Ο εισαγγελέας της έδρας, Παναγιώτη Μανιάτης, ξεκίνησε την αγόρευσή του λέγοντας πως «προσεγγίζουμε το πέρας μιας μαραθώνιας διαδικασίας σε ένα μείζονος σημασίας συμβάν που καθόρισε την ιστορία του τόπου μας» και στη συνέχεια αναφέρθηκε στην τεράστια προσμονή του κόσμου για την απόφαση του δικαστηρίου.
«Το δικαστήριό σας και η εισαγγελική έδρα έχει ως αποστολή να δώσουμε την απάντηση στα ερωτήματα “τι συνέβη εκείνη την ημέρα στην Ανατολική Αττική; Ποιος έφταιξε και οδηγηθήκαμε σε αυτό το ολέθριο αποτέλεσμα;”. Η υπόθεση αυτή ξεκίνησε με περισσότερους κατηγορουμένους και στο εδώλιο οδηγήθηκαν τελικά 21. Επειτα από δεκαπέντε μήνες διαδικασίας έχω να πω ότι καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διεξαγωγή μιας δίκαιης δίκης», σημείωσε.
«Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι σε πολλά ζητήματα πυροπροστασίας πρέπει να μιλάμε για την περίοδο προ της 23ης.7.2018 και μετά. Υπήρξε η δεύτερη μεγαλύτερη τραγωδία σε αριθμό θυμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, υπήρξαν δεκάδες νεκροί, τραυματίες και εγκαυματίες μέσα σε μόλις 2,5 ώρες. Στις 23 Ιουλίου 2018, σε ένα συμβάν πολύ μικρής χρονικής διάρκειας, είχαμε περισσότερους από 100 νεκρούς», πρόσθεσε ο εισαγγελικός λειτουργός, για να περάσει στη συνέχεια στην εξιστόρηση των πραγματικών περιστατικών.
«Η φωτιά αποδείχτηκε ότι ξεκίνησε 16:41 στην περιοχή Νταού Πεντέλης. Ο πλέον αξιόπιστος μάρτυρας υπήρξε το βιντεοληπτικό υλικό. Η πρώτη αναγγελία έγινε από δασοπυροσβέστες στις 16:46 και ακολούθησε κινητοποίηση προσωπικού. Ο δείκτης κινδύνου για την Αττική εκείνη την ημέρα ήταν βαθμού 4, δηλαδή πολύ υψηλός. Την ώρα έναρξης της πυρκαγιάς ο άνεμος ήταν 5 μποφόρ και έφτασε τα 8 και 9 μποφόρ. Οι πυροσβεστικές δυνάμεις δεν κατόρθωσαν να περιορίσουν τη φωτιά και απέκτησε δυναμική, υψηλό ρυθμό απελευθέρωσης θερμότητας και εξελίχθηκε σε δύο μέτωπα…».
ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΝΟΧΗΣ Σ. ΤΕΡΖΟΥΔΗ
«Παράτυπη και επιχειρησιακά εσφαλμένη απόφαση»
Περιγράφοντας τα όσα αναφέρει το κατηγορητήριο, ο εισαγγελέας εξέτασε τα γεγονότα ανά περιστατικό, καταλήγοντας για άλλα σε πρόταση καταδίκης για τα τότε υψηλόβαθμα στελέχη της Πυροσβεστικής και για άλλα σε πρόταση απαλλαγής.
Για την αξιοποίηση των εναέριων μέσων, ο εισαγγελέας ζήτησε την καταδίκη του τότε αρχηγού, Σωτήρη Τερζούδη, και του επικεφαλής του ΕΣΚΕ, Ιωάννη Φωστιέρη, κάνοντας ειδική αναφορά στην εντολή εκτροπής του ελικοπτέρου προς τη Μotor Οil.
«Το μέσο επιτήρησης έκανε λόγο για έρπουσα φωτιά και μάλλον ελεγχόμενη κοντά στις εγκαταστάσεις της Μotor Οil. Ταυτόχρονα αποδείχθηκε ότι στο Νταού υπήρχε ένταση, δυναμική και επικινδυνότητα. Θα απειλούσε ανθρώπους και περιουσίες, και αυτή η πληροφορία είχε φτάσει στο ΕΣΚΕ. Από πλευράς εναέριων μέσων, η καταλληλότερη επιλογή ήταν τα ελικόπτερα. Ηταν γνωστό στο ΕΣΚΕ ότι επιχειρούσε μόνο ένα εναέριο μέσο στο Νταού, το οποίο το ΕΣΚΕ γνώριζε ότι έπρεπε να αποχωρήσει για ανεφοδιασμό. Στη μια ώρα που μεσολάβησε, η φωτιά άρχισε να κινείται απειλητικότερα προς τα διυλιστήρια. Χρειαζόταν όμως πρόσθετη ενίσχυση; Εισφέρθηκαν αντικρουόμενες εκδοχές στη δίκη. Από όλα όσα ειπώθηκαν, σημαντικότερο είναι ότι ο επίγειος επικεφαλής της Πυροσβεστικής δεν είδε και δεν διαπίστωσε ότι η φωτιά είχε μπει στο διυλιστήριο, ούτε ζήτησε τη συνδρομή μέσου. Προκρίνω την εκδοχή που εισφέρθηκε από εκείνον, που ήταν ο πλέον υπεύθυνος».
«Αποδείχθηκε ότι ο Φωστιέρης έλαβε δύο κλήσεις από τον ιδιοκτήτη του διυλιστηρίου, επιφανή επιχειρηματία, που του ζητά επιτακτικά εναέρια μέσα. Ο επιχειρηματίας όμως δεν βρισκόταν εκεί, μετέφερε την εικόνα από τους υπαλλήλους του. Φέρεται να του δήλωσε όμως ότι η φωτιά έχει εισέλθει στις εγκαταστάσεις. Ομως, ποια θα έπρεπε να είναι η δέουσα αντίδρασή του; Να επιβεβαιώσει την πληροφορία που έλαβε. Είναι δυστυχώς συχνό το φαινόμενο διάφοροι παράγοντες, επιφανείς και επώνυμοι, να απευθύνονται στο ΕΣΚΕ για την καταστολή πυρκαγιάς σε περιοχές ενδιαφέροντός τους. Αλίμονο αν τέτοια αιτήματα δεν αξιολογούνται και γίνονται δεκτά ανάλογα με τη βαρύτητα του ονόματος που τα ζητά. Πόσω μάλλον όταν τα εναέρια μέσα δεν είναι πεπερασμένα. Πρέπει να γίνεται αξιολόγηση με κριτήρια υπηρεσιακά. Δεν έπρεπε να ακούσει έναν μεγαλόσχημο επιχειρηματία χωρίς να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά του. Ηταν παράτυπη και επιχειρησιακά εσφαλμένη απόφαση. Ποιος ευθύνεται για την απόφαση αυτή; Ο τότε διοικητής του ΕΣΚΕ, Ιωάννης Φωστιέρης, αλλά και ο τότε αρχηγός του Π.Σ., Σωτήρης Τερζούδης», ανέφερε ο εισαγγελέας.
ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΝΟΧΗΣ Ι. ΦΩΣΤΙΕΡΗ
«Δεν σηκώθηκαν τα Σινούκ»
Για τον Ιωάννη Φωστιέρη, ο εισαγγελέας ζήτησε να καταδικαστεί για τη μη χρησιμοποίηση των ελικοπτέρων Σινούκ, αναφέροντας ότι «μόνο 2 ήταν διαθέσιμα στο αεροδρόμιο Μεγάρων, αλλά υπάρχει σφάλμα και αβλεψία ως προς το ότι για το ένα καθυστέρησε η υποβολή αιτήματος και για το άλλο δεν έγινε καθόλου».
Ζήτησε, από την άλλη, την απαλλαγή του για τα υπόλοιπα εναέρια που περιελάμβανε το κατηγορητήριο, αφού για κάποια «αντικειμενικοί παράγοντες καθιστούσαν ανέφικτη την αξιοποίησή τους ενώ για άλλα υπηρεσιακοί ή άλλοι λόγοι καθιστούσαν αδύνατη τη χρήση τους στην προκειμένη περίπτωση».
ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΝΟΧΗΣ Β. ΜΑΤΘΑΙΟΠΟΥΛΟΥ
«Δεν δόθηκε εντολή σε πλωτά μέσα»
Ο εισαγγελέας ζήτησε την καταδίκη του τότε υπαρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, Βασίλη Ματθαιόπουλου, για τη μη έγκαιρη ειδοποίηση των πλωτών μέσων της Πυροσβεστικής, αναφέροντας πως το συγκεκριμένο σφάλμα συνέβαλε στον τραγικό χαμό 9 ατόμων, που πνίγηκαν στη θάλασσα όπου βούτηξαν προσπαθώντας να γλιτώσουν από τη φωτιά.
Ο κ. Μανιάτης ανέφερε πως «δεν δόθηκε ποτέ εντολή για κινητοποίηση των τριών πλοιαρίων του Σώματος για περισυλλογή και διάσωση», καταλήγοντας πως ο κ. Ματθαιόπουλος έπρεπε να κινητοποιήσει τα «ετοιμόπλοα και μάχιμα» πλοιάρια, σημειώνοντας πως «θα ήταν σημαντικός και ο αριθμός των ατόμων που θα μπορούσαν να διασωθούν».
Ζήτησε την απαλλαγή του για όλο το σκέλος της κατηγορίας που αφορούσε στα εναέρια μέσα, αλλά και για άλλες φερόμενες παραλείψεις του που περιλαμβάνει το κατηγορητήριο.
Δίκη για το Μάτι: «Επρεπε να υπάρχει εισήγηση για εκκένωση»
Σημαντικό κομμάτι της αγόρευσης του κ. Μανιάτη αφορούσε στο σκέλος της εκκένωσης του Ματιού, για το οποίο, μετά από μια αναλυτική προσέγγιση, κατέληξε πως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο τότε επικεφαλής της διοίκησης Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Αθηνών, Νικόλαος Παναγιωτόπουλος.
Σύμφωνα με τον εισαγγελέα, δεν είναι έργο της Πυροσβεστικής να κρίνει ότι δεν υπήρχε χρόνος για την απομάκρυνση των κατοίκων και αρμόδιος ήταν ο επιτόπου επικεφαλής, Ν. Παναγιωτόπουλος, να δώσει εισήγηση για να ειδοποιηθούν οι κάτοικοι.
Αναλύοντας τις ενέργειες του Ν. Παναγιωτόπουλου, ανέφερε πως «ορθώς μετέβη στο υψηλότερο σημείο της περιοχής για να αποκτήσει εικόνα της πυρκαγιάς, η ενέργειά του ήταν ενδεδειγμένη. Στις 17:30 ήταν σαφές ότι η φωτιά είχε τέτοια ένταση, που δύσκολα θα μπορούσε να αναχαιτιστεί. Εκείνη την ώρα ήταν πεπεισμένοι ότι θα έφτανε στη θάλασσα και θα απειλούσε Νέο Βουτζά και Μάτι. Ο εκάστοτε επικεφαλής των πυροσβεστικών δυνάμεων είναι αυτός που εισηγείται για εκκένωση. Το έργο του και η αποστολή του σταματά στο να διαπιστώσει πως η φωτιά κινείται προς οικισμούς και εισηγείται την εκκένωση. Είναι η εισήγηση δεσμευτική για τα όργανα; Προφανώς όχι. Τα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται η εισήγηση είναι αυτά που ορίζει ο νόμος, προς τούτο εντεταλμένα».
«Στο σημείο εκείνο», συνέχισε ο εισαγγελέας, «οι κάτοικοι έβλεπαν τους καπνούς, αλλά πίστευαν ότι κάποιος θα έμπαινε στον κόπο να τους ειδοποιήσει. Οπως αποδείχθηκε όμως, ουδείς τους ενημέρωσε. Αντιλήφθηκαν τη φωτιά όταν τους κυνηγούσε με αποτέλεσμα να καούν. Το ότι δεν υπήρξε έγκαιρη ενημέρωση επέδρασε καταλυτικά στους τόσους θανάτους και τους εγκαυματίες».
«Η εικόνα αυτή δεν τιμά ούτε το Πυροσβεστικό Σώμα ούτε την Πολιτική Προστασία ούτε τους άλλους εμπλεκομένους. Αν λαμβανόταν απόφαση έγκαιρης απομάκρυνσης, οι πολίτες θα ενημερώνονταν έγκαιρα και από τα ΜΜΕ. Πώς γίνεται αυτό; Πόρτα πόρτα, με ηχητικά σήματα, με διερχόμενα οχήματα και με κάθε άλλο πρόσφορο ή δόκιμο τρόπο. Η απομάκρυνση εκ της φύσεώς της δεν έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, συνεπάγεται όμως την προηγούμενη ενημέρωση των κατοίκων. Οπότε, κάθε κάτοικος, αν ενημερωνόταν, θα είχε τη δική του ευθύνη απόφασης. Κάτι παρόμοιο έγινε άλλωστε την ίδια ημέρα στην Κινέττα, εκεί οι συνθήκες ήταν πιο περίπλοκες. Κι όμως, το μέτρο σχεδιάστηκε έγκαιρα και πέτυχε», κατέληξε ο κ. Μανιάτης.
Και συνέχισε: «Υπήρχαν και συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις για να υπάρξει εισήγηση για οργανωμένη απομάκρυνση των κατοίκων. Υπήρχε χρόνος για ανάληψη δράσης πολιτικής προστασίας των κατοίκων. Ούτε το ΕΣΚΕ είχε τέτοια αρμοδιότητα ούτε η ηγεσία της Πυροσβεστικής, η ευθύνη είναι προσωποποιημένη. Δεν έχουν όμως ευθύνη οι αυτοδιοικητικοί παράγοντες που κατηγορούνται για αυτό. Για τους λόγους αυτούς αποδείχθηκε το κατηγορητήριο σε βάρος του 7ου κατηγορουμένου και θα πρέπει να κηρυχτεί ένοχος».
Κατάκτηση η απομάκρυνση κατοίκων
Αναλύοντας την πρότασή του για το σκέλος της εκκένωσης, ο εισαγγελέας ανέφερε: «Η χώρα μας από τότε δεν έχει πάψει να ζει την εμπειρία των μεγάλων πυρκαγιών, χωρίς ωστόσο να κινδυνεύουν κάτοικοι, γιατί λήφθηκε έγκαιρα η πρόνοια να απομακρυνθούν. Μάλιστα, ασκήθηκε και κριτική για κατάχρηση του μέτρου. Νομίζω όμως ότι αποτελεί κατάκτηση το γεγονός πως προτεραιότητα δίνεται στη διαφύλαξη της ανθρώπινης ζωής».
ΓΙΑ ΠΑΝΤΕΛΕΑΚΟ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ, ΓΚΟΛΦΙΝΟ
Πρόταση απαλλαγής για τρεις
Ο εισαγγελέας πρότεινε επίσης την απαλλαγή τριών κατηγορουμένων, τότε υψηλόβαθμων στελεχών της Πυροσβεστικής. Οπως ανέφερε, δεν προέκυψαν στοιχεία ενοχής για τον τότε διευθυντή του Κέντρου Επιχειρήσεων Πολιτικής Προστασίας της Πυροσβεστικής, Φίλιππο Παντελεάκο, και τον διοικητή του τμήματος Νέας Μάκρης, Δημοσθένη Παπαδόπουλο.
Για τον Χ. Γκολφίνο, τότε επικεφαλής του «199» και αρμόδιο για το συντονισμό των επίγειων δυνάμεων, ανέφερε: «Δεν υπήρξαν διαθέσιμα οχήματα που δεν αξιοποιήθηκαν καθόλου. Υπήρξε έλλειψη συντονισμού, η οποία ήταν ευθύνη των αξιωματικών στο πεδίο. Υπήρξαν αστοχίες, οχήματα πήγαιναν αλλού ή ενεργούσαν κατά το δοκούν. Η απόσυρση τριών οχημάτων ήταν σύννομη και είχε επιχειρησιακή λογική. Καταλήγω ότι για αυτό πρέπει να απαλλαγεί».
Οπως τόνισε ο εισαγγελέας, «οι επίγειες δυνάμεις δεν επαρκούσαν για όλα τα συμβάντα. Αποδείχθηκε και στη δίκη πως δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν δύο ταυτόχρονα συμβάντα στην ίδια περιφέρεια. Είναι χρόνια η πληγή στη χώρα μας και είμαστε απόλυτα αδύναμοι να το αντιμετωπίσουμε».
ΕΝΑΕΡΙΑ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ
Διαθέσιμο μόνο ένα Πετζετέλ
Αναφορικά με την εναέρια επιτήρηση, ο εισαγγελέας πρότεινε την απαλλαγή των Σ. Τερζούδη, Β. Ματθαιόπουλου και Ιω. Φωστιέρη, αναφέροντας: «Αποδείχθηκε μεν ότι διαθέσιμο ήταν μόνο ένα Πετζετέλ, ήταν το μόνο πτητικό μέσο που μπορούσε να διατεθεί από την Πολεμική Αεροπορία. Από πλευράς ΕΣΚΕ προκύπτει ότι αίτημα υποβλήθηκε στις 9:49 για την Ανατολική Αττική. Τελικά στις 10:22 το αίτημα για επιτήρηση από 14:00 έως 18:00 έγινε δεκτό. Η εναέρια επιτήρηση έγινε, όπως αποδείχθηκε από τη διαδικασία. Το Πετζετέλ θα μπορούσε να πετάξει μόνο για δυο ώρες. Η λύση που προκρίθηκε για εναέρια επιτήρηση με αεροσκάφος της ΕΛΑΟ κατάφερε να καλύψει το διάστημα 14:00-18:00. Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι κατ’ αποτέλεσμα πραγματοποιήθηκε και κάλυψε».
Ο εισαγγελέας ζήτησε επίσης την απαλλαγή των τριών τότε ηγετικών στελεχών της Πυροσβεστικής για το σκέλος της κατηγορίας που αφορά στη μεταστάθμευση αεροσκαφών.
Οπως σημείωσε, «η μεταστάθμευση δεν αφορά στα πυροσβεστικά ελικόπτερα και ως εκ τούτου δεν τίθεται ζήτημα μεταστάθμευσης», ενώ συμπλήρωσε ότι για αλλά πτητικά μέσα δεν υπήρχε δυνατότητα. Καταλήγοντας, ο εισαγγελέας τόνισε: «Αποδείχθηκε ότι οι μετασταθμεύσεις που μπορούσαν να γίνουν έγιναν. Δεν υπήρξε παράλειψη των τριών κατηγορουμένων».
ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ Η ΝΕΑ ΑΓΟΡΕΥΣΗ
Συνέχεια με τα πολιτικά πρόσωπα
Η αγόρευση του εισαγγελέα της έδρας δεν ολοκληρώθηκε χθες και θα συνεχιστεί την Τρίτη 20 Φεβρουαρίου. Κατά τη χθεσινή μέρα, αναφέρθηκε σε 8 από τους 21 κατηγορουμένους, χωρίς να προλάβει να αναφερθεί σχεδόν καθόλου στα πολιτικά πρόσωπα που περιλαμβάνει το κατηγορητήριο – όπως η τότε περιφερειάρχης Αττικής, Ρένα Δούρου, και οι δήμαρχοι των συναρμόδιων περιοχών, Ηλίας Ψινάκης, Ευάγγελος Μπουρνούς και Δημήτρης Στεργίου-Καψάλης.
Κατά τη χθεσινή δικάσιμο, η αίθουσα τελετών του Εφετείου Αθηνών ήταν και πάλι κατάμεστη από συγγενείς των θυμάτων και εγκαυματίες, ενώ πέραν των κατηγορουμένων στην αίθουσα βρέθηκαν και άλλα πολιτικά πρόσωπα, όπως η Ζωή Κωνσταντοπούλου, για να συμπαρασταθεί στα θύματα.
Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι πολλοί από τους συγγενείς των θυμάτων δεν έδειχναν ικανοποιημένοι με το γεγονός ότι οι απαλλακτικές προτάσεις ανά περιστατικό ήταν πολύ περισσότερες από τις καταδικαστικές, με συνηγόρους που παρίστανται προς υποστήριξη της κατηγορίας να εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους σε δηλώσεις τους στα ΜΜΕ…