Στο ΣτΕ είχαν προσφύγει τον περασμένο Απρίλιο ο ΣΕΒ και άλλοι έξι περιφερειακοί σύνδεσμοι-Ενώσεις (ΣΒΑΠ, ΣΒΘΚΕ, ΣΒΣΕ, ΣΕΒΠΔΕ, ΣΘΕΒ, ΠΑΣΕΒΙΠΕ), όπως και ο Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων, και ζητούσαν να ακυρωθεί η εγκύκλιος που εξέδωσε το υπουργείο Εργασίας στις 18 Φεβρουαρίου 2019, με την οποία παρέχονταν οδηγίες για την εφαρμογή του νέου κατώτατου μισθού των 650 ευρώ και του ημερομισθίου για τους υπαλλήλους και τους εργατοτεχνίτες όλης της χώρας (με ισχύ από 1η Φεβρουαρίου 2019).
Ως προς την καταβολή των τριετιών, υπάρχουν δύο αντίθετες νομικές προσεγγίσεις και ερμηνείες. Η εργοδοτική πλευρά υποστηρίζει ότι οι τριετίες στις κατώτατες αμοιβές έχουν καταργηθεί, ενώ η εν λόγω εγκύκλιος διευκρινίζει ότι οι τριετίες πρέπει να συνεχίσουν να καταβάλλονται.
Ειδικότερα, η εργοδοτική πλευρά υποστηρίζει ότι δεν έχει τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία για τις τριετίες και η συγκεκριμένη εγκύκλιος που εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 2019, αν και κατά τον ΣΕΒ έχει κανονιστικό χαρακτήρα (είναι δηλαδή ψευδοερμηνευτική), δεν έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ παράλληλα υπερβαίνει την εξουσιοδότηση του νόμου 4172/2013, με τον οποίο ορίζεται ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός ως μία μοναδική αξία (ποσό) αναφοράς. Δηλαδή, ένας μισθός που δεν συμπεριλαμβάνει τριετίες, δεν περιλαμβάνει κατά συνέπεια και τις αυξήσεις που αντιστοιχούν σε αυτόν.
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, οι τριετίες έχουν καταργηθεί όσον αφορά τον νομοθετημένο κατώτατο μισθό και το κατώτατο ημερομίσθιο, βάσει του άρθρου 103 του ν. 4172/2013 και μετά την προσθήκη με το άρθρο πρώτο υποπαράγραφος ΙΑ.6 περ. 2 του ν. 4254/2014.
Παράλληλα, η ΓΣΕΕ, η Ομοσπονδία Συλλόγων Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων, το Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Αθήνας και το υπουργείο Εργασίας υποστηρίζουν ότι η εγκύκλιος είναι γνήσια ερμηνευτική και για τον λόγο αυτό απαραδέκτως προσβάλλεται ενώπιον του ΣτΕ με αίτηση ακύρωσης, και ότι οι τριετίες ορθώς συνεχίζουν και καταβάλλονται στους εργαζομένους που τις δικαιούνται, καθώς από καμία διάταξη νόμου δεν προκύπτει ρητά η κατάργησή τους, σιωπηρή δε κατάργησή τους, όπως υποστηρίζει η εργοδοτική πλευρά, δεν νοείται ούτε μπορεί να συναχθεί ερμηνευτικά.
Επίσης, η ΓΣΕΕ κλπ. υποστήριξαν ότι οι τριετίες, εκτός των άλλων, αποτέλεσαν, επί σειρά ετών, περιεχόμενο των Εθνικών Γενικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και θεμελιώνονται ήδη στον νόμο. Τυχόν δε απόφαση που θα υιοθετούσε την άποψη του ΣΕΒ θα οδηγούσε σε ραγδαίες μειώσεις μισθών για χιλιάδες εργαζομένους, παρά τον αντίθετο σκοπό του νομοθέτη, που ήταν η χορήγηση αυξήσεων.
Η ανακοίνωση της ΓΣΕΕ
“H ΓΣΕΕ έδωσε τη μάχη στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την υπεράσπιση των τριετιών, την ισχύ των οποίων αμφισβητούν εργοδοτικές οργανώσεις. Η ΓΣΕΕ υπερασπίστηκε, με νομικά επιχειρήματα, ότι οι προσαυξήσεις των τριετιών δεν έχουν καταργηθεί, αφού η αρμοδιότητα του Υπουργού εργασίας να καθορίζει τον κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο οριοθετήθηκε νομοθετικά και αφορά μόνο στο ελάχιστο ποσό αναφοράς, χωρίς να θιγούν οι διατάξεις των προσαυξήσεων των τριετιών, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν κανονικά.
Ο ΣΕΒ και άλλες εργοδοτικές οργανώσεις υποστήριξαν ότι οι νομοθετικές διατάξεις για τις τριετίες που, εκτός των άλλων, αποτέλεσαν επί σειρά ετών περιεχόμενο των Εθνικών Γενικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, έχουν καταργηθεί. Η ΓΣΕΕ όρθωσε ανάχωμα υπεράσπισης των επιδομάτων τριετιών στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με σκοπό να επιβεβαιωθεί η ισχύς τους, ώστε να μην επέλθει χειροτέρευση των μισθολογικών όρων εργασίας μεγάλου αριθμού εργαζομένων, που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.
Την ίδια μέρα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η ΓΣΕΕ υπεραμύνθηκε του κύρους και της ισχύος της Υπουργικής Απόφασης με την οποία κηρύχθηκε γενικά υποχρεωτική η από 30-7-2018 κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων σε επιχειρήσεις μεταλλευτικές, λιγνιτωρυχείων ορυχείων, επεξεργασίας εμπλουτισμού ή μεταποίησης μεταλλευμάτων ορυκτών, μελετών και εκμετάλλευσης»
Η ΓΣΕΕ υποστήριξε ότι πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν σε όλους τους εργαζόμενους του κλάδου οι όροι της επεκταθείσας ΣΣΕ, παρά την προσπάθεια του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων, ο οποίος ζητά την ακύρωση της απόφασης αυτής και την (συνακόλουθη) αποδέσμευση των επιχειρήσεων του κλάδου από τους όρους της συλλογικής ρύθμισης, με σκοπό τη μείωση των μισθών στα κατώτατα όρια.
Η άρνηση των εργοδοτικών οργανώσεων να παράσχουν τα αναγκαία στοιχεία των μελών τους, συχνά δυσχεραίνει την δυνατότητα του Υπουργού εργασίας να κηρύσσει γενικά υποχρεωτική μια κλαδική σσε. Η δυνατότητα αυτή, άλλωστε, έχει ήδη ναρκοθετηθεί με τις πρόσφατες ρυθμίσεις του ν. 4635/2019, που παρέχει σε επιχειρήσεις ευρέα περιθώρια εξαιρέσεων από μέρος ή το σύνολο της συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης, που κηρύσσεται υποχρεωτική.
Στο πλαίσιο αυτό επικαιροποιείται για μια ακόμη φορά η θέση της ΓΣΕΕ για την ανάγκη άρσης όλων των περιορισμών και διευκόλυνσης της επέκτασης σσε και δα, που εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και την ανάγκη ύπαρξης ομοιόμορφων όρων εργασίας στον κλάδο, αποτρέποντας τον αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων, που γίνεται με βάση το μισθολογικό κόστος”.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ