Από το 2006, όπως είπε ο Ντίτρι Μοραρένκο, δουλεύει ως πιλότος ελικοπτέρου Μi-8 στην εταιρία VALAN ICC η οποία διαθέτει ελικόπτερα τα οποία μισθώνει σε χώρες και διεθνείς οργανισμούς μαζί με το απαραίτητο προσωπικό, ενώ το προηγούμενο διάστημα εργαζόταν στο Αφγανιστάν.
Η σύνθεση της αποστολής
«H αποστολή μας ξεκίνησε από το Κισινάου. Σταματήσαμε στην Τουρκία για ανεφοδιασμό και τη 17η Ιουνίου φτάσαμε με το ελικόπτερο Mi-8 με διακριτικό ERMHU στο αεροδρόμιο Αρίσταρχος ο Σάμιος. Η αποστολή ήταν να ξεκινήσει στις 20-06-22. Συνολικά ήμασταν πέντε, όλοι Μολδαβοί, δυο πιλότοι, δυο μηχανικοί εδάφους και ένας μηχανικός πτήσης. Στο αεροδρόμιο γνωρίσαμε έναν Ελληνα ο οποίος ξέραμε ότι θα βοηθήσει σαν Ελληνας σύνδεσμος με τις τοπικές αρχές, ο οποίος μιλούσε αγγλικά. Στις 24 Ιουνίου το ελικόπτερο με το ίδιο πλήρωμα επιχείρησε για πρώτη φορά σε φωτιά στην Αστυπάλαια» κατέθεσε ο πιλότος ο οποίος το 1993 είχε τελειώσει την εκπαίδευσή του στον ρωσικό στρατό. Στη συνέχεια εργάστηκε στον μολδαβικό στρατό, επίσης ως πιλότος ελικοπτέρου, κι έχει συμπληρώσει 5.600 ώρες πτήσης.
Η βλάβη στο καλάθι
Στη συνέχεια ο πιλότος περιέγραψε τι συνέβη στην τελευταία πτήση τους. «Με κάλεσε ο Θοδωρής (σ.σ.: Βλάχος) και είπε ότι πρέπει να βγούμε για αποστολή, η ώρα ήταν λίγο μετά τις 14.00. Φύγαμε και οι έξι γρήγορα για το αεροδρόμιο. Το πρωτόκολλό μας λέει ότι σε 20 λεπτά πρέπει να βρισκόμαστε στον αέρα. Ο Θοδωρής ήταν υπεύθυνος για να μιλήσει με τον πύργο ελέγχου και μας έδινε οδηγίες πότε να απογειωθούμε και τις συντεταγμένες τις οποίες έπρεπε να πάμε για τη φωτιά. Φτάσαμε περίπου σε 20 λεπτά, κάναμε 5-6 ρίψεις νερού από τη θάλασσα και μετά παρατηρήσαμε δυσλειτουργία στο καλάθι του νερού. Είπα στον Θοδωρή και ζήτησε άδεια να επιστρέψουμε στο αεροδρόμιο. Επιστρέψαμε στη φωτιά, κάναμε λήψη νερού και ρίψεις με το καινούργιο καλάθι για περίπου 1 ώρα. Ο αέρας δυνάμωσε και τα κύματα είχαν μεγαλώσει». Ο καιρός, όπως λέει, χειροτέρευε αλλά ο ίδιος θεώρησε ότι θα μπορούσαν να κάνουν ακόμα 1 τελευταία ρίψη. Ομως αφού πήραν νερό και επιχείρησαν να σηκωθούν, ο αέρας χτύπησε το ελικόπτερο και το καλάθι έγειρε προς την ουρά.
Παρουσία Σακελλαροπούλου η χριστουγεννιάτικη μουσική εκδήλωση στον κήπο του Προεδρικού Μεγάρου
Τελευταία λήψη
«Σκέφτηκα ότι πρέπει να ακυρώσουμε την αποστολή ή να αλλάξουμε περιοχή λήψης νερού με καλύτερες καιρικές συνθήκες. Πήγαμε να κάνουμε μια τελευταία λήψη, κατά την προσπάθεια να σηκωθεί το ελικόπτερο, ο άνεμος το χτύπησε με αποτέλεσμα το ελικόπτερο να χάσει την ισορροπία του. Το ελικόπτερο άρχισε να περιστρέφεται. Εκανα όλες τις απαραίτητες κινήσεις που προβλέπονται για να το επαναφέρω σε ισορροπία. Μείωσα την ταχύτητα, άλλαξα την πορεία και μείωσα την ισχύ. Δεν είχαμε πολύ χρόνο. Ο μηχανικός μού είπε ότι το καλάθι είχε πάει προς την ουρά. Του είπα να το απελευθερώσει, πάτησα εγώ το κουμπί απεμπλοκής του καλαθιού, αλλά δεν λειτούργησε. Μια δυνατή ριπή του αέρα χτύπησε από πίσω την ουρά και μας πέταξε στη θάλασσα, σε κλάσματα δευτερολέπτου βρεθήκαμε στο νερό».
«Αναποδογύρισε»
Στη συνέχεια το ελικόπτερο κόπηκε στα τρία και οι επιβαίνοντες βγήκαν στο νερό χωρίς σωσίβια. Αυτό ήταν μοιραίο για τον συγκυβερνήτη που δεν μπορούσε να κολυμπήσει, αλλά ούτε ο Θεόδωρος Βλάχος κατάφερε να βγει στην ακτή. Ο πιλότος περιγράφει τις εφιαλτικές στιγμές που ακολούθησαν, με τον ίδιο να μην καταφέρνει, όπως λέει, να βοηθήσει τους συνεπιβάτες του στη μοιραία πτήση. «Οι έλικες και η ουρά αποκολλήθηκαν άμεσα της ατράκτου. Ολοι ήμασταν δεμένοι. Λύσαμε τις ζώνες μας, ο μηχανικός που βρισκόταν πίσω πρόλαβε και βγήκε αμέσως έξω πρώτος. Στη συνέχεια το ελικόπτερο αναποδογύρισε. Εμάς μας είχε πάει όλους στο πίσω μέρος και η καμπίνα ήταν πλημμυρισμένη πάνω από τη μέση. Βρήκα την έξοδο κινδύνου η οποία ήταν η μισή μέσα στο νερό. Την άνοιξα, βγήκε έξω πρώτα ο Θοδωρής και μετά ο συγκυβερνήτης μου. Ακουσα τον Θοδωρή να φωνάζει βοήθεια στα ελληνικά. Τελευταίος βγήκα εγώ. Ηθελα να βοηθήσω τον Θοδωρή, αλλά είχε τόσο κύμα που τον είχε ήδη απομακρύνει αρκετά. Δεν μπορούσα να τον πλησιάσω. Πήγα στον συγκυβερνήτη μου, τον Serghei, μου είπε ότι δεν ξέρει κολύμπι, είδα ότι έπινε νερό, προσπάθησα να τον κρατήσω στην επιφάνεια. Είδα τότε ένα πλαστικό κουτί να επιπλέει, του είπα να περιμένει να πάω να το φέρω, να κρατηθεί μέχρι να έρθει κάποιος να μας σώσει. Ξεκίνησα να κολυμπάω προς το κουτί αλλά τα κύματα το τραβούσαν μακριά μου και δεν μπορούσα να το φτάσω. Ξαναγύρισα προς τον Serghei, ήταν ήδη με το πρόσωπο μέσα στη θάλασσα. Προσπάθησα να τον επαναφέρω αλλά δεν τα κατάφερα. Είπα στον μηχανικό να κολυμπήσουμε μαζί προς τα έξω. Τα κύματα ήταν μεγάλα, σε κάποια στιγμή τον έχασα. Αρχισα να χάνω τις δυνάμεις μου, τα κύματα ήταν κόντρα προς την ακτή. Τα άφησα να με παρασύρουν προσπαθώντας να παίρνω ανάσες. Μετά από ώρα με πήγαν σε κάποια βράχια. Κατάφερα να σκαρφαλώσω. Είδα τρία σκάφη και ελικόπτερα να ψάχνουν την περιοχή. Εκανα νοήματα αλλά δεν μ’ έβλεπαν. Προσπάθησα να ανέβω το βουνό δύο φορές, αλλά έφτανα σε αδιέξοδο. Κάποια στιγμή είδα δυο μικρά σκάφη του στρατού να πλησιάζουν. Κατέβηκα στα βράχια, με είδαν, με πήραν και με μετέφεραν στην ακτή. Στη συνέχεια ασθενοφόρο με μετέφερε στο νοσοκομείο».
«Ο Θοδωρής ήθελε να βοηθήσουμε τον κόσμο»
Σύμφωνα με την κατάθεση υπήρχαν σωσίβια στο ελικόπτερο αλλά κανένας από τους επιβαίνοντες δεν πρόλαβε να το φορέσει. «Δεν είχαμε χρόνο, το μπροστινό μέρος του ελικοπτέρου βυθίστηκε πολύ γρήγορα. Επρεπε να βγούμε άμεσα, μη μας πάρει μαζί του στον βυθό» είπε ο πιλότος προσθέτοντας ότι ο Ελληνας συντονιστής ανησυχούσε για την εξέλιξη της φωτιάς που είχε πάρει διαστάσεις. «Οι καιρικές συνθήκες είχαν γίνει πολύ άσχημες, είχα στο μυαλό μου να ακυρώναμε, ο Θοδωρής ήθελε να βοηθήσουμε τον κόσμο, η πυρκαγιά ήταν πολύ μεγάλη. Πριν απ’ το δυστύχημα είπα στον συγκυβερνήτη αυτή είναι η τελευταία μας ρίψη και γυρίζουμε πίσω ή αλλάζουμε περιοχή λήψης νερού». Οπως είπε ο πιλότος, βάσει πρωτοκόλλου μιλούσαν με τον πύργο ελέγχου κάθε 30 λεπτά και ενημέρωναν αν είναι όλα καλά, ενώ για το αν θα πρέπει να ακυρωθεί μια πτήση, το συζητά με το πλήρωμα, αλλά η τελική απόφαση είναι δική του.
Προσφυγή στη δικαιοσύνη
Το τηλεφώνημα από μια γειτόνισσα ότι έπεσε πυροσβεστικό ελικόπτερο στη Σάμο ακούστηκε σαν βόμβα το απόγευμα της 13ης Ιουλίου στο σπίτι του Θεόδωρου Βλάχου. Η σύζυγός του Δήμητρα και τα δυο ανήλικα παιδιά τους, 16 και 10 ετών, βρίσκονται μέχρι σήμερα σε σοκ από τη βαριά απώλεια. Ο έμπειρος στρατιωτικός είχε πάρει πρόωρη σύνταξη και τα τελευταία καλοκαίρια εργαζόταν στα ενοικιαζόμενα ελικόπτερα για να στηρίξει την οικογένειά του. Αλλη μια φορά στο παρελθόν, το 2007, είχε έρθει αντιμέτωπος με τον θάνατος λόγω σοβαρής βλάβης στο ελικόπτερο με το οποίο πετούσε στα Μέγαρα, αλλά κατάφερε τελικά να το προσγειώσει και να βγει σώος. Η οικογένειά του, που τον περίμενε με ανυπομονησία, καθώς λίγες μέρες μετά το δυστύχημα θα ξεκινούσαν όλοι μαζί τις καλοκαιρινές τους διακοπές, είναι αποφασισμένη να προσφύγει στη δικαιοσύνη ώστε να διαπιστωθεί αν υπάρχουν ευθύνες που το ελικόπτερο συνέχισε να πετά υπό τόσο αντίξοες καιρικές συνθήκες.