Μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Ανδρέας Καζαντζίδης λέει ότι «οι ιστορικές καταγραφές αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός, το πολύ δύο, τέτοιων καιρικών συστημάτων, ανά έτος, σε όλη τη Μεσόγειο, ενώ παράλληλα εξηγεί γιατί επλήγησαν συγκεκριμένες περιοχές. Όσον αφορά στην λήψη μέτρων προστασίας, αναφέρει ότι για κάθε περιοχή θα πρέπει να γίνει μια επικαιροποιημένη αξιολόγηση της κατάστασης και να ληφθούν μέτρα για την αντιμετώπιση και τον μετριασμό των επιπτώσεων από τέτοια φαινόμενα. Επίσης, σημειώνει ότι δεν υπάρχουν τα απαραίτητα στοιχεία για να αποδοθούν με σιγουριά τέτοιου είδους φαινόμενα στην κλιματική αλλαγή, τονίζοντας ταυτόχρονα, ότι η κλιματική αλλαγή υπάρχει.
Ειδικότερα, απαντώντας ο Ανδρέας Καζαντζίδης στο ερώτημα, εάν και κατά πόσο είναι πιθανό να δημιουργηθεί ένας νέος μεσογειακός κυκλώνας είπε: «Τα βασικά χαρακτηριστικά για τη δημιουργία ενός κυκλώνα είναι ο συνδυασμός ανέμων, υγρασίας και μια θερμής επιφάνειας. Αυτά υπάρχουν σίγουρα στη Μεσόγειο αυτή την περίοδο που η θάλασσα είναι αρκετά θερμή. Παρόλα αυτά, η πιθανότητα δημιουργίας ενός κυκλώνα με τέτοια ένταση είναι πολύ σπάνια».
Όσον αφορά στο αν έχουν καταγραφεί στο παρελθόν ανάλογα φυσικά φαινόμενα, ο Καθηγητής λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι «οι ιστορικές καταγραφές αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός, το πολύ δύο, τέτοιων καιρικών συστημάτων, ανά έτος, σε όλη τη Μεσόγειο, όχι μόνο στην περιοχή μας».
«Οι περισσότεροι όμως κυκλώνες αυτής της κατηγορίας», προσθέτει, «έχουν καταγραφεί του μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο».
Στην συνέχεια, ο Καθηγητής εξηγεί γιατί επλήγησαν περισσότερο συγκεκριμένες περιοχές, όπως για παράδειγμα, η Αργολίδα, η Κορινθία και η Εύβοια, λέγοντας καταρχήν ότι «σε πολλές περιοχές της νότιας και ανατολικής Πελοποννήσου, καθώς και της Στερεάς Ελλάδας υπήρχαν ισχυροί άνεμοι και κυρίως πολύ μεγάλα ποσά βροχής».
Αυτό, όπως προσθέτει, «έχει σχέση με την πορεία του κυκλωνικού συστήματος, όπου αποστάσεις μερικών δεκάδων χιλιομέτρων μπορεί να είναι καθοριστικές για το ποιες μπορεί να είναι οι επιπτώσεις».
«Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός», συνεχίζει, «ότι στις αρχικές προγνώσεις το σύστημα αναμένονταν να έχει μία λίγο διαφορετική πορεία, που θα επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό τη δυτική Κρήτη, αλλά αυτό δεν συνέβη και οι επιπτώσεις εκεί ήταν σχετικά μικρές».
«Από εκεί και πέρα», σύμφωνα με τον Καθηγητή, «για κάθε περιοχή παίζει σημαντικό ρόλο η επιβάρυνση από τις ανθρωπογενείς δράσεις, το ιδιαίτερο γεωγραφικό ανάγλυφο και την διαφορά της έντασης του φαινομένου, σε σχέση με της συνήθεις κακοκαιρίες». Για παράδειγμα, λέει ο Ανδρέας Καζαντζίδης, «τα μεγάλα ποσά βροχής είναι πολύ πιο συνηθισμένα στη δυτική Πελοπόννησο από ότι στην ανατολική και άρα, σε μια τέτοια περίπτωση σαν αυτή που ζήσαμε, η δυτική Πελοπόννησος περιμένει κανείς να είναι “πιο ανθεκτική”».
Σχετικά με το αν κάποιες περιοχές της χώρας υπάρχει η πιθανότητα να είναι πιο ευάλωτες, ο καθηγητής τονίζει ότι «για κάθε περιοχή θα πρέπει να γίνει μια επικαιροποιημένη αξιολόγηση της κατάστασης και να ληφθούν μέτρα για την αντιμετώπιση και τον μετριασμό των επιπτώσεων από τέτοια φαινόμενα».
«Είναι προφανές» συνεχίζει ο Ανδρέας Καζαντζίδης, «ότι οι παραθαλάσσιες περιοχές που έχουμε κατά βάση ισχυρότερους ανέμους, κύματα και απολήξεις ρεμάτων ή ποταμών είναι οι πιο ευαίσθητες, ενώ το ίδιο ισχύει και για περιοχές που έχουν αλλοιωθεί σημαντικά από τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες, χωρίς να έχουν προηγηθεί οι κατάλληλες μελέτες των επιπτώσεων στο περιβάλλον».
Απαντώντας στην ερώτηση, αν το συγκεκριμένο φυσικό φαινόμενο μπορεί να αποδοθεί στην κλιματική αλλαγή, ο Καθηγητής σημειώνει: «Είναι αλήθεια ότι αυτά τα φαινόμενα είναι σπάνια. Αυτό σημαίνει ότι προφανώς και είναι ακραία. Από την άλλη, δεν υπάρχουν τα απαραίτητα στοιχεία για να αποδοθούν με σιγουριά στην κλιματική αλλαγή».
Όμως, συμπληρώνει, «ότι ίσως, σε κάποια χρόνια από τώρα, αν εμφανισθούν και άλλα παρόμοια φαινόμενα σε αυξημένο αριθμό και ένταση, να μπορούμε να πούμε κάτι με περισσότερη σιγουριά».
Πάντως, ο Ανδρέας Καζαντζίδης ξεκαθαρίζει ότι «αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι η κλιματική αλλαγή είναι εδώ και τα στοιχεία δείχνουν ότι έρχεται μέσα και από περισσότερα σε ένταση και αριθμό ακραία φαινόμενα». Παράλληλα, αναφέρει ότι «γίνεται μεγάλη συζήτηση για το αν ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος ή όχι για την κλιματική αλλαγή», εκτιμώντας ότι «είναι καλή η ανταλλαγή απόψεων σε αυτό το θέμα, αλλά μεταθέτει συζήτηση από το γεγονός ότι το σημαντικό δεν είναι το πόσο φταίει ο άνθρωπος, αλλά το ότι η κλιματική αλλαγή υπάρχει».
«Επομένως», συνεχίζει, «ανεξάρτητα από την αιτία, το θέμα της αντιμετώπισης των επιπτώσεων πρέπει να είναι το κύριο μέλημά μας».
Κλείνοντας, αναφέρει ότι «ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι στην κατανομή των κονδυλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πρόγραμμα “Ορίζοντας 2020” δίνονται πολύ περισσότερα χρήματα σε προγράμματα για την αντιμετώπιση και τον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής ή στην ενημέρωση των πολιτών, παρά στη βασική έρευνα για την κλιματική αλλαγή».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]