«Ο θυελλώδης αέρας, το δύσβατο της περιοχής, οι υψηλές θερμοκρασίες και η παρατεταμένη ξηρασία δημιούργησαν ένα “εκρηκτικό κοκτέιλ”. Επίσης, η εναλλαγή του δασικού με το αγροτικό και το αστικό τοπίο ήταν μία τεράστια πρόκληση. Στα δάση πήγαιναν πεζοπόρα για να σβήσουν τη φωτιά. Στα σπίτια οι πυροσβέστες έπρεπε να περιμένουν να σβήσει και η τελευταία εστία πριν αποχωρήσουν, καθώς δίπλα ήταν δάσος και πιο κάτω άλλα σπίτια. Ταυτόχρονα οι ρίψεις από τα εναέρια μέσα έπρεπε να γίνονται με ειδικό σχεδιασμό για να μην πέσουν στα κεφάλια των πυροσβεστών. Eνας πολύ δύσκολος γρίφος…», υπογράμμισε.
Μάλιστα, ο αντιπύραρχος στάθηκε ιδιαίτερα στον παράγοντα «αέρα», καθώς όπως είπε ήταν αυτός που έκανε την πυρκαγιά να… προσπεράσει και τις τρεις ζώνες άμυνας που είχαν δημιουργήσει οι πυροσβεστικές δυνάμεις για να σβήσουν τη φωτιά.
«Κυριολεκτικά οι καύτρες… πετούσαν. Ο αέρας τις έπαιρνε και τις μετέφερε έως και 200 μέτρα μακριά. Στηνόμασταν για να έρθουμε “πρόσωπο με πρόσωπο” με την πυρκαγιά και δεν προλαβαίναμε. Η φωτιά μάς… προσπερνούσε πάνω από τα κεφάλια μας και ξαφνικά τη βρίσκαμε από πίσω μας! Επίσης, ήταν απίστευτο το θερμικό φορτίο. Οι φλόγες έφταναν τα 30 μέτρα σε ύψος και πολλοί συνάδελφοι είτε λιποθυμούσαν από τη ζέστη είτε έριχναν πάνω τους νερό από τις δεξαμενές των πυροσβεστικών αυτοκινήτων, το οποίο και αυτό ήταν ζεστό!», κατέληξε.
Κικίλιας: Αντιολισθητικές αλυσίδες σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές καθ' όλη τη διάρκεια των εορτών
Μάχιμος πυροσβέστης για περισσότερα από 25 χρόνια, ο αντιπύραρχος αναφέρθηκε και στις δυσκολίες που αντιμετώπισαν και οι συνάδελφοί του. «Πρώτες έφτασαν οι μονάδες της Αττικής. Ομως, η φωτιά γιγαντωνόταν και έρχονταν συνέχεια ενισχύσεις. Από Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Αγρίνιο, Πελοπόννησο και από αλλού. Ερχονταν διπλά πληρώματα, ώστε να αλλάζουν ανά δώδεκα ώρες. Υπήρχαν περιπτώσεις συναδέλφων που δεν εγκατέλειψαν το πεδίο για 40 ώρες. Οποτε μπορούσαν έκαναν λίγα μέτρα πίσω και κοιμόντουσαν είτε κάτω από ένα δέντρο είτε στο πίσω κάθισμα του πυροσβεστικού οχήματος», τόνισε.
Ομως οι πυροσβέστες γνωρίζουν πλέον τις δυσκολίες και πήγαν προετοιμασμένοι. «Ο καθένας είχε στο ατομικό σακίδιό του ηλεκτρολύτες, μπισκότα, ξηρά τροφή, αναβράζουσες βιταμίνες, ταλκ για τα παπούτσια, μπλούζες και γάντια. Οτι θα μπορούσε να τους κρατήσει “στο πόδι” και μάχιμους για αρκετή ώρα», τόνισε.
Η μητέρα, τα παιδιά και τα παιχνίδια
Η φωτιά πλησίαζε μαινόμενη τα πρώτα σπίτια του Βαρνάβα. Οι πυροσβέστες έπρεπε να εκκενώσουν την περιοχή και να οδηγήσουν σε ασφαλές σημείο τους κατοίκους, τα σπίτια των οποίων βρίσκονταν στην πορεία της λαίλαπας. «Γρήγορα… Πρέπει να φύγετε άμεσα… Υπάρχει κίνδυνος…», φώναζαν στους ένοικους μονοκατοικίας. Τα μέλη μίας οικογένειας εγκατέλειπαν τρομοκρατημένα το σπίτι τους. «Ο πατέρας κρατούσε μία βαλίτσα με όσα πρόχειρα ρούχα πρόλαβε να βάλει. Δεν ήξεραν αν θα υπάρχει το σπίτι και τα υπάρχοντά τους όταν θα επιστρέψουν. Η μητέρα κουβαλούσε σακ βουαγιάζ με λίγες κονσέρβες και ο γιος τους είχε τα παιχνίδια του στα χεράκια του… Ετρεχαν για να ξεφύγουν από τη φωτιά», συνεχίζει ο Κωνσταντίνος Τσίγκας.
«Στη Νέα Μάκρη γυναίκα, που εγκατέλειπε το σπίτι της και ήδη κρατούσε δύο γεμάτες βαλίτσες με ρούχα, ζήτησε από τους συναδέλφους πυροσβέστες να τη βοηθήσουν με τα δύο σκυλιά της. Δεν θα μπορούσε να τα αφήσει να πεθάνουν αβοήθητα. Φυσικά, οι συνάδελφοι τα πήραν αγκαλιά και τους οδήγησαν όλους σε ασφαλές σημείο. Λίγη ώρα μετά την απομάκρυνσή της το σπίτι τυλίχθηκε στις φλόγες», κατέληξε.
Ειδήσεις σήμερα
Άγρια συμπλοκή σε πλοίο: Στον εισαγγελέα Σύρου οι 11 επιβάτες, μετά τα χθεσινά επεισόδια
Έρχονται 6.956 μόνιμες προσλήψεις το φθινόπωρο – Τα 5 πακέτα διαγωνισμών