Αφού βιαιοπράγησαν κατά των μοναχών, άρπαξαν τα περισσότερα κειμήλια και τα μετέφεραν στη Βουλγαρία. Στο σκευοφυλάκιο της μονής ήταν αποθησαυρισμένα πολλά και σημαντικά κειμήλια, ενώ ιδιαίτερα αξιόλογη ήταν η βιβλιοθήκη της, η οποία πριν από την καταλήστευσή της από τους Βούλγαρους αριθμούσε 1.300 τόμους βιβλίων, από τα οποία τα 400 ήταν χειρόγραφες μεμβράνες. Ανάμεσα στους πολύτιμους θησαυρούς ήταν και ένα χειρόγραφο Ευαγγελιστάριο (τέλη 10ου με αρχές 11ου αι.).
Επιστροφή
Μόλις πριν από λίγες μέρες, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακοίνωσε ότι το συγκεκριμένο χειρόγραφο πρόκειται να επιστραφεί. Από το 2014 ανήκει στην ιδιωτική συλλογή τού, υπό ίδρυση τότε, Μουσείου της Βίβλου, το οποίο έχει έδρα τις ΗΠΑ και πρόσφατα ταυτοποιήθηκε από έναν επιμελητή του. Μετά την εξέλιξη, ο επικεφαλής επιμελητής του μουσείου, ελλογιμώτατος Jeffrey Kloha, απηύθυνε επιστολή προς τον κ.κ. Βαρθολομαίο, με την οποία του γνωστοποίησε ότι στο πλαίσιο της συνεργασίας του μουσείου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφασίστηκε η επιστροφή του χειρογράφου (φωτογραφίες του οποίου παρουσίασε στην TV100 ο δημοσιογράφος Γιώργος Μούλκας) στη Μονή Εικοσιφοινίσσης.
«Πρόκειται για μια πραγματική ευλογία για τη μοναστική αδελφότητα και τον χριστιανικό κόσμο, να βλέπει τους θρησκευτικούς θησαυρούς, οι οποίοι αφαιρέθηκαν από το μοναστήρι, να επιστρέφουν επισήμως στον φυσικό τους χώρο και να χρησιμοποιούνται για την πνευματική οικοδομή των πιστών, όπως επίσης από τους μελετητές της Ιστορίας και της Τέχνης», απάντησε με επιστολή του ο Οικουμενικός Πατριάρχης.
Χρονοδιάγραμμα
Ωστόσο, το χειρόγραφο δεν πρόκειται να επιστρέψει στην Ελλάδα πριν από το 2022, καθώς έχει προγραμματιστεί να παρουσιαστεί σε περιοδική έκθεση που θα εγκαινιάσει ο Οικουμενικός Πατριάρχης, κατά την προγραμματισμένη επίσημη επίσκεψή του στις ΗΠΑ, τον Οκτώβριο του 2021. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Μουσείο της Βίβλου, στις 31 Ιανουαρίου 2020, υπέγραψαν μνημόνιο συνεργασίας, που προβλέπει τη δημιουργία μόνιμης εκθέσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου στον τέταρτο όροφο του μουσείου, που είναι αφιερωμένος στην Ιστορία της Βίβλου, όπως επίσης την από κοινού διοργάνωση περιοδικών εκθέσεων.
Αντιδράσεις
Η ελληνική Πολιτεία είχε αντιδράσει άμεσα στη σύληση και αρπαγή των κειμηλίων. Στις 31 Μαρτίου 1917, τέσσερις ημέρες μετά τη ληστρική επιδρομή, ο τότε Νομάρχης Δράμας Ν. Μπακόπουλος υπέβαλε διαμαρτυρία προς τις κατοχικές βουλγαρικές αρχές, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 1918, μετά την απελευθέρωση της περιοχής από τη Β’ Βουλγαρική Κατοχή, το θέμα επιστροφής των κειμηλίων συζητήθηκε στην Ελληνική Βουλή. Ακολούθως, η ελληνική κυβέρνηση απαίτησε την εφαρμογή της Συνθήκης του Νεϊγύ (1919), σύμφωνα με την οποία έπρεπε να επιστραφούν όλα τα πολιτιστικά αγαθά που είχαν κλαπεί κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών. Το 1923 ο καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας και διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών Γεώργιος Σωτηρίου μετέβη στη Σόφια για να ζητήσει την επιστροφή των κλεμμένων 907 ιερών λατρευτικών αντικειμένων, 430 χειρόγραφων κωδίκων και 467 αρχέτυπων. Να σημειωθεί ότι δύο μήνες μετά τη ληστρική επίθεση στη μονή, Βούλγαροι στρατιώτες οδήγησαν τους μοναχούς σε ομηρία. Ορισμένοι δεν άντεξαν τις συνθήκες και πέθαναν στη φυλακή. Οσοι μοναχοί επιβίωσαν στην ομηρία, επέστρεψαν στις 10 Οκτωβρίου 1918, μετά την ήττα των Βουλγάρων και Γερμανών.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου