Ο καθηγητής του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ και συντονιστής των δύο εθνικών πάρκων Δέλτα Εβρου και Δάσους Δαδιάς-Λευκίμης-Σουφλίου, Δημήτρης Μπακαλούδης, αναλύει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής τις ιδιαιτερότητες του δάσους της Δαδιάς και τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες μπορεί να αναγεννηθεί…
«Μία πρώτη εκτίμηση είναι ότι σε δύο χρόνια κάηκε περισσότερο από το 50% του δάσους. Η καμένη έκταση μπορεί να αναγεννηθεί και πάλι σε δέκα χρόνια. Ομως, θα απαιτηθούν τουλάχιστον έξι με οκτώ δεκαετίες (!) για να διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες, ώστε το δάσος να επανέλθει στην κατάσταση που ήταν πριν από τις πυρκαγιές», εξήγησε.
Το Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς-Λευκίμης-Σουφλίου βρίσκεται στο μέσο του Νομού Εβρου και καταλαμβάνει έκταση 428.000 στρεμμάτων. Συμπεριλαμβάνεται στο ευρωπαϊκό δίκτυο Natura 2000 και έχει χαρακτηριστεί ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας για την ορνιθοπανίδα (SPA, GR1110002) και ως Τόπος Κοινοτικής Σημασίας (SCI, GR1110005). Διαιρείται σε δύο ζώνες:
1) Εκτασης 78.000 στρεμμάτων, η οποία είναι ο πυρήνας του εθνικού πάρκου ή «περιοχή προστασίας της φύσης» και επιτρέπονται ορισμένες δραστηριότητες έπειτα από ειδική αδειοδότηση.
2) Εκτασης 350.000 στρεμμάτων, όπου επιτρέπονται ήπιες ανθρωπογενείς δράσεις.
Μοναδικό οικοσύστημα
«Πολλοί δεν γνωρίζουν ότι η Δαδιά είναι μία από τις τρεις περιοχές στη Γη με την πιο ιδιαίτερη και σπάνια ορνιθοπανίδα. Η Doñana της Ισπανίας, ο Snake River των ΗΠΑ και η Δαδιά στον Εβρο ήταν τα σημεία με τη μεγαλύτερη συνάθροιση αρπακτικών πτηνών», υπογράμμισε ο κ. Μπακαλούδης.
«Η ιδιαιτερότητα του δάσους της Δαδιάς οφείλεται και στο ότι αναπαράγονται οι τρεις από τους τέσσερις ευρωπαϊκούς γύπες, ο μαυρόγυπας, το όρνιο και ο ασπροπάρης, και η περιοχή φιλοξενεί τη μοναδική αναπαραγωγική αποικία του μαυρόγυπα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη που απαριθμεί περίπου 30-35 ζευγάρια», τόνισε.
Η Δαδιά οφείλει την υψηλή βιοποικιλότητά της στη γεωγραφική θέση της, καθώς βρίσκεται στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, Ευρώπης-Ασίας-Αφρικής. «Η ύπαρξη ενός μωσαϊκού όπου εναλλάσσεται το ώριμο πευκόδασος με διάκενα, τα οποία δημιουργούν θερμά ανοδικά ρεύματα, μετέτρεψε τη Δαδιά σε έναν παράδεισο για τα αρπακτικά πτηνά», προσέθεσε. Ομως, αυτά που καθόρισαν τη σύνθεση της βλάστησης της περιοχής είναι η ποικιλία των κλιματικών τύπων και το κυματοειδές ανάγλυφο, ενώ οι υλοτομίες και η κτηνοτροφία διαμόρφωσαν τη δομή του δάσους. Η βόσκηση επιτρεπόταν στη Δαδιά και αυτό συντελούσε στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας, καθώς ευνοούσε τα διάκενα. Τη δεκαετία του ’70 στην περιοχή έβοσκαν 28.000 αιγοπρόβατα, ενώ μέχρι την εκδήλωση των πυρκαγιών υπήρχαν μόνο 400 και από αυτά ένα κοπάδι κάηκε. «Η βόσκηση ήταν το πιο φθηνό εργαλείο για τη διατήρηση των διακένων. Επίσης, η πρόκληση ανοιχτής συγκόμωσης στα αρχικά στάδια εξέλιξης του δάσους βοήθησε στη δημιουργία δέντρων με ιδιαίτερη μορφή κόμης και χοντρά κλαδιά, ικανά να υποστηρίζουν τις μεγάλες φωλιές των αρπακτικών πτηνών», είπε ο καθηγητής.
Εκτιμά ότι ένας μεγάλος αριθμός θηλαστικών και ερπετών δεν κατάφερε να ξεφύγει από τα πύρινα μέτωπα. Ομως, αισιοδοξεί για τα αρπακτικά. «Η εμπειρία έχει δείξει ότι αρκετά είδη αρπακτικών εκδηλώνουν φιλοπατρία και πιστότητα στη γενέθλια θέση τους. Φέτος, πρόλαβαν να αναπαραχθούν με επιτυχία, πριν από την εκδήλωση της πυρκαγιάς. Η ταΐστρα λειτουργεί μέσα στην καμένη έκταση και λογικά οι γύπες και άλλα πτωματοφάγα αρπακτικά θα τη χρησιμοποιούν. Με χρηματοδότηση του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ) τοποθετήσαμε δορυφορικούς πομπούς σε αρκετούς μαυρόγυπες από το 2016 και μπορούμε να παρακολουθούμε τη μετακίνησή τους. Με τη φωτιά να είναι ακόμη σε εξέλιξη, ορισμένα άτομα εντοπίζονται να πετούν στο βόρειο -δηλαδή το άκαυτο- τμήμα του Εθνικού Πάρκου, ορισμένα προς στο Δέλτα του Εβρου και μερικά στη Νοτιοανατολική Βουλγαρία. Αισιοδοξώ ότι τα αρπακτικά θα επιστρέψουν και πάλι στη Δαδιά το επόμενο έτος, αλλά αυτό που δεν μπορούμε να προβλέψουμε είναι η συμπεριφορά τους ύστερα από δύο έως τρία χρόνια», τόνισε.
«ΤΟΤΕ, ΘΑ ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΟΛΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ»
Δεν πρέπει να ξανακαεί τα επόμενα 30 έτη
Ο κ. Μπακαλούδης εκτιμά ότι η Δαδιά δεν θα χρειαστεί αναδάσωση. «Αρχικά πρέπει να κατασκευαστούν κορμοπλέγματα για να αποτραπεί η διάβρωση του επιφανειακού εδάφους και να αφήσουμε το δάσος να αναγεννηθεί μόνο του. Η τραχεία πεύκη είναι φωτόφιλο είδος, δηλαδή αναγεννάται φυσικά σε ανοιχτές εκτάσεις, και ήδη φέτος εμφανίστηκαν τα πρώτα πευκάκια μετά την περσινή πυρκαγιά. Σε λίγα χρόνια η φετινή καμένη έκταση θα πρασινίσει. Και εκεί πρέπει να παρέμβει ο άνθρωπος. Αυτό που με προβληματίζει περισσότερο είναι πως σε καμία περίπτωση η Δαδιά δεν πρέπει να ξανακαεί τα επόμενα 30 έτη. Τότε, θα μιλάμε για ολική καταστροφή. Τα πεύκα χρειάζονται περίπου τρεις δεκαετίες για να ενηλικιωθούν και να παραγάγουν κουκουνάρια. Αν σε αυτό το διάστημα ξεσπάσει πυρκαγιά, τότε η καταστροφή θα είναι ακόμη μεγαλύτερη και θα πρέπει να παρέμβει ο άνθρωπος με αναδάσωση», τόνισε.
Επίσης, ανέφερε ότι μεγάλο τμήμα της Ζώνης Α’ του δάσους της Δαδιάς είχε καεί κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, αλλά σε σύντομο χρονικό διάστημα αναγεννήθηκε. Τέλος, υπογράμμισε ότι το δάσος της Δαδιάς, εκτός από την ιδιαίτερη οικολογική αξία, είχε και τεράστια οικονομική σημασία στη συγκράτηση μεγάλου αριθμού οικογενειών σε μια ευαίσθητη περιοχή όπου ο πληθυσμός συνεχώς συρρικνώνεται.
«Εάν τα ποσά που δαπανήθηκαν στην τελευταία κατάσβεση διετίθεντο διαχρονικά στην τοπική κοινωνία για τη διαχείριση και την καλλιέργεια του δάσους, σίγουρα δεν θα είχαμε τα σημερινά αποτελέσματα. Αν θέλουμε να αποκτήσει και πάλι η Δαδιά την τεράστια οικολογική αξία που είχε, πέραν των αντιπλημμυρικών-αντιδιαβρωτικών μέτρων, θα πρέπει να γίνουν προσεκτικά βήματα για την αποκατάσταση της περιοχής με γνώμονα τη μεγιστοποίηση των οικοσυστημικών υπηρεσιών ενός δάσους με υψηλή βιοποικιλότητα», κατέληξε.
ΠΛΟΥΣΙΑ ΧΛΩΡΙΔΑ, ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΑΓΡΙΑΣ ΖΩΗΣ
Η περιοχή του Εθνικού Πάρκου παρουσιάζει μια πλούσια και πολύμορφη χλωρίδα με είδη χαρακτηριστικά της ευμεσογειακής και παραμεσογειακής ζώνης βλάστησης. Στο μεγαλύτερο τμήμα της καλύπτεται από δασική βλάστηση, η σύνθεση της οποίας είναι αποτέλεσμα της επίδρασης του κλίματος, της γεωμορφολογίας, των εδαφικών συνθηκών και της γειτνίασης με τον ποταμό Εβρο. Η βλάστηση συγκροτείται, κυρίως, από τραχεία πεύκη και μαύρη πεύκη σε μίξη με δρυς και άλλα φυλλοβόλα είδη, καθώς και από θαμνώνες μακκίας βλάστησης.
Το Εθνικό Πάρκο είναι παγκοσμίως γνωστό για την ποικιλότητα των αρπακτικών πουλιών του. Εδώ έχουν παρατηρηθεί 31 από τα 38 είδη ημερόβιων αρπακτικών και 8 από τα 13 νυκτόβιων αρπακτικών πουλιών της Ευρώπης. Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό το γεγονός ότι στην περιοχή απαντώνται ταυτόχρονα τρία από τα τέσσερα είδη γύπα της Ευρώπης: Ο μαυρόγυπας, ο ασπροπάρης και το όρνιο. Επιπλέον, έχουν παρατηρηθεί περίπου 166 είδη πουλιών, εκ των οποίων δύο έχουν χαρακτηριστεί ως «Κινδυνεύοντα» για την Ελλάδα, ο μαυροπελαργός και η πεδινή πέρδικα, ενώ άλλα δέκα έχουν χαρακτηριστεί ως «Σχεδόν Απειλούμενα» και πέντε ως «Τρωτά».
Στο Εθνικό Πάρκο έχουν παρατηρηθεί συνολικά 60-65 είδη θηλαστικών περίπου. Τα πιο εντυπωσιακά είναι το ζαρκάδι, η απειλούμενη βίδρα (η οποία απαντάται, κυρίως, κατά μήκος των ρεμάτων), ο λύκος, η αγριόγατα, το αγριογούρουνο, το πετροκούναβο, η νυφίτσα και ο ασβός. Σημαντική είναι, επίσης, και η παρουσία 24 ειδών νυχτερίδων. Ο αριθμός ειδών αμφιβίων που έχουν καταγραφεί είναι 13, από τα οποία τα 10 είναι βάτραχοι, συμπεριλαμβανομένης της απειλούμενης κοκκινομπομπίνας, ενώ τα άλλα 3 είναι 2 είδη τρίτωνα και η γνωστή σαλαμάνδρα. Από τα 29 είδη ερπετών, τα 4 είναι χελώνες, τα 11 σαύρες και τα 14 φίδια, από τα οποία μόνο τα 2 είδη οχιάς είναι επικίνδυνα για τον άνθρωπο. Η περιοχή, επίσης, φιλοξενεί μεγάλο αριθμό από αρθρόποδα.
Επιπλέον, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η χλωρίδα του Εθνικού Πάρκου, όπου συναντώνται 300-400 είδη φυτών, από τα οποία 25 είναι ορχιδέες, αλλά και αρκετά σπάνια και δύο ενδημικά είδη της χώρας.
Ειδήσεις σήμερα