Ειδικότερα, η αυξημένη (7μελής) σύνθεση του Β΄ τμήματος του ΣτΕ, που παρέπεμψε το όλο θέμα προς την Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, με τις υπ΄ αριθμ. 2238 και 2339/2018 αποφάσεις του (πρόεδρος η αντιπρόεδρος Μαίρη Σάρπ), είχε κρίνει ότι είναι αντίθετο στο άρθρο 78 του Συντάγματος το άρθρο 9 του νόμου 3296/2004, που προβλέπει την αναδρομική φορολόγηση των επισφαλών απαιτήσεων των εταιρειών κ.λπ., έναντι τρίτων.
Κατόπιν αυτού και η Ολομέλεια του ΣτΕ ακολουθώντας το Τμήμα έκρινε (με τις υπ΄ αριθμ. 691-692/2019 αποφάσεις της) ότι η διάταξη του άρθρου 9 παράγραφος 4 του ν. 3296/2004 (φορολόγηση λογαριασμού 44.11 “προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις”), αντίκειται στο άρθρο 78 παράγραφος 2 του Συντάγματος που εξειδικεύει την αρχή της ασφάλειας δικαίου.
Διευκρινίζεται τι είναι οι επισφαλείς απαιτήσεις. Ειδικότερα, αναφέρεται ως παράδειγμα το εξής. Μια εταιρεία στέλνει εμπόρευμα σε μια άλλη εταιρεία, κόβει πιστωτικό τιμολόγιο και συμφωνούν ότι το τιμολόγιο θα εξοφληθεί μελλοντικά.
Καβγάς σε λεωφορείο ανάμεσα σε οδηγό και επιβάτη: «Δε με ξέρεις καθόλου καλά» (βίντεο)
Όμως τα οικονομικά της δεύτερης εταιρείας που παρέλαβε το εμπόρευμα δεν είναι και τόσο καλά.
Η πρώτη εταιρεία που έδωσε τα εμπορεύματα γνώριζε το επιχειρηματικό ρίσκο δηλαδή, ότι μπορεί και να μην εισπράξει ποτέ το τιμολόγιο, καθώς η εταιρεία που τα παρέλαβε αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. Έτσι η απαίτηση αυτή της εταιρείας που εξέδωσε το τιμολόγιο και αναμένει να το εισπράξει χαρακτηρίζεται επισφαλής απαίτησης.
Σε περίπτωση κατά την οποία η επισφαλής απαίτηση ικανοποιηθεί μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, δηλαδή εξοφληθεί το τιμολόγιο μέσα στις επόμενες οικονομικές χρήσεις, τότε το ποσό του τιμολογίου υπόκεινται κανονικά σε φόρο.
Αντίθετα, στην περίπτωση όμως που τελικά δεν εξοφληθεί το τιμολόγιο, καθώς η επιχείρηση που είχε παραλάβει το εμπόρευμα π.χ. έκλεισε, έρχεται τότε η Δ.Ο.Υ. και φορολογεί το ποσό του τιμολογίου αναδρομικά, αυτοτελώς, με συντελεστή 25%.