Σε διάστημα τριών ωρών οι δύο περιοχές έγιναν το επίκεντρο σεισμικών δονήσεων 5,4 και 4,3 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ αντίστοιχα.
Ο σεισμός που σημειώθηκε στην Πύλο έγινε λίγο μετά τις 8:15 το πρωί και υπολογίζεται στα 5,4 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ. Ο σεισμός σημειώθηκε σε θαλάσσιο χώρο, 34 χιλιόμετρα Νοτιοδυτικά της Πύλου και είχε εστιακό βάθος 10 χιλιομέτρων.
Σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων, η ένταση ήταν ισχυρή και είχε διάρκεια τουλάχιστον 20 δευτερολέπτων, ενώ οκτώ λεπτά αργότερα σημειώθηκε μία ακόμα δόνηση 8χλμ βορειοανατολικά από τη Μεθώνη με μέγεθος 3,3 Ρίχτερ.
Ο δήμαρχος της Πύλου, Νέστορος Δημήτρης Καφαντάρης ότι «ο κόσμος παραμένει ψύχραιμος και όλα κυλούν ομαλά», αποδίδοντας την αντίδραση των κατοίκων στο γεγονός ότι «έχουμε μάθει από σεισμούς, αφού σημειώνονται κατά καιρούς στην περιοχή μας».
«Η περιοχή αυτή έχει υψηλή σεισμικότητα. Δεν είναι κάτι ιδιαίτερο για την συγκεκριμένη περιοχή, πολύ περισσότερο που το επίκεντρο είναι στη Θάλασσα», δήλωσε ο διευθυντής ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Αθηνών, Γεράσιμος Παπαδόπουλος. Τόνισε όμως ότι ακόμη οι επιστήμονες δεν μπορούν να πουν με βεβαιότητα ότι ήταν ο κύριος σεισμός και χρειάζεται προσοχή και εγρήγορση.
Απόλυτα καθησυχαστικός εμφανίστηκε ο πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ), Ευθύμιος Λέκκας. Σε δηλώσεις του ο κ. Λέκκας είπε πως «ο σεισμός έχει ένα μέγεθος, όπως το επανυπολογίσαμε στα 5,5 Ρίχτερ και εκδηλώθηκε σε εστιακό βάθος 10 χιλιομέτρων, στον υποθαλάσσιο χώρο, 25 χιλιόμετρα δυτικά της Πύλου και της Μεθώνης, δηλαδή ακριβώς πάνω στο ελληνικό τόξο, δηλαδή εκεί που ενώνεται η ελληνική με την αφρικανική πλάκα. Έγινε αισθητός σε ολόκληρη σχεδόν την Πελοπόννησο, ιδιαίτερα όμως στη Μεσσηνία, την Ηλεία και την Λακωνία. Ωστόσο, εκεί δεν έχουμε καμία απολύτως επίπτωση ούτε για τους κατοίκους, αλλά ούτε για τις κτιριακές υποδομές».
Και πρόσθεσε: «Θεωρώ ότι κατά μεγάλη πιθανότητα ήταν η κύρια δόνηση. Θα ακολουθηθεί βέβαια από μια σειρά δευτερευόντων δονήσεων, αλλά θεωρώ ότι όλα είναι εντάξει κι ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος ανησυχίας. Ωστόσο, τόσο το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο Αθηνών όσο και ο ΟΑΣΠ παρακολουθούμε στενά το φαινόμενο, για να διαμορφώσουμε καλύτερη αντίληψη, αλλά θα πρέπει να τονίσουμε πως δεν υπάρχει κανένας απολύτως κίνδυνος».
https://www.youtube.com/watch?v=JZ13ANL7cR4
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης ξεναγήθηκε στο «στολίδι» της Νέας Ιωνίας
Ο σεισμός στην Θεσσαλονίκη
Λίγη ώρα αργότερα σημειώθηκε σεισμός μεγέθους 4,3 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ στην Θεσσαλονίκη.
Σεισμική δόνηση μεγέθους 4,3 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ σημειώθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 11:21 το πρωί. Σύμφωνα με το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο, το εστιακό βάθος του σεισμού υπολογίζεται στα 5 χλμ. Στη συνέχεια ακολούθησαν ακόμα δύο σεισμοί, μικρότερης έντασης. Σύμφωνα με το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο, οι σεισμοί που ακολούθησαν ήταν έντασης 3,7 και 2,7 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ αντίστοιχα.
Ο καθηγητής Γεωλογίας και πρόεδρος του ΟΑΣΠ Ευθύμιος Λέκκας, εμφανίστηκε καθησυχαστικός επισημαίονοντας ότι «δεν θα πρέπει να υπάρξει ανησυχία». Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, ο κ. Λέκκας τόνισε μάλιστα ότι «δεν μπορεί η Βόλβη να δώσει μεγάλο σεισμό και να δράσει, όπως έδρασε το 1978, γιατί δεν έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα».
Μνήμες τρόμου κοντά στην επέτειο 40 ετών από τα 6,5 Ρίχτερ
Μνήμες τρόμου ξύπνησε ο σεισμός του 1978 ξύπνησαν τα 4,2 Ρίχτερ στην Θεσσαλονίκη με επίκεντρο 37 χιλ. από την συμπρωτεύουσα, ανάμεσα σε Βόλβη και Κορώνεια, όπως ακριβώς και πριν από 40 χρόνια.
Το… παιχνίδι της μοίρας μάλιστα είναι τέτοιο, που ο μεγάλος σεισμός του 1978, των 6,5 Ρίχτερ, είχε συμβεί πριν από 40 χρόνια και… πέντε ημέρες, στις 20 Ιουνίου δηλαδή.
Ο Μεγάλος Σεισμός της Θεσσαλονίκης σημειώθηκε την Τρίτη 20 Ιουνίου 1978 και ώρα 23:03, με επίκεντρο 35 χιλιόμετρα ανατολικά-βορειοανατολικά της πόλης της Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα στο χωριό Στίβος, που βρίσκεται ανάμεσα στις λίμνες Κορώνεια και Βόλβη.
Η σεισμική δραστηριότητα ξεκίνησε στις 8 Μαΐου 1978 με ισχυρότερους προσεισμούς αυτών της 24ης Μαΐου (ώρα 02:34) με μέγεθος 5,8 Ρίχτερ και της 19ης Ιουνίου με μέγεθος 5,3 Ρίχτερ.
Ο κύριος σεισμός της 20ης Ιουνίου ήταν μεγέθους 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, είχε εστιακό βάθος 10 χιλιομέτρων, διάρκεια 10 δευτερολέπτων και έγινε αισθητός σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα, τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία.
Υπήρξε ο πρώτος που έπληξε μεγάλο αστικό κέντρο στην Ελλάδα και θεωρείται η μεγαλύτερη σεισμική δραστηριότητα στη γύρω περιοχή από το 1932, όταν και σημειώθηκε ο σεισμός της Ιερισσού στη Χαλκιδική.
Ακολούθησε επίσης σειρά ισχυρών μετασεισμών με μεγαλύτερο εκείνο της 5ης Ιουλίου 1978, μεγέθους 5 Ρίχτερ και με μετακινημένο επίκεντρο δυτικά της λίμνης Κορώνειας στα 7,0 – 10,0 km από τη πόλη.
Το μέγεθος των καταστροφών που προκάλεσε, εκτιμήθηκε στο επίπεδο VIII (8) στη 12-βάθμια κλίμακα Μερκάλι, ήταν δηλαδή «καταστροφικός». Επίσης προκάλεσε συνολικά 49 θανάτους ανθρώπων, εκ των οποίων οι περισσότεροι (37) ήταν ένοικοι οκταόροφης πολυκατοικίας που κατέρρευσε στην πλατεία Ιπποδρομίου. Τραυματίστηκαν 220 άνθρωποι, ενώ χιλιάδες έμειναν άστεγοι σε όλο τον νομό Θεσσαλονίκης. Οι υλικές ζημιές, οι οποίες όμως αποκαταστάθηκαν σύντομα, έφτασαν τα 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ, σε σημερινές τιμές.
Εντοπίστηκαν συνολικά 3.170 (4,5%) κτίρια με σοβαρές και επικίνδυνες βλάβες (κόκκινα), 13.918 (21,0%) κτίρια με μέσης ή και μικρής κλίμακας βλάβες (κίτρινα) και 49.071 (74,5%) κτίρια χωρίς βλάβες (πράσινα).
Tην αποκατάσταση των σεισμοπαθών ανέλαβε η Υ.Α.Σ.Β.Ε. (Υπηρεσία Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων Βορείου Ελλάδας). Εντοπίστηκαν εκτεταμένες βλάβες στα μνημεία της πόλης (Ροτόντα, Αχειροποίητο κ.τ.λ.) που οφείλονταν πιο πολύ στην επιδείνωση υφισταμένων βλαβών από δεκαετίες ή και αιώνες.
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]