Δυστυχώς, ο σχεδιασμός αυτός μπλέχτηκε στα γρανάζια του σαθρού πολιτικού μας συστήματος και στο τέλος βρεθήκαμε διπλά χαμένοι: είχαμε συμμετάσχει σε μια ανούσια στρατιωτική εκστρατεία, σαν αυτές που σήμερα ονομάζονται ανθρωπιστικές και στο τέλος οι Μεγάλες Δυνάμεις μάς «άδειασαν», για μία ακόμα φορά, με αποτέλεσμα την τραγική κατάληξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατέθεσε επίσημα τις ελληνικές διεκδικήσεις στο Συνέδριο της Ειρήνης στις 17 Δεκεμβρίου 1918. Ο Βενιζέλος στο υπόμνημά του ανέφερε τους αριθμούς των Ελλήνων που ζούσαν στα παράλια της Μικράς Ασίας (1.013.195 άτομα στο σύνολο) και πρόβαλλε διεκδικήσεις για τα περισσότερα από τα εδάφη στα οποία ζούσαν οι πληθυσμοί αυτοί. Αυτές οι εγγυήσεις είχαν ως αποτέλεσμα δηλώσεις υποστήριξης των ελληνικών θέσεων όπως αυτή του Κλεμανσό που δεσμεύτηκε ότι: «Η Γαλλία θα λάβει πρωτοβουλίαν επί εδαφικής επεκτάσεως της Ελλάδος εις Θράκην και εκθύμως θα υποστηρίξη υπέρ της Ελλάδος λύσιν του ζητήματος της Σμύρνης, αν προταθή υπό της Αγγλίας ή της Αμερικής».
Η στήριξη αυτή δόθηκε με αντάλλαγμα τη συμφωνία της ελληνικής πλευράς να συμμετέχει ο Ελληνικός Στρατός στην εκστρατεία που ετοίμαζαν οι Δυτικοί στο έδαφος της Ρωσίας και συγκεκριμένα στην Ουκρανία. Ο Βενιζέλος πιθανόν να φοβόταν μια συνεννόηση μεταξύ Σοβιετικής Ενωσης και Τουρκίας αφού η Γερμανία, ο πρώην σύμμαχος του σουλτάνου, είχε ήδη ηττηθεί στον Μεγάλο Πόλεμο, άρα είχε έναν ακόμα λόγο από την πλευρά του να προχωρήσει σε αυτή την παρέμβαση στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ενωσης.
Από την άλλη, ο λόγος που Αγγλοι και Γάλλοι επιθυμούσαν να επέμβουν στη Ρωσία ήταν φυσικά η Οκτωβριανή Επανάσταση και ό,τι συνεπαγόταν αυτή για τα υπόλοιπα κράτη της Ευρώπης, τις μοναρχίες και το καπιταλιστικό σύστημα.
Στις περιοχές της Ρωσίας, του Πόντου και του Καυκάσου ζούσαν τότε πολυάριθμοι ελληνικοί πληθυσμοί, οι οποίοι θα έβγαιναν χαμένοι από τη φιλοδυτική στάση της ελληνικής κυβέρνησης, αφού σε περίπτωση ήττας εκείνοι θα παρέμεναν εκεί για να υποστούν τις συνέπειες. Μπροστά, όμως, στο όραμα της Μεγάλης Ιδέας ο Βενιζέλος παρέβλεψε τις ανησυχίες αυτές, επιλέγοντας έτσι ένα μεγάλο εθνικό κράτος, παρά ένα μεγάλο έθνος ή λακωνικότερα κατά τον Αλέξανδρο Παπάγο: «Ο δρόμος για τη Μικρά Ασία περνάει από τη Ρωσία».
Για την ενίσχυση του δυτικού εκστρατευτικού σώματος η ελληνική κυβέρνηση έστειλε το Α’ Σώμα Στρατού υπό τη διοίκηση του υποστράτηγου Κωνσταντίνου Νίδερ. Σημαντικό ρόλο στο στράτευμα είχε και ο Νικόλαος Πλαστήρας ως διοικητής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων, που αργότερα διακρίθηκε στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Αν εξετάσουμε τους αριθμούς -από το σύνολο των 70.000 ανδρών της εκστρατείας στην Κριμαία οι 23.351 ήταν Ελληνες- τότε συμπεραίνουμε ότι η συμμετοχή μας στον πόλεμο αυτό δεν ήταν τυπική, αλλά συνιστούσε εμπλοκή μεγάλης κλίμακας αφού αποτελούσε τον κύριο στρατιωτικό πυλώνα της εκστρατείας.
Εκτός του ελληνικού στρατιωτικού σώματος συμμετείχαν η πρώτη γαλλική ομάδα μεραρχιών, ένα τμήμα πολωνικής μεραρχίας και ρωσικές δυνάμεις που ήταν αντίθετες στον μπολσεβικισμό, όπως οι «λευκοί» αξιωματικοί του τσαρικού στρατού. Η εκστρατεία ουσιαστικά ξεκίνησε όταν τα πλοία «Νορμανδία» και «Τίγρης» αποβίβασαν το 34ο Σύνταγμα Πεζικού στην Οδησσό, στις 21 Ιανουαρίου 1919. Οι Σοβιετικοί διέθεταν τρεις στρατιές με δύναμη 217.000 άνδρες στην περιοχή της Ουκρανίας με σκοπό να πατάξουν τους Ουκρανούς αυτονομιστές και στη συνέχεια να διώξουν τους ξένους από το έδαφός τους.
Τα πρώτα προβλήματα ξεκίνησαν όταν οι Γάλλοι διοικητές, που είχαν υπό τον έλεγχό τους όλες τις στρατιωτικές μονάδες, άρχισαν να συμπεριφέρονται με άνισο τρόπο στους Ελληνες, στέλνοντάς τους σε δυσκολότερες αποστολές, κάτι που δημιούργησε έντονη δυσαρέσκεια. Μόλις ο Κόκκινος Στρατός άρχισε να κινείται προς τα νότια, στην Κριμαία, έγινε φανερό ποιος θα ήταν ο νικητής της αναμέτρησης. Γρήγορα, μετά τις πρώτες μάχες, το εκστρατευτικό σώμα περιορίστηκε σε αμυντικό ρόλο, με σκοπό τη διατήρηση της γραμμής γύρω από την Οδησσό, αλλά δεν κατάφερε να αναχαιτίσει τις υπέρτερες δυνάμεις των Σοβιετικών. Τουλάχιστον, μπόρεσαν να υποχωρήσουν με τάξη περιορίζοντας έτσι τις απώλειες. Συνολικά, στην εκστρατεία της Ουκρανίας έχασαν τη ζωή τους 398 Ελληνες και τραυματίστηκαν 657.
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Έφυγε ο «δημιουργός» μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας
Οι μπολσεβίκοι προχώρησαν στη δική τους προπαγάνδα απέναντι στα συμμαχικά στρατεύματα. Συγκεκριμένα, στους Ελληνες στρατιώτες διακήρυτταν τα εξής: «Ελληνες αξιωματικοί και οπλίτες! Δεν γνωρίζομεν να εγένετο καμιά εχθρική πράξις εκ μέρους του ρωσικού λαού εναντίον της χώρας σας. {…} Σας καλούμε να μην προδώσετε τας παραδόσεις σας και σας προειδοποιούμεν ότι εάν πολεμήσετε εναντίον μας, θα είναι σκληρή η τιμωρία σας».
Στην προπαγάνδα αυτή είχαν τη βοήθεια αρκετών Ελλήνων κομμουνιστών που βρίσκονταν εκεί για να τους συνδράμουν, έχοντας ιδρύσει την Ελληνική Κομμουνιστική Ομάδα Οδησσού. Στη Μάχη της Μαριούπολης τον Μάρτιο του 1919 στο πλευρό του Κόκκινου Στρατού είχε πολεμήσει εθελοντικό στρατιωτικό σώμα αποτελούμενο αποκλειστικά από ντόπιους πατριώτες μας, ενώ υπάρχουν μαρτυρίες ότι αρκετοί Ελληνες στρατιώτες αρνήθηκαν να πολεμήσουν.
Μετά την ατυχή έκβαση των στρατιωτικών επιχειρήσεων το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα υποχώρησε στο έδαφος της Ρουμανίας και αργότερα απέπλευσε με προορισμό τη Σμύρνη όπου συνέχισε να μάχεται, αυτή τη φορά έναν διαφορετικό εχθρό. Η ιστορική προέλαση των Ελλήνων στην καρδιά της Ανατολίας είχε ξεκινήσει χωρίς κανείς να γνωρίζει το αποτέλεσμά της. Πολλοί από αυτούς που πήγαν στην Ουκρανία πολεμούσαν συνεχόμενα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Κριμαία και τέλος στην Τουρκία με όσες συνέπειες θα είχε στο μέλλον αυτό στην κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου.
Ανακεφαλαιώνοντας, η ουκρανική εκστρατεία είχε δύο βασικά επακόλουθα για την Ελλάδα: Το βασικό ήταν ότι ο Βενιζέλος απέσπασε τη σύμφωνη γνώμη των Δυτικών για να αποβιβάσει δυνάμεις στη Σμύρνη. Το δεύτερο, η εκκαθάριση των Ελλήνων της Σοβιετικής Ενωσης, που ξεκίνησε εκείνη την περίοδο και εντατικοποιήθηκε αργότερα.
Η ανθρωπιστική αποστολή του Νίκου Καζαντζάκη
Καλύτερη περιγραφή της τραγικής κατάστασης που βρέθηκε ο Ελληνισμός της περιοχής, μετά την αποτυχημένη εκστρατεία της Κριμαίας, δεν θα μπορούσε να υπάρξει από αυτή του Νίκου Καζαντζάκη. Εκείνη την περίοδο ο κορυφαίος Ελληνας στοχαστής, έχοντας τον τίτλο του διευθυντή του υπουργείου Περιθάλψεως της κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου, είχε αναλάβει να μεταφέρει στην Ελλάδα πάνω από εκατό χιλιάδες απελπισμένους Ελληνες του Καυκάσου. Ο ίδιος θα γράψει για την αποστολή του αυτή πως «Πρώτη φορά παρουσιαζόταν στη ζωή μου η ευκαιρία να μπω στην πράξη και να μην έχω πια να παλεύω με θεωρίες και ιδέες και Χριστούς και Βούδες, παρά με ζωντανούς, σάρκα και κόκαλα, ανθρώπους».
Ο Καζαντζάκης φτάνει από την Ιταλία στην Αθήνα και αναχωρεί για τον Καύκασο έχοντας μαζί του δέκα επιλεγμένους Κρητικούς συνεργάτες του, έτοιμους για τη μεγάλη αποστολή. Η συνέχεια από την «Αναφορά στον Γκρέκο»: «Υστερα από δύο βδομάδες έφευγα από τον Καύκασο, οι τελευταίες μέρες στάθηκαν πολύ πικρές, αλήθεια, είχαν αρχίσει να φεύγουν τα βαπόρια φορτωμένα ψυχομέτρι, έβλεπα την επέμβασή μου στην πράξη να φέρνει καρπό, έβλεπα κιόλα τους δουλευταράδες αυτούς Ελληνες να ριζώνουν στη Μακεδονία και στη Θράκη, και να γεμίζουν σιτάρι, καπνό κι ελληνόπουλα τα ρημαγμένα, βαρβαροπατημένα χώματα.
Το βαπόρι ήταν φορτωμένο ψυχές που ξεριζώθηκαν από τα χώματά τους και πήγαινα να τις μεταφυτέψω στην Ελλάδα. Ανθρωποι, αλόγατα, βόδια, σκάφες, κούνιες, στρώματα, άγια εικονίσματα, Βαγγέλια, τσάπες, έφευγαν τους Μπολσεβίκους και τους Κούρδους και δρόμωναν κατά τη λεύτερη Ελλάδα. Δεν είναι ντροπή να πω πως ήμουν βαθιά συγκινημένος, σα να ’μουν Κένταυρος, κι όλο τούτο συβάπορο το τσούρμο, σα να ήταν, από τον λαιμό και κάτω, το κορμί μου. Η Μαύρη Θάλασσα κυμάτιζε αλαφριά, σκούρα λουλακιά, και μύριζε σαν καρπούζι, ζερβά μας τ’ ακρόγιαλο και τα βουνά του Πόντου, μια φορά κι έναν καιρό δικά μας. Δεξά αστραφτερό, απέραντο το πέλαγο. Ο Καύκασος είχε σβήσει μέσα στο φως, μα οι γέροι, με τη ράχη γυρισμένη, κάθουνταν στην πρύμνα και δε μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από το αγαπημένο ουρανοθάλασσο. Ο Καύκασος είχε χαθεί, φάντασμα ήταν και σκόρπισε, μα απόμεινε ασάλευτος, αβασίλευτος βαθιά στις λαμπυρήθρες των ματιών τους. Δύσκολο, δύσκολο πολύ η ψυχή να ξεκολλήσει από την πατρίδα».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής