθεια και του ζήτησε να τους βοηθήσει χρησιμοποιώντας την γοητεία της κόρης της. Αυτός παρά τις αρχικές του αντιρρήσεις δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην γοητεία της Φούλας και τελικά δέχτηκε. Μαζί με έναν ανιψιό του φόρτωσαν τους σάκους σε μια καρότσα ενός φίλου του, δίνοντάς του κι ένα σημαντικό ποσό προς αμοιβή, με την εντολή να το πετάξει μακριά στον ποταμό Κηφισό το βράδυ ώστε να μην γίνει αντιληπτός από κανέναν. Όμως η τύχη δεν ήταν με το μέρος τους. Εκεί που πετάχτηκαν οι σάκοι δεν υπήρχε μεγάλο βάθος με αποτέλεσμα να είναι ορατοί.
Την επόμενη μέρα, στις 6 Ιανουαρίου ημέρα των Φώτων, οι σάκοι έγιναν ορατοί από έναν διερχόμενο διαβάτη ο οποίος κάλεσε την αστυνομία. Η αστυνομία έφτασε έγκυρα στο σημείο και έμειναν άναυδοι, τόσο αυτοί όσο και οι περίοικοι, από το θέαμα που αντίκρισαν και την αγριότητα του εγκλήματος. Τις έρευνες τις ανέλαβε ο διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Αθηνών. Ήταν πολύ δύσκολο να αποκαλυφθεί η ταυτότητα του πτώματος, αλλά μετά από έρευνες αυτό έγινε εφικτό. Στην αρχή έψαχνε στο φιλικό και επαγγελματικό του χώρο και συγκεκριμένα σε έναν φίλο γιατρό του θύματος, επειδή θεώρησε ότι ο τεμαχισμός έγινε από άνθρωπο που γνώριζε από ανατομία. Σύντομα έφτασαν όμως στους πραγματικούς ενόχους.
Σε αυτό βοήθησαν κάποιες μαρτυρίες που ανέφεραν ότι είδαν το θύμα να μπαίνει στο σπίτι του εκείνο το βράδυ, κάτι που η πεθερά του είχε αρνηθεί όπως και κάποια άλλα ευρήματα σπάγκου και χασαπόχαρτου που ταίριαζαν με αυτά που βρέθηκαν στους σάκους. Λίγο αργότερα βρήκαν και κηλίδες αίματος που οι δράστες είχαν ξεχάσει να καθαρίσουν. Όλα αυτά έκαναν τους δολοφόνους να ομολογήσουν. Η είδηση για το φονικό συγκλόνισε όλη την Ελλάδα. Μάλιστα ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας και ταξίδεψε σε όλων τον κόσμο. Την δίκη των κατηγορουμένων την παρακολούθησαν πολλοί ξένοι δημοσιογράφοι. Ακόμα και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος που βρισκόταν εκείνες τις μέρες στην Γενεύη ζήτησε να μάθει νέα για το στυγερό έγκλημα που συγκλόνισε την Ελλάδα. Ακόμα και η εκκλησία πήρε θέση και καταδίκασε τους φονιάδες με ποιμαντορική εγκύκλιο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσόστομου, που διαβάστηκε σε όλους τους ναούς.
Η δίκη
Μετά τις ανακρίσεις, η σύζυγος, ο ξάδερφός της και η πεθερά του θύματος οδηγήθηκαν στα κρατητήρια της Ασφάλειας στις Φυλακές Συγγρού. Ο ανιψιός οδηγήθηκε στο Δρομοκαΐτειο, όπου κρατήθηκε για να θεραπευτεί. Ένα χρόνο μετά το έγκλημα άρχισε η πολύκροτη δίκη. Οι κατηγορούμενοι είναι επτά: η πεθερά, η σύζυγος, ο ανιψιός, η οικιακή βοηθός, ο Σπύρος Μαγουλόπουλος και ο ανιψιός του, και ο Γιώργος Κορναράκης που βοήθησαν στην εξαφάνιση του θύματος. Η δίκη κράτησε σαράντα μέρες όπου κατέθεσαν πολλοί μάρτυρες, ιδιαίτερα γείτονες που μίλησαν για την οικογενειακή κατάσταση του ζευγαριού και τις φασαρίες που δημιουργούσε το θύμα.
Τα όσα κατατέθηκαν για την σεξουαλική συμπεριφορά του θύματος, ανάγκασαν το δικαστήριο την 19η μέρα της δίκης να γίνει κεκλεισμένων των θυρών. Οι απολογίες των κατηγορουμένων, κυρίως της πεθεράς, έγιναν σε κλίμα έντασης και αντεγκλήσεων. Η μάνα του Αθανασόπουλου έριχνε κατάρες στις φόνισσες του γιου της. Οι κατηγορούμενοι κινδύνεψαν να λυντσαριστούν από το πλήθος.
Μετά την απολογία κατηγορουμένων οι καταδίκες ήταν βαριές. Η σύζυγος και η πεθερά του θύματος καταδικάστηκαν εις θάνατον. Η οικιακή βοηθός εις ισόβια δεσμά. Ο ανιψιός σε κάθειρξης 20 ετών. Ο Σπύρος Μαγουλόπουλος σε κάθειρξις 18 μηνών και ο ανιψιός του αθώος. Ήταν αυτή που βοήθησαν για την εξαφάνιση του πτώματος. Αθώος και ο Γιώργος Κορναράκης, που με το κάρο του βοήθησε στην μεταφορά του θύματος.
Η «διαβολική» παπαδιά
Ήταν καλοκαίρι του 2012 όταν δολοφονήθηκε μυστηριωδώς ο 52χρονος ιερέας Αθανάσιος Αυγερόπουλος στην Ηλεία. Η εξιχνίαση της υπόθεσης αποκάλυψε ένα έγκλημα πάθους που είχε στόχο –μεταξύ άλλων- την περιουσία του ιερωμένου. Δράστες η 43χρονη σύζυγος του θύματος, η οποία μαζί με τον 41χρονο εραστή της -φίλο του ιερέα- δολοφόνησαν τον 52χρονο. Το εντυπωσιακό είναι πως είχαν σκηνοθετήσει με κάθε λεπτομέρεια τη δολοφονία, ωστόσο αυτές οι λεπτομέρειες τους πρόδωσαν.
Τελικά από την ανάκριση αποδείχθηκε πως η 43χρονη έκανε εξωσυζυγικές σχέσεις αναζητώντας τον άνθρωπο που θα δολοφονούσε τον σύζυγο της, προκειμένου η ίδια να κληρονομήσει την περιουσία του. Με διάφορα κόλπα είχε κατορθώσει να πείσει τον εραστή της να διαπράξει το έγκλημα. Η παπαδιά έπεισε τον Ιερέα να κατέβουν στο χωριό της στην Ηλεία. Το σημείο που είχε επιλέξει για την εκτέλεση απείχε από τους κοντινούς Κρουνούς όπου ζούσε ο εραστής της.
Πλησιάζοντας εκεί, είπε στον ιερέα να σταματήσει για να κάνει τη φυσική ανάγκη της. Ο δράστης πλησίασε και πυροβόλησε τον παπά με ένα κυνηγετικό όπλο. Η παπαδιά του είχε εξηγήσει ότι θα το κάνουν να φανεί σαν ληστεία. Θα πήγαινε σε τράπεζα να κάνουν ανάληψη χρημάτων και ότι δήθεν τους ακολούθησε ο δράστης για να τους ληστέψει. Αυτό ισχυρίστηκε στους αστυνομικούς όταν… σοκαρισμένη μεταφέρερθηκε στο νοσοκομείο της Κρέστενας.
Εννέα μήνες «αυτοκτονία»
Επί εννιά μήνες θρηνούσε τον άντρα της που είχε «αυτοκτονήσει» στην κρεβατοκάμαρά τους…
Τελικά αποδείχτηκε πως ήταν το δικό της χέρι που του έβαλε την ψυχρή κάνη από πιστόλι στον κρόταφο και πάτησε τη σκανδάλη χωρίς κανέναν δισταγμό!
Η 34χρονη συζυγοκτόνος στις 14 Μαρτίου του 2013 τηλεφώνησε στην αστυνομία της Καρύστου, αναφέροντας πως ο άντρας της πυροβολήθηκε στο κεφάλι και είναι νεκρός. Τότε, είχαν βρεθεί το πιστόλι με το οποίο φερόταν να είχε αυτοκτονήσει με δύο φυσίγγια στη γεμιστήρα και δίπλα τους ένας κάλυκας από τη σφαίρα που σκότωσε τον 45χρονο.
Όλα επιβεβαίωναν την εκδοχή της αυτοκτονίας, αλλά η λεπτομερής εργαστηριακή εξέταση στα ευρήματα έδειξε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Το βασικό στοιχείο που «γκρέμισε» τη σκηνοθεσία , είναι ότι δεν ανιχνεύθηκαν ίχνη πυρίτιδας στα δάχτυλα του υποτιθέμενου αυτόχειρα, πράγμα που σήμαινε ότι κάποιος άλλος τον είχε πυροβολήσει, πιθανότατα την ώρα που κοιμόταν.
Καθώς οι έρευνες της αστυνομίας συνεχίζονταν ασταμάτητα, αποδείχθηκε πως δολοφόνος ήταν η 34χρονη γυναίκα, η οποία, αφού κλήθηκε ξανά και ξανά για κατάθεση, τελικά ομολόγησε ότι η ίδια είχε βάλει τέλος στη ζωή του συζύγου της με τον οποίο είχε διαφορές!
Ποια ήταν η 34χρονη «γυναίκα αράχνη»
Η 34χρονη γυναίκα ζούσε με τον 45χρονο άντρα της στο μικρό χωριό Κόμιτο, λίγο έξω από την Κάρυστο, στην Εύβοια. Ο άτυχος άντρας ήταν κτηνοτρόφος, ακολουθώντας τα βήματα της οικογένειάς του, ενώ η γυναίκα του τον βοηθούσε στη δουλειά, λένε οι συγχωριανοί τους. Παντρεύτηκαν το 1996, όταν η μετέπειτα συζυγοκτόνος ήταν μόλις 14 ετών, ενώ οι γείτονες, οι συγγενείς και οι φίλοι, τους θεωρούσαν από τα πιο αγαπημένα ζευγάρια. Μάλιστα έχουν αποκτήσει και δυο παιδιά, τα οποία τώρα μεγαλώνουν μακριά από το σπίτι τους, στην αδερφή της γυναίκας.
Τι όπλισε το χέρι της 34χρονης δεν έχει γίνει ακόμα γνωστό. Φήμες στο χωριό, τότε που αποκαλύφθηκε πως όχι μόνο δολοφόνησε τον άντρα της, αλλά σκηνοθέτησε το φόνο έτσι που να μοιάζει με αυτοκτονία, λένε πως μπήκε στη ζωή τους τρίτο πρόσωπο. Ποια ήταν η δύναμη που μετέτρεψε την ήσυχη κοπέλα σε «γυναίκα – αράχνη» μένει να δούμε αν θα το αποκαλύψει η ίδια, από την θέση του κατηγορουμένου που βρίσκεται σήμερα.
Η δολοφονία του καπετάνιου στην Αργολίδα
Ήταν Δεκέμβριος του 2014 όταν στο κατώφλι φιλικού του σπιτιού στην Κοιλάδα Ερμιονίδας, βρίσκεται νεκρός ο 42χρονος καπετάνιος γνωστού εφοπλιστή.
H 38χρονη τότε, μητέρα ενός 10χρονου κοριτσιού, που στις 8 Δεκεμβρίου φέρεται να αφαίρεσε τη ζωή του 42χρονου συζύγου της, με δύο πιστολιές πυροβόλου όπλου, στην αυλή φιλικού τους σπιτιού στην Κοιλάδα Αργολίδας, ομολόγησε την πράξη της στους αστυνομικούς.
Αρχικά είχε γίνει λόγος για αυτοκτονία του 42χρονου καπετάνιου σε κότερο γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας, όμως τα στοιχεία της ιατροδικαστικής εξέτασης έδειξαν ανθρωποκτονία.
Ο 42χρονος είχε βρεθεί από φιλικό του πρόσωπο, με τραύματα από πυροβόλο όπλο στο κεφάλι και στην αριστερή πλευρά του θώρακα. Για την εξιχνίαση της υπόθεση υπήρξε πολύμηνη έρευνα της αστυνομία και όπως προέκυψε από την έρευνα, η 38χρονη κατά τη διάρκεια διαπληκτισμού με τον 42χρονο σύζυγό της, που όπως είπε είχαν οικογενειακές διαφορές, τον πυροβόλησε με περίστροφο και στη συνέχεια τράπηκε σε φυγή.
Η γυναίκα του άτυχου 42χρονου, είχε εμφανισθεί δύο φορές στην εκπομπή «Φως στο Τούνελ» της Αγγελικής Νικολούδη και υποστήριζε πως ζει για να δει τη σύλληψη των δολοφόνων του συζύγου της, μάλιστα είχε καταφερθεί και κατά των αστυνομικών του Ναυπλίου ότι δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους.
https://youtu.be/TUd4jp7pvLY
Το αποτρόπαιο έγκλημα στο χοιροστάσιο
«Στάχτη έπρεπε να γίνει, στάχτη τον έκανα», είπε η 26χρονη Κατερίνα Κοντού, αφήνοντας άφωνους τους αστυνομικούς που για ώρες εισέπρατταν την κατηγορηματική της άρνηση, όταν την ρωτούσαν για την τύχη του συζύγου της.
Η νεαρή γυναίκα βρέθηκε στην κορυφή της λίστας των υπόπτων για τη δολοφονία του 37χρονου συζύγου της Χρήστου, όταν το απόγευμα της 24ης Απριλίου του 1979 στο χοιροστάσιο, στη θέση «Βακαλόπουλος» στο Κάτω Χαρβάτι Παλλήνης, όπου εργαζόταν το ζευγάρι, εντοπίστηκε από τους αστυνομικούς, ανάμεσα στα λύματα, ένα μεγάλο κόκαλο που έμοιαζε να αποτελεί μέρος ανθρώπινου μηρού.
Η Κατερίνα Κοντού οδηγήθηκε, μέσα σε λίγες ημέρες, για δεύτερη φορά στην ασφάλεια και ολόκληρη τη νύχτα έλεγε και ξαναέλεγε στους αστυνομικούς, που την ανέκριναν, πως ο άνδρας της εγκατέλειψε την ίδια και τα τρία τους παιδιά, ένα περίπου μήνα νωρίτερα, φεύγοντας με δυο κακοποιούς τους οποίους περιέγραψε ως «αγριάνθρωπους και χασικλήδες».
Οι υποψίες των αδελφών που έφεραν την αποκάλυψη του φονικού
Τα αδέλφια, όμως, του Χρήστου Κοντού ήταν εκείνα που κινητοποίησαν τις αρχές αφού επέμεναν πως κάτι κακό είχε συμβεί στον αδελφό τους, ο οποίος εξαφανίστηκε ξαφνικά, χωρίς να αφήσει πίσω του κανένα ίχνος. Δεν έκρυβαν την πεποίθηση τους πως η νεαρή σύζυγος γνώριζε που βρίσκεται ο αδελφό τους και κρατούσε καλά κρυμμένο το μυστικό της. Άλλωστε, όπως είπαν στην αστυνομία, 5 χρόνια νωρίτερα είχε επιχειρήσει να σκοτώσει τον άνδρα της χτυπώντας τον με ένα τσεκούρι γιατί πίστευε πως είχε σχέση με μια συγγενή του και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 3 ετών με αναστολή, αφού το δικαστήριο αναγνώρισε πως βρισκόταν σε «πλήρη σύγχυση».
Αυτός ήταν και ο λόγος που το 1976 η οικογένεια Κοντού έφυγε από την Παλληκαριά Τρικάλων όπου διέμενε για την Αθήνα και το χοιροστάσιο της Παλλήνης. Το μόνο στοιχείο που είχε στη διάθεσή της η αστυνομία, ήταν κάποιες κηλίδες αίματος που εντοπίστηκαν στη βάση της σκάλας που οδηγούσε στο σπίτι όπου διέμενε η οικογένεια, πάνω από την αποθήκη ζωοτροφών του χοιροστασίου. Ωστόσο, κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά πως το αίμα ανήκε σε άνθρωπο και δεν προερχόταν από κάποιο ζώο.
Παράλληλα, στα εγκληματολογικά εργαστήρια άρχισε να εξετάζεται το μεγάλο κόκαλο το οποίο είχε βρεθεί στο φρεάτιο, προκειμένου να διαπιστωθεί αν προερχόταν από άνθρωπο ή από γουρούνι, όπως ισχυριζόταν η νεαρή γυναίκα. Το απόγευμα της 25ης Απριλίου οι αστυνομικοί βρέθηκαν μπροστά σε ένα ακόμη εύρημα που τους έφερε πιο κοντά στο σενάριο της δολοφονίας. Στο δεύτερο βόθρο του χοιροστασίου και μέσα σε μια σακούλα βρέθηκαν ματωμένα ρούχα τα οποία ανήκαν στον εξαφανισμένο άνδρα, ενώ λίγο αργότερα τα εργαστήρια επιβεβαίωναν πως είχαν στα χέρια τους κόκαλο ανθρώπου.
Τα στοιχεία μαρτυρούσαν, πλέον, πως στο χοιροστάσιο είχε διαπραχθεί ένα αποτρόπαιο έγκλημα κι έτσι, η αντίστροφη μέτρηση για την αποκάλυψη του δολοφόνου είχε αρχίσει. Όλες οι υποψίες στράφηκαν στην Κατερίνα Κοντού η οποία, όταν ενημερώθηκε για τα ευρήματα, κατάλαβε πως η ομολογία ήταν μονόδρομος. Η 26χρονη, ψύχραιμη, παραδέχτηκε πως ανήμερα της 25ης Μαρτίου του 1979 δολοφόνησε τον άντρα της, στη συνέχεια τον έκαψε, χρησιμοποιώντας βενζίνη και ότι απέμεινε από εκείνον το πέταξε στο βόθρο για να το εξαφανίσει.
«Τον χτυπούσα μέχρι να ξεψυχήσει»
«Τον χτυπούσα μέχρι να ξεψυχήσει… Με σκότωνε κάθε μέρα», είπε με αφοπλιστική ειλικρίνεια η νεαρή γυναίκα, μιλώντας στους αστυνομικούς, υποστηρίζοντας πως ο σύζυγος της ήταν μέθυσος και την χτυπούσε βάναυσα. Ξετυλίγοντας το κουβάρι της μοιραίας ημέρας, η Κατερίνα Κοντού περιέγραψε πως ο 37χρονος επέστρεψε μεθυσμένος από το σπίτι ενός γείτονα και όταν εκείνη αρνήθηκε να του δώσει κι άλλο κρασί, τη χτύπησε με συρματένιο βούρδουλα. Το ίδιο απόγευμα, ισχυρίστηκε, πως ο άνδρας αποφάσισε να πάει σε κοντινή ταβέρνα και όταν εκείνη αντέδρασε, την γρονθοκόπησε και απείλησε να τη σκοτώσει με ένα μαχαίρι. Η Κοντού, όπως περιέγραψε, βρισκόμενη σε άμυνα, άρπαξε μια τσάπα και χτύπησε τον άνδρα της δυο φορές. Εκείνος κατρακύλησε από τα σκαλιά στο ισόγειο όπου η γυναίκα τον αποτελείωσε, χτυπώντας τον άλλες τέσσερις φορές.
«Όταν βεβαιώθηκα πως ήταν νεκρός πέρασα ένα σχοινί στις μασχάλες του και τον έσυρα. Ήταν πολύ βαρύς. Τον τράβηξα μέχρι τον τόπο που καίμε τα σκουπίδια. Του έριξα βενζίνα από το μηχανάκι του και ξύλα. Έβαλα φωτιά, αλλά ύστερα από μισή ώρα έσβησε η φωτιά, χωρίς να τον κάψει ολόκληρο. Ξαναπήρα βενζίνα από το μοτοποδήλατο. Έριξα και περισσότερα ξύλα και ξανάβαλα φωτιά, η οποία κράτησε μία ώρα περίπου. Κάηκε. Το κεφάλι του είχε γίνει ένα στρογγυλό μεγάλο κάρβουνο και το μάζεψα και το έριξα σε μια σακούλα νάιλον, μαζί με μερικά κόκαλα που δεν είχαν καεί και πήγα και τα έριξα στον βόθρο αποχετεύσεως των απορριμμάτων των ζώων, στο παχυντήριο των γουρουνιών», όπως αφηγήθηκε η γυναίκα συμπληρώνοντας πως πέταξε ακόμη στο βόθρο ένα σεντόνι, μαξιλαροθήκες και δύο παντελόνια του θύματος με τα οποία προηγουμένως είχε σκουπίσει τα αίματα στην σκάλα.
«Είχε μαστιγώσει τη γυναίκα»
Μετά την άφιξη του στην Αθήνα, το 1976, το ζευγάρι βρήκε δουλειά στο χοιροστάσιο της Παλλήνης και έμενε στο σπίτι που τους παραχώρησε ο ιδιοκτήτης το οποίο βρισκόταν πάνω από την αποθήκη των ζωοτροφών. Ο εργοδότης τους, θα έλεγε αργότερα πως, αν και αρχικά όλα φαίνονταν φυσιολογικά στην πορεία διαπίστωσε πως είχαν ομηρικούς καυγάδες μεταξύ τους και πως ο Χρήστος Κοντός έπινε συνεχώς, «έφευγε από τη δουλειά και έδερνε αλύπητα τη γυναίκα του», αν και όπως ο ίδιος είχε διαπιστώσει, την αγαπούσε και τη ζήλευε. Αλλά και ο κτηνίατρος του χοιροστασίου, περιέγραψε το θύμα ως ένα άνθρωπο βίαιο και ανέφερε πως μια φορά την είχε μαστιγώσει. «Με αυτό το μαστίγιο θα μπορούσε να τη σκοτώσει», είπε χαρακτηριστικά.
Ο εργοδότης του ζευγαριού, ανατρέχοντας στις κρίσιμες ώρες που ακολούθησαν του εγκλήματος, υποστήριξε πως η 26χρονη γυναίκα τού ζήτησε βοήθεια γιατί δεν ήξερε πως δουλεύουν τα μηχανήματα στο χοιροστάσιο, λέγοντας του πως ο άνδρας της τους εγκατέλειψε ακολουθώντας δυο κακοποιούς. «Ήταν αναστατωμένη και αλλαγμένη. Της είπα να πάει στην αστυνομία για να δηλώσει την εξαφάνιση και εκείνη μου είπε “αύριο”». Αλλά και την επόμενη ημέρα η 26χρονη δεν πήγε στην αστυνομία και όταν και πάλι την ρώτησε, εκείνη του απάντησε πως ο άντρας της δεν θα γυρίσει.
Το φρικτό έγκλημα έγινε μπροστά στα μάτια της 6χρονης κόρης
Η δολοφονία του 37χρονου άνδρα από τη σύζυγο του έγινε πρωτοσέλιδο, με τις εφημερίδες να δημοσιεύουν αποκαλυπτικά στοιχεία για τη ζωή του ζευγαριού, αλλά και λεπτομέρειες για το έγκλημα. Μάλιστα, αναφέρθηκε πως η δολοφονία έγινε μπροστά στα μάτια της 6χρονης κόρης τους, με την εφημερίδα «Απογευματινή» να φιλοξενεί αφήγηση του παιδιού, στην οποία περιέγραφε πως η μητέρα της, μέσα στην κουζίνα του σπιτιού, χτύπησε τον πατέρα της στο κεφάλι και στη συνέχεια τον έσυρε έξω από το σπίτι και τον έκαψε, βάζοντας επάνω του ξύλα.
Όπως είπε το παιδί, όταν ρώτησε μαζί με τον αδελφό της τη μητέρα της τι έκανε, εκείνη τους απάντησε πως έκαιγε λάστιχα. Τα παιδιά είπαν πως δεν μίλησαν, γιατί φοβήθηκαν πως η μητέρα τους θα πάει φυλακή.
Η αφήγηση του παιδιού ήρθε να ενισχύσει τον ισχυρισμό των συγγενών του θύματος ότι η δολοφονία ήταν καλά σχεδιασμένη κι έγινε μέσα στην κουζίνα του σπιτιού τους, ενώ εκείνος ανυποψίαστος καθόταν σε μια καρέκλα.