Το ποσοστό των αντισωμάτων όσων προσβλήθηκαν από κορονοϊό και ανάρρωσαν αλλά και η «δύναμη» αυτών ώστε να τους παρέχει προστασία είναι σημαντικό «όπλο» των επιστημόνων την επόμενη ημέρα, που θα επέτρεπε να προβλέψουν πόσοι θα κολλήσουν μετά την άρση των μέτρων, αλλά και κατά το δεύτερο κύμα της επιδημίας μετά το φθινόπωρο. Η έρευνα όμως γύρω από το μείζον αυτό ζήτημα συνεχίζεται, με τη γνώση των ειδικών να μην είναι επαρκής.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προειδοποιεί να μην δοθούν «διαβατήρια ανοσίας» ούτε «πιστοποιητικά μη επικινδυνότητας» σε άτομα που μολύνθηκαν, καθώς δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι όποιος πέρασε τον Sars-CoV-2 είναι προστατευμένος. Ο εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας, Σωτήρης Τσιόδρας, αντίθετα, εκτιμά ότι η ανοσία από τον νέο κορονοϊό θα διαρκεί περίπου ένα χρόνο.
«Η σταδιακή ανοσία που θα οδηγούσε σε εξασφάλιση του πληθυσμού από περαιτέρω επέκταση της νόσου δεν είναι ακριβώς γνωστή. Μερικοί μιλούν για 50%, άλλοι λένε ότι πρέπει να φτάσει το 70%. Πάντως σίγουρα δεν μπορεί να γίνει απότομα. Και όταν λέμε σταδιακή ανοσία εννοούμε κάποιοι να εκτεθούν στον ιό και να εμφανίσουν αντισώματα, τα οποία θα τους προστατεύσουν», ανέφερε ο κ. Τσιόδρας και πρόσθεσε: «Τις τελευταίες εβδομάδες ακούγονται δύο διφορούμενες απόψεις. Μία από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η οποία λέει ότι δεν μπορεί να είμαστε σίγουροι ότι τα αντισώματα που αναπτύσσεις σε προστατεύουν. Εγώ δεν συμφωνώ με αυτή την τοποθέτηση. Και μία δεύτερη τοποθέτηση, η οποία ακούγεται από επιστημονικές ομάδες εγνωσμένου κύρους, ότι με βάση την εμπειρία που έχουμε από τους κορονοϊούς, θα υπάρχει προστασία για τουλάχιστον ένα χρόνο. Με αυτή την τοποθέτηση συντάσσομαι και εγώ. Θα αποδειχθεί στο μέλλον, όταν θα έχουμε αξιόπιστα τεστ αντισωμάτων, τι από τα δύο ισχύει. Ακόμα δεν έχουμε όλα τα επιστημονικά δεδομένα».
«Μπορεί να ποσοτικοποιηθεί το ρίσκο αποκλιμάκωσης των μέτρων;», διερωτάται σε εκτενή ανάρτησή του ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης στους διεθνείς οργανισμούς για τον κορονοϊό και καθηγητής του London School of Economics, Ηλίας Μόσιαλος. «Μέχρι στιγμής, οι περισσότεροι ερευνητές που έχουν μελετήσει κορονοϊούς που σχετίζονται με τον Sars-CoV-2, συμπεριλαμβανομένων του Sars, του Mers και του κοινού κρυολογήματος, είναι πεπεισμένοι ότι οι άνθρωποι που αναρρώνουν κερδίζουν κάποια ανοσία στον νέο ιό, με βάση παλιότερες μελέτες και αναφορές κλινικών περιπτώσεων», αναφέρει ο κ. Μόσιαλος, καταγράφοντας παραδείγματα μέσου διαστήματος ανοσίας σε επιλεγμένες ιογενείς ανθρώπινες ασθένειες. Ετσι, σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε ο καθηγητής του LSE, η ανοσία για το κοινό κρυολόγημα εκτιμάται στους έξι μήνες, για τον Sars στους 24 μήνες, για τον Mers στους 34 μήνες, για τη γρίπη στους έξι μήνες ενώ για την ιλαρά ισόβια.
«Τώρα οι ερευνητές παγκοσμίως προσπαθούν να προσδιορίσουν τα επίπεδα αντισωμάτων που απαιτούνται για τη δημιουργία προστατευτικής ανοσίας έναντι του Sars-CoV-2, πώς η σοβαρότητα της λοίμωξης επηρεάζει τη δύναμη αυτής της ανοσίας και πόσο καιρό το ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να διατηρήσει την άμυνά του έναντι του Covid-19. Δεν ξέρουν όμως ακόμα αν η ανοσία θα διαρκέσει μερικούς μήνες, ένα χρόνο ή εάν θα είναι ισόβια.
Πολλά επίσης θα εξαρτηθούν από το πόσο ευαίσθητα και συγκεκριμένα είναι τα διάφορα τεστ αντισωμάτων και αν μπορούν να αποφύγουν ψευδείς θετικές διαγνώσεις λόγω ομοιότητας των αντισωμάτων σε σχετικούς ιούς. Η διάρκεια της ανοσίας είναι εξαιρετικά σημαντική όχι μόνο για να υπολογιστεί η έκταση της ανοσίας της αγέλης, αλλά ώστε να υπάρξει σταδιακή επιστροφή στον κοινωνικό και εργασιακό ιστό με ασφάλεια», εξηγεί ο κ. Μόσιαλος.
Σύμφωνα με τον επίκουρο καθηγητή Επιδημιολογίας στο Εργαστήριο Επιδημιολογίας, Υγιεινής και Ιατρικής Στατιστικής του ΕΚΠΑ, όπου είναι επιστημονικά υπεύθυνος, Γκίκα Μαγιορκίνη, για λόγους που δεν είναι πλήρως κατανοητοί, είναι δύσκολα ανιχνεύσιμα τα αντισώματα του ιού. «Χρειάζεται όμως να καταλάβουμε ότι δεν είναι άσπρο ή μαύρο. Το ερώτημα δεν είναι εάν υπάρχουν ή όχι αντισώματα. Τα αντισώματα εάν περάσεις τον ιό υπάρχουν. Το ζήτημα είναι σε ποιο εύρος και πόσο μας προστατεύουν», αναφέρει στον «Ε.Τ.».
Μάλιστα, εξηγεί ότι τα αντισώματα ποικίλλουν μεταξύ τους, δηλαδή κάποια είναι πολύ «χρήσιμα» και κάποια όχι τόσο. «Κάθε μία από τις ψηφίδες των πρωτεϊνών του ιού είναι σαν να έχει ένα barcode που την ξεκλειδώνει συγκεκριμένο αντίσωμα. Δεν έχουν όλα τα αντισώματα την ίδια βαρύτητα. Ορισμένα είναι πιο ισχυρά σε σχέση με άλλα. Συνεπώς κάποιοι ασθενείς μπορεί να έχουν αναπτύξει τα πιο ισχυρά, κάποιοι τα όχι τόσο ισχυρά», εξηγεί ο κ. Μαγιορκίνης.
Ο κ. Τσιόδρας, πάντως, υπογράμμισε μέσα στο Σαββατοκύριακο ότι «δεν μπορούμε να μείνουμε για πάντα εγκλωβισμένοι». «Η σταδιακή άρση των μέτρων προγραμματίζεται να γίνει με συντονισμένες, σταδιακές και ελεγχόμενες προσπάθειες, με ειδικά κριτήρια και κανόνες, αλλά και με τη συμμετοχή όλων μας. Με προσοχή και επαγρύπνηση, ιδιαίτερα στα μέτρα προστασίας, στους κανόνες υγιεινής, που είναι από τα κύρια μέτρα που μας έφτασαν ως εδώ και θα πρέπει να συνεχίσουμε να εφαρμόζουμε όσο πιο σχολαστικά μπορούμε.
Εάν υπάρχει μια προσήλωση όλων μας στον κοινό στόχο, αν δεν χαλαρώσουμε, τότε θα παραμείνουμε σε χαμηλά επίπεδα κυκλοφορίας του ιού, τότε οι προσπάθειες επανεκκίνησης της ζωής μας θα επιτύχουν», τόνισε.
Την ίδια στιγμή όμως, όπως επισημαίνει και ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας Νίκος Χαρδαλιάς, «θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι η μη τήρηση αυτών των μέτρων υγιεινής δεν θα μπορεί να είναι αποδεκτή για κανέναν. Σε κάθε φάση θα αξιολογούνται οι εξελίξεις που έχουν σχέση με την υγεία του πληθυσμού και θα προχωρούμε. Πιθανόν κάπου να χρειάζεται, μέτρα που θα αρθούν, σε δεύτερη φάση να τα ξαναπάρουμε. Κάποιες περιοχές μπορεί να ξαναμπούν σε καραντίνα. Η εκτίμηση και η αξιολόγηση της κατάστασης θα είναι συνεχής».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου