Ενα νομοθέτημα με το οποίο επιλύθηκαν πολλά προβλήματα, που αφορούσαν την παρουσία, την οργάνωση και τη δράση όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Ελληνική Επικράτεια, τα οποία δεν καλύπτονταν από το Σύνταγμα και τους ειδικούς νόμους.
Με τον συγκεκριμένο νόμο προβλέπεται ο τρόπος νομιμοποίησης και αναγνώρισης των εν Ελλάδι θρησκευτικών κοινοτήτων και ενώσεων και ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας τους, το σημαντικότερο όμως είναι ότι εμπεδώνεται στην πράξη, από μέρους της Ελληνικής Πολιτείας, ο σεβασμός στη θρησκευτική ελευθερία και στα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ προσδιορίζεται και κατά περιεχόμενο ο ασαφής και γενικός όρος «γνωστή θρησκεία».
Συγκεκριμένα ο νομοθέτης με το άρθρο 13 του Συντάγματος διακηρύσσει υπό μία γενική έννοια την ελευθερία και την ισότητα όλων των γνωστών θρησκειών, εγγυάται το απαραβίαστο της θρησκευτικής ελευθερίας και διασφαλίζει ότι κάθε «γνωστή θρησκεία» προστατεύεται από το Κράτος. Η διάταξη αυτή επίσης αντικατοπτρίζει τον σεβασμό στον θρησκευτικό πλουραλισμό και κατοχυρώνει την εσωτερική αυτονομία των θρησκευτικών κοινοτήτων συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως και της άσκησης των λατρευτικών υποχρεώσεων, κατ’ εφαρμογή και αναλογία προς τα διεθνή συνταγματικά πρότυπα και επιταγές.
Με τον νόμο περί θρησκευτικών κοινοτήτων έχουμε την εμπράγματη πλέον αποτύπωση ολοκλήρου του πλαισίου των περί θρησκείας, αμέσων ή εμμέσων, συνταγματικών διατάξεων και επιταγών. Επιπλέον καθορίζεται το πλαίσιο ελέγχου και εποπτείας του Ελληνικού Κράτους ως προς τη λειτουργία και οργανωτική δομή των θρησκευτικών κοινοτήτων, χωρίς να αμφισβητείται το εσωτερικό δίκαιο εκάστης θρησκευτικής κοινότητας ως προς τα sacra interna corporis θέματα, αφού με βάση το άρθρο 13 του Συντάγματος έχει τεθεί το νομικό όριο μεταξύ της κρατικής παρέμβασης και του θρησκευτικού αυτοπροσδιορισμού (βλ. ΣτΕ 2154/1988 και 944/2020).
Στο πλαίσιο του ιδίου νομοθετήματος επιτυγχάνεται και η πλήρης εξίσωση της έννοιας της επικρατούσας θρησκείας προς τις λοιπές θρησκευτικές κοινότητες, ως προς τον τρόπο αντιμετώπισής τους από την Ελληνική Πολιτεία, αφού πλέον ισχύει και για αυτές ως απαραίτητη προϋπόθεση αναγνώρισής τους η ομολογία πίστεως, η σαφής θρησκευτική οργάνωση, η ύπαρξη λειτουργών και ελαχίστου αριθμού πιστών μελών και καταστατικού σύμφωνο προς το εσωτερικό τους δίκαιο. Η εξίσωση αυτή δίνει και ανάλογα προνόμια αλλά και υποχρεώσεις έναντι του Ελληνικού Κράτους.
Εξίσου σημαντική είναι η περιγραφή, κατά περιεχόμενο, της συνταγματικά γενικής και ασαφούς έννοιας «γνωστή θρη-σκεία». Στο άρθρο 17 του νόμου δηλώνεται απερίφραστα ότι: «τεκμαίρεται ως γνωστή θρησκεία κάθε θρησκεία και δόγμα που για την άσκηση της δημόσιας λατρείας της, τελεί σε ισχύ σχετική άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ναού ή ευκτηρίου οίκου της».
Ο νόμος λοιπόν 4301/2014 στη δεκαετή εφαρμογή του, έλυσε πάρα πολλά προβλήματα που ήταν σε εκκρεμότητα για πολλά χρόνια, κυρίως όμως έδωσε τη δυνατότητα σε κάθε θρησκευτική κοινότητα να διεκδικήσει την αναγνώριση και νομιμοποίηση της και να οριοθετήσει τις σχέσεις της με το Ελληνικό Κράτος, το οποίο για άλλη μια φορά επιβεβαίωσε τον σεβασμό του στη θρησκευτική ελευθερία και στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ο συγκεκριμένος νόμος, με την δεκαετή πλέον εφαρμογή του δικαιώνει, και την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος για την θετική στάση της και την συμβολή της, στο πλαίσιο των διακριτών ρόλων, αφού έμπρακτα πλέον η Ορθόδοξη Εκκλησία επιβεβαιώνει ότι σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και την θρησκευτική ελευθερία όλων των πολιτών που θρησκεύουν στην Πατρίδα μας.