Το παραπάνω διαπιστώνει ερευνητικό πρόγραμμα με τίτλο REHEAL, τα αποτελέσματα του οποίου παρουσιάστηκαν σήμερα κατά τη δεύτερη ημέρα συνεδρίου στην Αθήνα. Το πρόγραμμα REHEAL υλοποίησε το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Επιστήμης και Τεχνολογίας της Νορβηγίας.
Η έρευνα διενεργήθηκε με τη μέθοδο των συνεντεύξεων, από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο του 2016. Το δείγμα αφορούσε 367 πρόσφυγες (στην πλειονότητά τους Σύρους και Αφγανούς) σε έξι κέντρα φιλοξενίας: στον Ελαιώνα, τον Σκαραμαγκά, το Σχιστό, τα Διαβατά, τη Βέροια και τη Σάμο.
Όπως διευκρίνισε η διευθύντρια ερευνών του ΕΚΚΕ και επιστημονική υπεύθυνη του προγράμματος, Θεώνη Σταθοπούλου, «έχουμε να κάνουμε με έναν πληθυσμό που είναι διαφεύγων, γιατί μετακινείται και του οποίου τα συνολικά μεγέθη αλλάζουν μέρα με τη μέρα. Οπότε η έρευνα αποτυπώνει τον πληθυσμό στο συγκεκριμένο χρόνο και στους συγκεκριμένους τόπους».
Σε ερώτηση προς τους πρόσφυγες για τις πιο σημαντικές αρνητικές εμπειρίες που έχουν ζήσει μέχρι σήμερα, περίπου το 55% δήλωσε ότι βίωσε κακή υγεία, χωρίς ιατρική περίθαλψη, πάνω από το 50% αναφέρθηκαν στην έλλειψη φαγητού ή νερού, ενώ κοντά στο 50% ήταν και όσοι έκαναν λόγο για έλλειψη καταλύματος, καθώς και όσοι μίλησαν για εμπειρία θανάτου (το 70% των Αφγανών και το 60% των Ιρανών και των Σύρων). Ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό (21,5%) δήλωσε ότι έχει υποστεί βασανιστήρια.
Από το 30 έως το 50% των ερωτώμενων ανά εθνικότητα (32% των Αφγανών, 38% των Ιρακινών, 48% των Ιρανών και 38% των Σύρων) δήλωσαν ότι δεν είχαν πρόσβαση στην ιατρική φροντίδα από τότε που έφτασαν στην Ελλάδα, ενώ υψηλά είναι τα ποσοστά και όσων δήλωσαν ότι δεν είχαν ιατρική φροντίδα ποτέ μέχρι τώρα (35% των Αφγανών, 25% των Ιρακινών, 25% των Ιρανών και 40% των Σύρων). Εξάλλου, πάνω από το 50% των Ιρανών δήλωσαν ότι δεν είχαν ιατρική περίθαλψη ούτε στην πατρίδα τους.
Μαρκόπουλο: Βίντεο ντοκουμέντο από τις κινήσεις των δραστών λίγο πριν τη δολοφονία του 5χρονου
Σχεδόν το 40% των ερωτηθέντων αξιολόγησαν την υγεία τους ως κακή ή πολύ κακή και οι περισσότεροι από αυτούς διέμεναν στο κέντρο φιλοξενίας των Διαβατών.
Σε ερώτηση για το κατά πόσο αισθάνονται ασφαλείς στον τόπο διαμονής τους, περίπου οι μισοί δήλωσαν πολύ ή σχετικά ασφαλείς, με το μεγαλύτερο ποσοστό όσων διαμένουν στα Διαβατά να δηλώνουν ωστόσο, όχι πολύ ασφαλείς ή καθόλου ασφαλείς (περίπου 80%).
Ενδιαφέρουσα είναι η σχέση των προσφύγων με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πάνω από τους μισούς χρησιμοποιούν τα social media, με το Whatsapp και το Facebook να κρατούν τα «σκήπτρα». Οι πρόσφυγες δήλωσαν ότι τα χρησιμοποιούν για να μιλήσουν με τους συγγενείς τους που βρίσκονται στην πατρίδα τους (54,8%), στην Ευρώπη (51,8%), εκτός Ευρώπης (26,2%) ή στην Ελλάδα (16,1%), όπως και με τους συμπατριώτες τους στην πατρίδα τους (24,5%), στην Ελλάδα (22,3%), στην Ευρώπη (20,16%) και εκτός Ευρώπης (12,5%). Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν μέσο επικοινωνίας με διεθνείς ΜΚΟ για το 8,4%, με άλλες ανθρωπιστικές οργανώσεις και ΜΚΟ για το 3,5% και με ανθρώπους που τους βοηθούν (6,5%).
Μια παράλληλη έρευνα για τους ασυνόδευτους ανηλίκους με τίτλο «REHEAL UAM» υλοποιήθηκε από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και το «Harvard Program in Refugee Trauma» (HPRT).
Διενεργήθηκαν 44 συνεντεύξεις σε δομές της Αθήνας με ασυνόδευτα παιδιά, κυρίως από τη Συρία και το Αφγανιστάν. Σε ποσοστό πάνω από το 80% τα παιδιά δήλωσαν ότι νιώθουν ασφαλή στην Ελλάδα, αν και δεν εμπιστεύονται τους άλλους γύρω τους. Μεγάλο είναι το ποσοστό και όσων δηλώνουν ότι οι άνθρωποι στην Ελλάδα τους βοηθούν συχνά.
Τα παιδιά δήλωσαν ότι οι γονείς τους τα παρότρυναν να φύγουν, γιατί ήταν πολύ επικίνδυνο να παραμείνουν στην πατρίδα τους, για να βρουν μια ασφαλή ζωή στην Ευρώπη, για να πάνε στην Ευρώπη και να φέρουν και τους γονείς τους στη συνέχεια και για να βρουν συγγενείς τους στην Ευρώπη.
Πηγή: ΑΠΕ