Εκεί πήγε 4 ώρες μετά τη σύλληψη της 48χρονης, για να συνομιλήσει διαδικτυακά με «συνεργούς» του προκειμένου να καθορίσουν τις επόμενες κινήσεις τους. Από εκεί, σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, κατέστρωνε τα σχέδιά του και εδραίωνε τις ποινικο-τρομοκρατικές «συνεργασίες» του. Για τουλάχιστον ένα μήνα οι αστυνομικοί τον έβλεπαν να μπαίνει στο συγκεκριμένο χώρο, να παραμένει περίπου μία ώρα και στη συνέχεια να φεύγει για τα «ραντεβού» του χρησιμοποιώντας τις περισσότερες φορές την παραλιακή λεωφόρο και την εθνική οδό προκειμένου να κινείται από τα δυτικά στα νότια προάστια και αντίστροφα. Οι αστυνομικοί είχαν μπει ως «πελάτες» στο κατάστημα και κάθισαν στον ίδιο ηλεκτρονικό υπολογιστή προκειμένου να δουν το ιστορικό περιήγησης και τις διαδικτυακές επικοινωνίες του, προβαίνοντας σε μία ανάσυρση δεδομένων. Λίγο αργότερα οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές φέρεται να είχαν μπει σε ένα ηλεκτρονικό «δίχτυ» παρακολούθησης από απόσταση.
Οι αρμόδιοι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. διαπίστωσαν ότι οι ελάχιστες επικοινωνίες του με κινητό τηλέφωνο γίνονταν σε μεγάλη απόσταση από τα σημεία διαμονής και κίνησής του, ενώ χρησιμοποιούσε την εφαρμογή Viber για να συνομιλεί με έγκλειστους συνεργούς του σε διάφορες φυλακές της χώρας.
Ο 37χρονος διέμενε σε σπίτι 80 τετραγωνικών μέτρων, αυτόνομο χώρο ενιαίας κατοικίας οικογένειας στην οδό Αμφίκλειας στη Βούλα. Το είχε νοικιάσει στις αρχές Σεπτεμβρίου, με τα στοιχεία ταυτότητας ενός ομογενούς από τη Ρωσία, ο οποίος του είχε παραχωρήσει ένα αυτοκίνητο Γκολφ, ιδιοκτησίας του, προκειμένου να το χρησιμοποιεί για τις μετακινήσεις του. Αμέσως μετά τη σύλληψη της Πόλας Ρούπα, οι αξιωματικοί της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής έκριναν ότι μία επιχείρηση για τη σύλληψή του σε αυτό τον κλειστό χώρο έκρυβε πολλούς κινδύνους για την ασφάλεια αστυνομικών και ενοίκων. Επιτηρούσαν με φυσική και ηλεκτρονική παρακολούθηση το χώρο, ενώ άλλες ομάδες αστυνομικών βρίσκονταν στο Ιντερνετ καφέ της Ν. Σμύρνης, όπου πήγε μερικές ώρες αργότερα.
Ο Γ.Χ. κινούνταν σαν «τρομοκράτης» με ιδιαίτερες προφυλάξεις στην κίνηση και τις επικοινωνίες του.
Πάντα είχε μαζί του ένα τσαντάκι που περιείχε δύο χειροβομβίδες, ένα οπλισμένο πιστόλι Glock, το οποίο είχε υποστεί μετατροπή να ρίχνει κατά ριπάς, αλλά και τρεις γεμιστήρες. Ακόμη και τη στιγμή της αστυνομικής επιχείρησης προσπάθησε να το πιάσει, χωρίς να τα καταφέρει. Στο αυτοκίνητο εντοπίστηκαν πολλές συσκευές τηλεφώνων και πολλά ρούχα. Στο σπίτι είχε δύο πλαστές ταυτότητες με τη φωτογραφία του και τα στοιχεία «Αντώνιος Μπουμής» και «Χριστόδουλος Χατζηανδρέου», δύο περούκες, μια… λαστιχένια μάσκα προσώπου, ένα φορητό ασύρματο, κινητά, κράνη, ρούχα, σημειώσεις και αποκόμματα εφημερίδων. Ο 37χρονος έκλεινε ή άνοιγε το τηλέφωνο μία ώρα μετά τη φυγή ή προσέγγιση στο σπίτι του στη Βούλα.
Ο Γ.Χ. μετά τη σύλληψή του έδωσε αποτυπώματα, αρνήθηκε όμως να υπογράψει σε αυτά και να τον φωτογραφίσουν στα εγκληματολογικά εργαστήρια. Ο 37χρονος επισκέφθηκε την Πόλα Ρούπα στην οδό Ζαΐμη στην Ηλιούπολη τρεις ημέρες πριν από τη σύλληψή τους. Οι συναντήσεις τους, μετά την αρχική, δίνονταν από ραντεβού σε ραντεβού, σε προκαθορισμένο χώρο και χρόνο, όπως έκανε και ο Νίκος Μαζιώτης πριν συλληφθεί στο Μοναστηράκι. Αποτυπώματα και γενετικό υλικό του φέρεται να έχουν ταυτοποιηθεί σε χώρους και οπλισμό της Πόλας Ρούπα.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου