Τι δείχνει όμως η επόμενη μέρα για την Πάρνηθα; Οπως εξήγησε στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής ο υπεύθυνος Χερσαίου Προγράμματος του WWF Ελλάς, Νίκος Γεωργιάδης, «το ευτύχημα είναι ότι η φωτιά έφτασε το ελατόδασος αλλά δεν το έκαψε, όμως έκαψε και επηρέασε μία πολύ μεγάλη περιοχή του Εθνικού Πάρκου. Από τα 61.000 στρέμματα, η καμένη έκταση NATURA είναι 31.230 και επίσης άλλα 6.000 στρέμματα είναι καταφύγιο άγριας ζωής. Αρα, περίπου τα μισά αφορούν σε προστατευόμενη περιοχή».
Τον σημαντικότερο ρόλο παίζει η πρόληψη. Σύμφωνα με τον κ. Γεωργιάδη, «το πρώτο μέσο είναι η πρόληψη σε όλα τα επίπεδα. Τι κάνεις δηλαδή μεταξύ των αντιπυρικών περιόδων, πώς διαχειρίζεσαι τη βλάστηση, την καύσιμη ύλη, τη βιομάζα, πώς στήνεις την πυροφύλαξη, αλλά και όλες τις προετοιμασίες που πρέπει να κάνεις για να σε βρει η αντιπυρική περίοδος έτοιμο. Το δεύτερο έχει να κάνει με το κακό όταν συμβεί, τι κάνεις δηλαδή στο επίπεδο της καταστολής».
Τα πύρινα μέτωπα είναι γεγονός πως φέτος ήταν δεκάδες, ωστόσο αρκετοί είναι εκείνοι που πιστεύουν πως έγιναν και λάθος χειρισμοί. «Μετά το Μάτι δίνεται μεγάλη έμφαση να μην υπάρξουν άλλες ανθρώπινες απώλειες, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο κομμάτι του Πυροσβεστικού Σώματος να βρίσκεται γύρω από χωριά, σε δρόμους και οικισμούς και να προσπαθούν από εκεί να σβήσουν τη φωτιά και ένα πολύ μικρό κομμάτι της δύναμής του να βρίσκεται μέσα στο δάσος και να σβήνει κατά τη διάρκεια της νύχτας», επισημαίνει ο υπεύθυνος Χερσαίου Προγράμματος του WWF Ελλάς, τονίζοντας ότι ναι μεν το δασαρχείο της Πάρνηθας είναι υποστελεχωμένο και με λίγους πόρους, αλλά «παρ’ όλα αυτά, ακόμα και έτσι η φωτιά δεν θα έπρεπε να έχει μπει στον Δρυμό. Κάτι δεν δουλεύει σωστά και αυτό δεν μας το δείχνει μόνο η Πάρνηθα αλλά, κυρίως, ο Εβρος, που καίει πολλές μέρες και δεν μπορούν να θέσουν τη φωτιά υπό έλεγχο».
ΠΡΟΔΙΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΗ ΚΑΥΣΗ
«Το αντιπύρ δεν χρησιμοποιείται όπως και όσο θα έπρεπε…»
Η προδιαγεγραμμένη καύση ξεκίνησε πιλοτικά στη Χίο και, σύμφωνα με το WWF Ελλάς, πρέπει να θεσμοθετηθεί για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαχειριστικό μέτρο εκτός αντιπυρικής περιόδου. Στόχο έχει τη διαχείριση της δασικής καύσιμης ύλης και την αύξηση της ανθεκτικότητας των δασικών οικοσυστημάτων απέναντι στις πυρκαγιές και τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης. Πρόκειται επί της ουσίας για ελεγχόμενη καύση αγροτικής ή δασικής βλάστησης, από ομάδα ειδικών ή εκπαιδευμένων ομάδων κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και σε καθορισμένη περιοχή.
«Αν έχεις φωτιά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το αντιπύρ και κατάπαυση που είναι θεσμοθετημένο και όμως για διάφορους λόγους δεν χρησιμοποιείται όπως και όσο θα έπρεπε», καταλήγει ο κ. Γεωργιάδης.
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Στα πρότυπα της Βόρειας Εύβοιας η αποκατάσταση των καμένων εκτάσεων
Αμαλιάδα-Μπαλάσκας: «Σε 1 μήνα θα ξέρουμε αν υπάρχει εγκληματική ενέργεια στα μωρά» [βίντεο]
Οπως είπε στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής ο πρώην υφυπουργός ΠΕΝ και σύμβουλος του πρωθυπουργού σε θέματα Περιβάλλοντος, Γιώργος Αμυράς, η Πάρνηθα θα ακολουθήσει το μοντέλο αποκατάστασης της Βόρειας Εύβοιας. «Η περίμετρος της φωτιάς στην Πάρνηθα είναι περίπου στα 60 στρέμματα, στα επόμενα βήματα, δηλαδή κατά τη χαρτογράφηση, θα δούμε αν είναι τόσα ή υπάρχουν άκαυτες νησίδες μέσα».
Ερωτηθείς για το σχέδιο αποκατάστασης, το πρώτο που θα γίνει, όπως είπε, είναι η κήρυξη των αναδασωτέων περιοχών, ενώ τις επόμενες εβδομάδες θα ολοκληρωθεί η παραγωγή χαρτογραφικού υλικού, που θα περιλαμβάνει μέσα την κατάσταση της βλάστησης, τη χημεία του εδάφους, το υδρογραφικό δίκτυο και τη σφοδρότητα της καύσης. Ταυτόχρονα, θα απαγορευτούν η βόσκηση και η θήρα όχι μόνο στα καμένα αλλά και σε μία ζώνη πέριξ αυτών, ενώ θα απομακρυνθούν τα καμένα δέντρα από ρέματα και περιοχές που μοιάζουν με οικισμούς. Θα ακολουθήσει, στις αρχές του φθινοπώρου, η κατασκευή των αντιδιαβρωτικών έργων (κορμοδέματα, κορμοφράγματα και κλαδοπλέγματα για τη συγκράτηση των εδαφών χρησιμοποιώντας τους καμένους κορμούς).
«Από τη χαρτογράφηση θα προκύψει αν χρειάζονται και αντιπλημμυρικά έργα», προσθέτει ο κ. Αμυράς, ενώ επισημαίνει ότι «σκοπός είναι να διασφαλίσουμε τη φυσική αναγέννηση όπου αυτή είναι εφικτή, ενώ παράλληλα θα γίνουν μικτές ζώνες με μίξη ειδών εκεί όπου οι οικισμοί πλησιάζουν στα δάση, όπως έγινε σε έναν οικισμό της Βόρειας Εύβοιας».
Οσον αφορά στην τεχνητή αναδάσωση, θα γίνει σε περίπου 20 μήνες, αφού θα υπάρχει σαφής εικόνα ποια κομμάτια μπορούν να αναγεννηθούν φυσικά. Για όλα τα υπόλοιπα «έχουμε εκατομμύρια σπόρους στο δημόσιο φυτώριο της Αμυγδαλέζας, που είναι το μεγαλύτερο της χώρας», επεσήμανε.
Σύμφωνα με τον κ. Αμυρά, στο σχέδιο αποκατάστασης των πυρόπληκτων περιοχών θα συνεισφέρουν οι τοπικές κοινωνίες, οι δασικοί συνεταιρισμοί, οι τοπικοί ΟΤΑ, ΜΚΟ που έχουν κάνει δουλειά στο πεδίο και επιστήμονες. Σε σχέση με τους πόρους, θα αντληθούν χρήματα από το Πρόγραμμα Φυσικών Καταστροφών – ΕΠΑ, τον τακτικό προϋπολογισμό, το Πράσινο Ταμείο και θα ενεργοποιηθεί και φέτος ο θεσμός του αναδόχου αποκατάστασης – αναδάσωσης.
ΤΡΕΙΣ ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΖΩΝΕΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΔΡΥΜΟ
Το 1961 ο μεγαλύτερος όγκος του βουνού ανακηρύχτηκε Εθνικός Δρυμός. Ο Δρυμός αποτελείται από τον πυρήνα, που καταλαμβάνει τον κεντρικό όγκο του βουνού (έκταση 38.000 στρ. περίπου) και την περιφερειακή ζώνη (έκταση 220.000 στρ. περίπου). Το μεγαλύτερο μέρος του πυρήνα (90%) καλύπτεται από κεφαλληνιακή ελάτη (Abies cephalonica), ενώ η περιφερειακή ζώνη καλύπτεται ως επί το πλείστον από υψηλά δάση χιονισμένα έλατα χαλεπίου πεύκης (Pinus halepensis).
Η χλωρίδα της Πάρνηθας περιλαμβάνει σχεδόν 1.100 taxa (με τον όρο αυτό περιλαμβάνουμε τα είδη και τα υποείδη μαζί). Επιπλέον, από τα 1.100 αυτά taxa, τα 92 είναι ελληνικά ενδημικά.
Στην Πάρνηθα μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κύριες ζώνες βλάστησης. Ξεκινώντας από χαμηλά, συναντούμε τα φρύγανα, τα οποία αναμιγνύονται σε μεγάλο βαθμό με μακκία βλάστηση (αείφυλλοι πλατύφυλλοι θάμνοι) και με πευκόδασος. Αυτή η ζώνη μίξης εκτείνεται από τα 300 έως 800 μ. υψόμετρο. Αμέσως μετά το πεύκο αναμιγνύεται με το έλατο και από τα 900-1.400 μ. υψόμετρο συναντάμε το ελατόδασος με την περίφημη κεφαλληνιακή ελάτη, ενδημική στην Ελλάδα. Παράλληλα, υπάρχει και μια τρίτη ζώνη βλάστησης, η εξωδασική, η οποία συναντάται στις υψηλές κορυφές του βουνού και απαρτίζεται από χαμηλούς θάμνους και πόες που συναντώνται και στις υπαλπικές περιοχές της χώρας μας. Στις κοίτες των ρεμάτων επικρατεί η παραρεμάτια βλάστηση, ενώ στις βραχώδεις και απόκρημνες περιοχές του βουνού συναντάμε πολλά χασμόφυτα. Σε κάποιες περιοχές του βουνού υπάρχουν συστάδες από φυλλοβόλες δρυς.