Όπως αφηγείται ο ίδιος στην «Εφημερίδα των Συντακτών», γύρω στις 3 το μεσημέρι επέστρεφε στο σπίτι του από την Εθνική Γλυπτοθήκη, όπου είχε βρεθεί για τις ανάγκες της διπλωματικής που κάνει ως φοιτητής αρχιτεκτονικής και διακοσμητής εσωτερικών χώρων. Τότε ήταν που βρέθηκε επί της οδού Μεσογείων απέναντι από τα γραφεία της οργάνωσης.
«Εκεί κάποιος άνθρωπος έβρεχε τον δρόμο και στέκομαι για λίγο για να μην περάσω και βραχώ. Γυρνάω τότε, κοιτάζω απέναντι και βλέπω μια ομάδα 6-7 ατόμων έξω από τα γραφεία. Φορούσαν γυαλιά στο κεφάλι, ένας ήταν ξυρισμένος τελείως, άλλος με κουκούλα, ένας είχε στο χέρι κράνος. Μου κάνουν κάποια νεύματα κουνώντας τα κεφάλια και τα χέρια τους».
Μιχάλης Μητρούσης για το τροχαίο: «Είμαι τυχερός μες στην ατυχία μου»
Βλέποντας τα νεύματα, ο Αλέξης αποφασίζει να προσπεράσει το ύψος των γραφείων της οργάνωσης και να στρίψει από το επόμενο στενό του κτιρίου της Χρυσής Αυγής. «Πέρασα από το δίπλα στενό και φτάνω στη γωνία του οικοδομικού τετραγώνου και στρίβω στα δεξιά στην Παπαδά και όταν φτάνω στο στενό τους, στην ευθεία τους, τους κοιτάζω, μου ξανακάνουν τα ίδια σηκώνω τα χέρια μου κουνώντας τα σαν να λέω “τι;” Εκεί αρχίσανε τις βρισιές: “Ελα ρε π….η, εδώ!” και κάτι τέτοια. Και τους βλέπω κατευθείαν να τρέχουν ο ένας από κάτω, ο άλλος από πάνω, από πίσω μου»
Τότε ο Αλέξης αρχίζει να τρέχει για να αποφύγει την επίθεση. «Έκανα κάποιους ελιγμούς μέσα στα στενά προσπαθώντας να πάω σπίτι. Δεν σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή να μπω κάπου αλλού, να κρυφτώ», λέει και συνεχίζει: «Στέκομαι για ένα λεπτό να πάρω μια ανάσα, ένα δευτερόλεπτο, γυρνάω πίσω κι ήτανε ο ένας από αυτούς. Με κοιτάζει στα μάτια και μου λέει “χειρονομίες ρε π….η;” Και άρχισε να βαράει με μπουνιές και γέλαγε κιόλας. Με βάραγε και γέλαγε και μου ‘ριχνε κλοτσιές στο κεφάλι. Και ταυτόχρονα έσκασε κι ένας από πίσω και με βάραγε από πίσω με γροθιές πάλι στο κεφάλι.
«Θες να τον σκοτώσεις;»
Όπως διηγείται ο Αλέξης, ο ίδιος έχει πέσει κάτω από τα χτυπήματα, ενώ οι χρυσαυγίτες συνεχίζουν να τον χτυπούν. Κάποια στιγμή παρεμβαίνουν κάποιοι περαστικοί που καλούν τους δράστες να σταματήσουν. Τότε ο ένας από τους δράστες οπισθοχωρεί και έρχεται τρίτος δράστης ο οποίος συμμετέχει στον ξυλοδαρμό. «Συνεχίζανε να με βαράνε κι έρχεται ένας περαστικός, πιάνει το χέρι του ενός που με βάραγε, του λέει τι θες να τον σκοτώσεις; Σταματάει αυτός, για ένα λεπτό, σηκώνεται να φύγει, σηκώνομαι κι εγώ γι α να μη μείνω κάτω, έχω φάει τις κλοτσιές και τις μπουνιές στο κεφάλι, είμαι ζαλισμένος» λέει στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ο φοιτητής και συνεχίζει:
«Όταν σηκώνομαι είναι ένας τέταρτος που είναι λίγο πιο ψηλός και μου λέει ‘καλά είσαι φίλε;’ Λέω, όχι δεν είμαι καλά. “Α, δεν είσαι καλά”, μου λέει και μου ρίχνει ξανά μπουνιά και δεύτερη μπουνιά, ξαναπέφτω κάτω και δίνουνε σε έναν την μπλούζα και την τσάντα μου. Μου λένε “έλα πάμε στα γραφεία”. Φώναζα “άσε με ρε φίλε!” Για δύο μέτρα με έσυραν προς τα γραφεία και όπως σηκώνομαι να τραβήξω την τσάντα μου, του λέω “άσε την τσάντα, ρε φίλε” και την τραβάει, κόβει το σκοινί, την παίρνει την τσάντα και ανεβαίνει τρικάβαλο στη μηχανή και φύγανε ανάποδα στον δρόμο κατευθυνόμενοι προς τα γραφεία της Χρυσής Αυγής».