Όπως φαίνεται από τα στοιχεία, η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού επικροτεί τους χειρισμούς της κυβέρνησης η οποία αυξάνει μάλιστα στις 18 μονάδες τη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ εξαιτίας αυτής της διαχείρισης της κρίσης.
Η εξέλιξη της κρίσης στην Ελλάδα και ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε από τον κρατικό μηχανισμό και το πολιτικό σύστημα ενίσχυσε την πεποίθηση ότι η χώρα μας κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση (60%) σημειώνοντας άνοδο 12 ποσοστιαίων μονάδων από τον Ιανουάριο.
Η αξιολόγηση των χειρισμών της κυβέρνησης κινήθηκε από την αρχή της κρίσης σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα και παραμένει: παρά τη μικρή κάμψη των 6 μονάδων από τη μέτρηση στα τέλη Μαρτίου, οι θετικές κρίσεις για τη στάση της αγγίζουν το 76%.
Οι απόψεις των πολιτών διχάζονται σε σχέση με τα έκτακτα μέτρα οικονομικής στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων, με το 48% να θεωρεί τα μέτρα για τη στήριξη εργαζόμενων επαρκή ή μάλλον επαρκή και το 40% ανεπαρκή ή μάλλον ανεπαρκή.
Αντιστοίχως, το ποσοστό αποδοχής των μέτρων στήριξης επιχειρήσεων ανέρχεται στο 41% και στο 53% όσων τα θεωρούν ανεπαρκή ή μάλλον ανεπαρκή.
Στο 60% η αποδοχή Μητσοτάκη
Η αποτελεσματική διαχείριση της υγειονομικής κρίσης χαρίζει σημαντικό κεφάλαιο για τη διαχείριση της δύσκολης οικονομικής περιόδου που ακολουθεί. Ο πρωθυπουργός χαίρει της θετικής γνώμης του 60% της ελληνικής κοινωνίας, ενώ η Νέα Δημοκρατία αυξάνει τα ποσοστά της εκλογικής της επιρροής, καταγράφοντας σημαντική διαφορά, άνω των 18 μονάδων, από τον ΣΥΡΙΖΑ στην πρόθεση ψήφου και καθαρή υπεροχή στην παράσταση νίκης.
Ειρήνη Μουρτζούκου για μητέρα Παναγιωτάκη: «Τη ζήλευα – Είναι ψέμα ότι την είχα δέσει με καλώδιο» [βίντεο]
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι πιο δημοφιλής από το κόμμα του (34% δημοτικότητα Αλ. Τσίπρα, στο 23% πρόθεση ψήφου ΣΥΡΙΖΑ και 31,5% εκλογικό αποτέλεσμα 2019), αλλά δεν δημιουργεί momentum.
Το εκλογικό σώμα δεν επιθυμεί τη διατάραξη της πολιτικής σταθερότητας και αντιδρά αρνητικά, κατά 80%, στο ενδεχόμενο διεξαγωγής πρόωρων εκλογών, με κύριο γνώμονα τις πιθανές επιπτώσεις που θα επέφερε μια εκλογική αναμέτρηση στην ελληνική οικονομία.
Η αυξημένη επιτυχία των κυβερνητικών χειρισμών στην κρίσ, σε συνδυασμό με την άνετη πλειοψηφία στη Βουλή και την αυξημένη αποδοχή στο πρόσωπο του πρωθυπουργού από την κοινωνία, δεν δικαιολογούν σκέψεις προσφυγής σε πρόωρες κάλπες.
Συμπέρασμα: Η κυβέρνηση έχει ήδη «λάβει» τη λαϊκή εντολή αντιμετώπισης της επερχόμενης οικονομικής κρίσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καταφέρει ως τώρα – πλην, ίσως, του αρχηγού του – να παρουσιαστεί επίκαιρος, ενώ και τα μικρότερα κόμματα χάνουν εκτόπισμα. Η δημοφιλία του σεμνού κυρίου Τσιόδρα εμπεριέχει ένα «κοντράστ» και ένα ισχυρό υπόστρωμα αμφισβήτησης του ελλειμματικού πολιτικού προσωπικού.
Ανανεωμένη πίστη στο κράτος, τις αξίες και τους θεσμούς
Η κοινωνία εισέρχεται στη νέα μάχη με ενισχυμένη την πίστη σε αρχές, αξίες και θεσμούς που θα χρησιμεύσουν στην ανάβαση του νέου Γολγοθά: 6 στους 10 Έλληνες δηλώνουν ότι πιστεύουν περισσότερο πια στην αξία της υγείας, 5 στους 10 στην αξία της αλληλεγγύης, 1 στους 3 στην αξία της επιστήμης και τη σημασία του κοινωνικού κράτους. Επίσης, ένα σημαντικό ποσοστό δηλώνει ότι εμπιστεύεται περισσότερο την ελληνική κοινωνία (27%) απ’ ό,τι πριν και ακόμη ένα 27% αναφέρει ότι αυξήθηκε η εμπιστοσύνη του προς τους θεσμούς της ελληνικής πολιτείας.
Ταυτόχρονα, σε όλους τους δείκτες της έρευνας καταγράφεται η αναβάθμιση του ρόλου και της σημασίας του κράτους στην αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας. Στην ερώτηση «τι να έχει καθοριστικό ρόλο στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια;», ο ιδιωτικός τομέας συγκεντρώνει το 48% των απαντήσεων ενώ το κράτος το 45%, ωστόσο, η άνοδος που σημειώνει το κράτος είναι της τάξης του 8% και αντίστοιχη – στις 9 ποσοστιαίες μονάδες – είναι η πτώση του ιδιωτικού τομέα.
Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ωθεί στο #βγαίνουμε_έξω
Καθώς οι αριθμοί νέων κρουσμάτων βαίνουν μειούμενοι, επιτρέπουν ανάσες αισιοδοξίας και καλλιεργούν προσδοκίες και προσμονή για χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων.
Τα καλά νέα από την εξέλιξη της επιδημίας στη χώρα μας ενισχύουν την αισιοδοξία για αντιμετώπιση του κορονοϊού μέσα στον επόμενο μήνα κατά 14 μονάδες από τον Μάρτιο, ανεβάζοντας το ποσοστό των αισιόδοξων στο 44%.
Στην ίδια κατεύθυνση, η ανησυχία μόλυνσης, παρότι παραμένει σε σχετικά υψηλά επίπεδα (68% ανησυχούν πολύ ή αρκετά), σημειώνει σημαντική πτώση 18 μονάδων από το υψηλό 86% στα τέλη Μαρτίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα 5% θεωρεί ότι έχει προσβληθεί ήδη χωρίς όμως αυτό να έχει επιβεβαιωθεί με ιατρική εξέταση.
Αυτή η μερική «ανακούφιση» από την ήπια εξέλιξη της επιδημίας στην Ελλάδα προκαλεί την εξής παρενέργεια: η εικόνα «αναγκαιότητας» των ληφθέντων περιοριστικών μέτρων υποχωρεί. Όλο και λιγότεροι πολίτες κρίνουν τα μέτρα αναγκαία (στο 75% σήμερα με πτώση 23 μονάδων από το καθολικό 98% στα μέσα Μαρτίου).
Σε αυτό το κλίμα, η κοινή γνώμη είναι θετική (75%) απέναντι στο ενδεχόμενο σταδιακής άρσης των περιοριστικών μέτρων από τις αρχές Μαΐου, καθώς, εκτός από ένα 31% που δηλώνει πως έχει ακόμη αρκετές αντοχές για να παραμείνει σε καραντίνα, οι υπόλοιποι είτε δεν αντέχουν τον περιορισμό για μεγάλο διάστημα (46%) είτε έχουν ήδη φτάσει στα όριά τους (21%).
Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του «ανοίγματος» ενισχύεται από την εμπιστοσύνη που δείχνουν οι 6 στους 10 Έλληνες στους συμπολίτες τους για την καθημερινή τήρηση των κανόνων αποτροπής της μετάδοσης.
Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι 4 στους 10 γονείς εμφανίζονται αρνητικοί ή αβέβαιοι για το αν θα στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο εάν η πολιτεία ανοίξει τα σχολεία μέσα στον Μάιο.
Συμπέρασμα: Τυχόν ξαφνική επιδείνωση των αριθμών που παρουσιάζονται κάθε μέρα στις 6.00 το απόγευμα θα προκαλούσε σύγχυση και ανησυχία στην ελληνική κοινωνία και την αγορά, ενώ παράλληλα θα τραυμάτιζε το κλίμα αποδοχής και σύμπνοιας προς τις αρμόδιες αρχές διαχείρισης της κρίσης.
Είμαστε έτοιμοι για τη νέα κανονικότητα;
Γενικότερα, το 55% των Ελλήνων εμφανίζονται «έτοιμοι» να επιστρέψουν στην καθημερινότητά τους: από αυτούς οι μισοί (26%) αισθάνονται ήδη ασφαλείς να επιστρέψουν κανονικά στη ζωή τους ενώ οι άλλοι μισοί (29%) περιμένουν το σήμα της πολιτείας.
Οι πιο «διστακτικοί» καταγράφονται στο 44%, με το 25% να δηλώνει ότι θα νιώσει ασφάλεια όταν βρεθεί το φάρμακο ή η θεραπεία, το 12% όταν βρεθεί το εμβόλιο, ενώ, τέλος, ένα 7% δηλώνει πως ίσως δεν επιστρέψει ποτέ ξανά στην προ-κορονοϊού καθημερινότητά του.
Ωστόσο, αντικειμενικές δυσκολίες, σε συνδυασμό με τη συναισθηματική φόρτιση που επικρατεί στα περισσότερα νοικοκυριά, οδηγούν ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας στην υποβάθμιση του κινδύνου μόλυνσης: 4 στους 10 παρουσιάζονται πιο «τολμηροί», δηλώνοντας ότι θα επέστρεφαν στην προ-κορπνοϊού καθημερινότητά τους ακόμη κι αν ο κίνδυνος μόλυνσης παρέμενε υψηλός.
Οι λόγοι που επικαλούνται είναι κυρίως οικονομικοί (22%), αλλά υπάρχει και ένα 8% που θεωρεί ότι δεν κινδυνεύει από τον ιό. Οι υπόλοιποι 6 στους 10, πιο «υπάκουοι», θα επιστρέψουν στην καθημερινότητά τους μόνο εάν το επιτρέψουν οι αρχές και νιώσουν ασφάλεια.
Ειδικότερα, οι πολίτες εμφανίζονται πιο έτοιμοι/ασφαλείς – όταν το επιτρέψει η πολιτεία – να επιστρέψουν σε ψυχαγωγικές δραστηριότητες όπως το μπάνιο στη θάλασσα (82%), οι διακοπές (77%), η βόλτα για καφέ ή φαγητό (80%). Από την άλλη, ακόμη και αν η πολιτεία δώσει το πράσινο φως, οι πολίτες είναι πιο διστακτικοί στο να επισκεφθούν κέντρα βραδινής διασκέδασης (54%), να ταξιδέψουν με αεροπλάνο (48%), να κάνουν χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς (46%) ή να πάρουν μέρος σε αθλητικές δραστηριότητες σε γήπεδα ή γυμναστήρια (46%).
Συμπέρασμα: Χωρίς αποτελεσματική θεραπεία ή εμβόλιο, περίπου 4 στους 10 συμπολίτες μας θα καθυστερήσουν να επιστρέψουν στις καθημερινές τους συνήθειες, ακόμη και αν τα μέτρα αρθούν πλήρως.