Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά
ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος
εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός
άγιος και Πνευματικός,
στη γη να περπατήσει
και να μας καλοκαρδίσει.
Αγιος Βασίλης έρχεται,
άρχοντες το κατέχετε (ή “και δε μας καταδέχεται”),
από την Καισαρεία,
συ’ σαι αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί,
Ζαχαροκάντιο ζυμωτή
χαρτί, χαρτί και καλαμάρι
δες και, δες και με το παλικάρι.
Το καλαμάρι έγραφε,
την μοίρα του την έλεγε
και το, και το χαρτί ωμίλει
Αγιε μου καλέ Βασίλη.
Πανελλήνια Β’
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή, κι αρχή καλός μας χρόνος,
εκκλησιά, εκκλησιά με τ άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός, Άγιος και πνευματικός,
στη γη, στη γη να περπατήσει
και να μας, και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται, (άρχοντες το κατέχετε),
από, από την Καισαρεία, ζησ αρχό, ζήσ’ αρχόντισσα κυρία.
Βαστάει εικόνα και χαρτί, (με το Χριστό το Λυτρωτή),
χαρτί, χαρτί και καλαμάρι, δες και με, δες κι εμέ το παλικάρι.
Σ αυτό το σπίτι που ρθαμε, πέτρα, πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια, χίλια χρόνια να ζήσει.
Και του χρόνου !
Πόντου
Αρχή κάλαντα κι αρχή του χρόνου κι αρχή του χρόνου.
Πάντα κάλαντα, πάντα του χρόνου πάντα του χρόνου.
Αρχή μήλον εν κι αρχή κυδών εν κι αρχή κυδών εν
Κι αρχή βάλσαμον το μυριγμένον το μυριγμένον.
Εμυρίστεν ατό ο κόσμος όλον ο κόσμος όλον.
Για μύριστ ατό και εσύ αφέντα καλέμ αφέντα.
Λύσον την κεσέ σ και δος παράδας και δος παράδας.
Κι αν ανιοιείς μας χαράν σην πόρτας σ χαράν σην πόρτας σ.
Ευχές Χρόνια Πολλά, πάντα και του χρόνου Καλή χρονία και σ όλα τα σπίτ(ι)α υείαν κι ευλοίαν.
Κρήτης
Ταχειά ταχειά ν’ αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου,
αύριο ξημερώνεται τ’ Αγίου Βασιλείου.
Πρώτα που βγήκεν ο Χριστός στη γη να περπατήσει,
εβγήκε και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες.
Τον πρώτο που χαιρέτησε ήταν o Άγιος Βασίλης
– Καλώς τα κάνεις Βασιλειό, καλόν ζευγάριν έχεις;
-Καλό το λες αφέντη μου καλό και ευλογημένο,
που το ‘βλογά η χάρη σου με το δεξιό σου χέρι,
με το δεξιό με το ζερβό με το μαλαματένιο.
-Για πες μου Αη Βασίλη μου πόσα μουζούρια σπέρνεις;
-Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δέκα πέντε
ταή και ρόβι δεκαοχτώ κι από νωρίς στο στάβλο.
Εθέρισα κι αλώνεψα κι έκαμα χίλια μόδια,
και τα κορκοσκινίσματα χίλια και πεντακόσια.
Μα τ’ άλλα δεν εμέτρησα γιατί Χριστός επέρνα,
και κειά που στάθην’ ο Χριστός χρυσόν δεντρίν εβγήκεν,
και κειά που μεταπάτησε χρυσό κυπαρισσάκι,
που ‘χε στην μέση τον σταυρό και στην κορφή την βρύση,
στα μεσοκλωναράκια του πέρδικα κακαρίζει.
-Κακάριζε κακάριζε πέρδικα κορωνάτη,
μα επά τον έχουν τον υγιό, το μοσχοκανακάρη.
Κρήτης
Ταχιά ταχιά ειν’ αρχιμηνιά, ταχιά ειν’ αρχή του χρόνου,
ταχιά ειν’ όπου περπάτησε αφέντης μου στον κόσμο.
Και βγήκε και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες,
κι ο πρώτος που χαιρέτησε ήταν ο Αγιός Βασίλης.
– Ώρα καλή σου βασιλιά τι σπέρνεις την ημέρα,
με το στραβό, με το κουτσό με το στεφανοκέρι;
– Σπέρνω κριθάρι δώδεκα και στάρι δεκαπέντε,
ταγί και ρόβι δεκαοχτώ κι από νωρίς στο στάβλο.
Μουζούρι στάρι έσπειρα κάτου στο περιγιάλι,
και ωτί τ’ ανεργιαστήκανε περδίκια και λαγούδια.
– Στένω βροχάδες για λαγούς και πλάκες για περδίκια,
ούτε λαγούδια έπιασα, ούτε λαγούδια πιάνω.
Επά που καλαντρίσαμε καλά μας επληρώσαν,
πολλά να έχει τα έχη τους και τα ποδόματά τους.
Και αν έχουν και αρσενικό παιδί στη σέλα καθισμένο,
να σιέται να λυγίζεται να πέφτει το λογάδι,
να το μαζώνει η μάνα του, να ‘χει χαρά μεγάλη.
– Άψε Βαΐτσα το κερί, άψε και το λυχνάρι,
και κάτσε και ντουσούντιζε ίντα θα μας εφέρει.
Για πα και για λουκάνικο, κι απ’ αγριμιού κομμάτι,
κι από τη μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι,
κι αν το ‘κανε κι η γαλανή ας είναι ζευγαράκι.
Κρήτης
Καλήν ημέραν άρχοντες αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την Θείαν γέννηση να πω στ’ αρχοντικόν σας.
Σήμερον ειν’ αρχιμηνιά και είναι και πρώτη ημέρα,
και ήρθε ο Μάρτης και ηύρε μας τον καθαρόν αέρα.
Δώστε μας και τον κόπο μας, ότι ‘ναι ο ορισμός σας,
και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.
Κι αν είναι με το θέλημα χρυσή μου περιστέρα,
άνοιξε και την πόρτα σου να πούμε καλησπέρα.
Του χρόνου πάλι να ‘ρθουμε μ’ υγεία να σας βρούμε,
στο σπίτι σας χαρούμενους κι όλοι να τραγουδούμε.
Και του καιρού χαιράμενοι να ειν’ η αφεντιά σας,
ο νοικοκύρης κι η κερά και τα παιδόγγονά σας.
Ταχιά – ταχιά ν’ αρχιμηνιά, ταχιά ν’ αρχή του χρόνου,
ταχιά ‘ναι που επροπάτηξεν ο Κύριος του Κόσμου.
Εκιά που πέρασε ο Χριστός χρυσά δεντρά ανθούσαν,
κι απάνω στα κλωνάρια τους πέρδικες κελαηδούσαν.
Σε τούτονε τ’ αρχοντικό ερέχτηκα και μπήκα,
γιατί ‘ναι τα δοκάρια του μηλιές και κυπαρίσσα.
Μα ακόμη δεν το ηύρηκες το μάνταλο ν’ ανοίξεις,
να μας εδώσεις κατιτίς κι ύστερα να σφαλίξεις.
Κι εδά καληνυχτίζουμε κι εσένα πρωταφέντη,
ολοχρονίς στο σπίτι σου ο Θιός καλό να πέμπει.
Ζακύνθου
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος
υγεία αγάπη και χαρά να φέρει ο νέος χρόνος.
Να ζήσει ο κύρης ο καλός, να ζήσει κι η κυρά του
όλα του κόσμου τα καλά να έχει η φαμελιά του.
Να ζήσει τ’ αρχοντόπουλο πού ‘χει καρδιά μεγάλη
σε μας και στην παρέα μας ένα φλουρί να βγάλει.
Κεφαλληνίας
Άγιος Βασίλης έρχεται Γενάρης ξημερώνει
ο μήνας που μας έρχεται το χρόνο φανερώνει.
Τραλαλά…
Την άδεια γυρεύουμε στο σπίτι σας να μπούμε
τον άγιο με όργανα και με φωνές να πούμε.
Τραλαλά…
Εκοίταξα στον ουρανό και είδα δυο λαμπάδες
και με το καλωσόρισες καλές σας εορτάδες
Τραλαλά…
Και πάλι ξανακοίταξα και είδα δυο στεφάνια
και με το καληνύχτισμα καλά σας Θεοφάνια.
Τραλαλά…
Κερκύρας
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, πρώτη του Γεναρίου,
αύριο ξημερώνεται τ’ Αγίου Βασιλείου.
Άγιος Βασίλης έρχεται, από την Καισαρεία
βαστάει εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε:
-Βασίλη πόθεν έρχεσαι και πόθε κατεβαίνεις;
-Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω,
να μάθω τ’ Άγια γράμματα και τ’ Άγιο Ευαγγέλιο.
Σ’ αυτήν την πόρτα που ήρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει,
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χρόνια πολλά να ζήσει.
Να ζήσει χρόνους εκατό, και να τους απεράσει,
και στων παιδιών του τις χαρές, κουφέτα να μοιράσει.
Κυρά χρυσή, κυρ’ αργυρή, κυρά μαλαματένια,
που σε χτενίζουν άγγελοι με τα χρυσά τους χτένια.
Άνοιξε το πουγκάκι σου το μαργαριταρένιο,
και δώσε μ’ ένα τάλιρο, ας είναι κι ασημένιο.
Και τώρα καληνύχτα σας, καλό ξημέρωμά σας,
κι ο Άγιος Βασίλειος να είναι βοήθειά σας.
Μακεδονίας
Ήρθε πάλι νέο έτος εις την πρώτη του μηνός
ήρθα να σας χαιρετίσω, δούλος σας ο ταπεινός.
Ο Βασίλειος ο Μέγας ιεράρχης θαυμαστός
εις την οικογένειά σας νά ‘ναι πάντα βοηθός.
Τα παιδιά εις το σχολείο να πηγαίνουνε συχνά
να μαθαίνουνε το βίο, της πατρίδας τα ιερά.
Και για τους ξενιτεμένους έχω να σας πω πολλά,
σας αφήνω “καληνύχτα” και του χρόνου με υγειά.
Δυτικής Μακεδονίας
Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει,
σα φέτος και του χρόνου.
Εδώ σε τούτη την αυλή, στο μαρμαροστρωμένο,
εδώ ‘χουν χίλια πρόβατα και δυο χιλιάδες γίδια.
Σαν τα μυρμήγκια περπατούν, σαν τα μελίσσια πάνε,
με τη φλογέρα τα λαλούν, με την αντρειά τα διώχνουν.
Χρόνια πολλά, καλή χρονιά στο σπίτι σας.
Ικαρίας
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά,
κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’ άγιος θρόνος.
Άγιος Βασίλης έρχεται από τον κάβο Πάπα,
βαστάει και στην πλάτη του μια μαλλιαρή θυλάκα,
να βάλει μέσα τα ψωμιά, τις τηγανίτες, τα λεφτά.
Εσένα αφέντη, πρέπει σου καρέκλα καρυδένια,
για ν’ ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια.
Και πάλι ξαναπρέπει σου, βάλε στραβά το φέσι σου,
και δίπλα το βρακί σου, να σκάσουν οι εχθροί σου.
Πολλά είπαμε τ’ αφέντη μας, ας πούμε της κυράς μας.
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά ταπανοφρύδα,
που έχεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος,
και του κοράκου τα φτερά τα ‘χεις ταπανοφρύδια.
Που όταν λουστείς και χτενιστείς και πας στην εκκλησιά σου,
η στράτα ρόδα γέμισε απ’ την περπατησιά σου.
Πολλά ‘παμε και της κυράς, ας πούμε και της κόρης.
Έχεις και κόρη όμορφη, που δεν έχει ιστορία,
ούτε στην Πόλη βρίσκεται, ούτε στη Βενετία.
Έχεις και κόρη όμορφη, βάλτηνε στο ζεμπίλι,
και κρέμασέτηνε ψηλά, να μη τη φάν’ οι ψύλλοι.
Πολλά ‘παμε, πολλά ‘παμε, μα δε μας εκεράσατε,
κι αν ακόμα θε να πούμε, βάλτε μας κρασί να πιούμε.
Εφάγαμε τον πετεινό, να φάμε και την κότα,
και δώστε το φλουράκι μας, να πάμε σ’ άλλη πόρτα.
Μάνης
Ταχιά ταχιά ειν’ αρχιμηνιά,
ταχιά ειν’ αρχή τον χρόνου,
αρχή ειν’ αρχή τα κάλαντα,
κι αρχή τον Γεναρίου.
Μέσα κοιμάται αφέντης μας,
μαζί με την κυρά μας,
και ποιος να μπει και ποιος να βγει,
και ποιος να τους ξυπνήσει;
Ξύπνησε, αφέντη, ξύπνησε,
να φάμε και να πιούμε.
Αφέντη πύργος φαίνεσαι,
κι ορθός σαν κυπαρίσσι,
και του ματιού σου η σαϊτιά,
πύργους ξεθεμελιώνει,
πύργους και πετροπήγαδα,
κι αυλές μαρμαρωμένες.
Είπαμε δα τ’ αφέντη μας,
ας πούμε της κυράς μας.
Κυρά μαρμαροτράχηλη,
και φεγγαρομαγούλα,
και κρουσταλλίδα του νερού,
και πάχνη από τα χιόνια.
Όπου τον έχεις τον υγιό,
τον λευκοχαναχάρη,
που λούζεις και χτενίζεις τον,
και στο σχολειό τον στέλνεις.
Κι ο δάσκαλος τον έβαλε,
να του χαλαναρχείσει,
κι εξέπασέ του το κερί,
κι έκαψε το χαρτί του,
κι έκαψε και τα ρούχα του,
τα μορφογαζωμένα,
κι ο δάσκαλος τον έδειρε,
με το χρυσό βιτσάρι.
Παίρνει τον το παράπονο,
την άκρην άκρη πάει,
στο δρόμο τον συναπαντούν,
οι δώδεκα Απόστολοι:
«Έλα να φας, έλα να πιεις,
έλα να τραγουδήσεις».
Χίου
Εις αυτό το Νέο Έτος
Βασιλείου εορτήν
ήλθα να σας χαιρετήσω
με την πρέπουσαν ευχήν.
Εύχομαι λοιπόν να ζείτε
χίλια χρόνια ευτυχείς
κι ο Βασίλειος ο Μέγας
πάντα να σας βοηθεί.
Και για τα ξενητεμένα
έχω να ειπώ πολλά
όπου είναι κι όπου στέκουν
να ‘χουν την Καλή Χρονιά.
Κι άλλα έτερα σας πρέπουν
μα εγώ δεν ημπορώ
σας αφήνω καλό βράδυ
και του χρόνου με καλό
Χίου
Την καλησπέρα σου ‘φερα
έλα να τηνε πάρεις
με ρόδα και τριαντάφυλλα
έλα να τηνε ράνεις.
Έχεις και γιο και μονογιό
και γιο και παλληκάρι
να τον αξιώσει ο Θεός
να κάμει ένα καράβι.
Η πλώρη νάναι μάλαμα,
η πρύμνη νάναι ασήμι
και στα σιδεροκάταρτα
νάν’ ο Αγιος Βασίλης.
(για γιο που σπουδάζει)
Κοκώνα μου των κοκονών
κοκώνα των κοκόνων
τον κανακάρη που κρατάς
να κάνεις μ’ έναν πόνο.
(για έγκυο γυναίκα)
Νάμουνα πετροκότσυφας
νάχα κερένια μύτη
να σούφερνα το γιόκα σου (ή άντρα σου)
απόψε μέσ’ το σπίτι.
(για ξενητεμένο ή ναυτικό)
Ψάξε μεσ’το σακκάκι σου
το χρυσοκεντημένο
κι’ άνοιξε το πουγκάκι σου
το μαργαριταρένιο.
Κι’ αν έχει ασήμι ρίξε το
αφέντη να το δούμε
κι’ αν έχεις και γλυκό κρασί
φέρε το να το πιούμε.
Σ’ αυτό το σπίτι πούρθαμε
τα ράφια είν’ ασημένια
τού χρόνου σαν ξανάρθουμε
νάναι μαλαματένια.
Σ’ αυτό το σπίτι πούρθαμε
πέτρα να μη ραγίσει
κι’ ο νοικοκύρης κι’ η κυρά
χρόνια πολλά να ζήσει.
Σάμου
Άγιος Βασίλης έρχεται
ποπίσω απ’ το καμάρι
βαστά μυζήθρες και τυριά
βαστά κι ένα γκινάρι
Εμείς εδώ δεν ήρθαμε
να φάμε και να πιούμε
μον’ έχεις κόρην έμορφην
κι ήρθαμε να την δούμε
Φέρτε μας κρασί να πιούμε
και του χρόνου να σας πούμε
Αν έχεις κόρην έμορφην
βάλτηνε στο ζιμπίλι
και κρέμασέ τηνε ψηλά
να μην τη φαν’ οι ψύλλοι
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε
τα ράφια ειν’ ασημένια
του χρόνου σαν και σήμερα
να ‘ναι μαλαματένια
Φέρτε μας κρασί να πιούμε
και του χρόνου να σας πούμε
Τήνου
Εις αυτό το νέο έτος
Βασιλείου εορτή
ήρθα να σας χαιρετήσω
με την πρέπουσα ευχή.
Πρώτον αρχινώ και λέγω
και θερμώς παρακαλώ
να διέλθητε μ’ υγεία
μ’ όλο σας τ’ αρχοντικό.
Και για τους ξενιτεμένους
έχω να ειπώ πολλά
όπου είναι και βρίσκονται
να’ χουν την καλή χρονιά.
Κι άλλα έτερα σας πρέπουν
να ειπώ δεν ημπορώ
σας αφήνω «καληνύχτα» και του χρόνου με καλό.