Η ετήσια γενική συνέλευση των μελών της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών πραγματοποιήθηκε σήμερα στην αίθουσα τελετών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.
Ο πρόεδρος του ΣτΕ, Νικόλαος Σακελλαρίου ανέφερε ότι όπως έχει επισημάνει «υπό της παρούσες δραματικές για την πατρίδα μας συνθήκες -οι οποίες οφείλονται σε διαρκώς εντεινόμενη επικράτηση του οικονομικού επί του θεσμικού παράγοντος που χαρακτηρίζεται από πρωτοφανή υποχώρηση του κράτους Δικαίου και ιδίως του κοινωνικού κράτους, σε σημείο μάλιστα που να απειλείται ευθέως ακόμη και η κοινωνική συνοχή- πρωταρχικό καθήκον όλων μας αποτελεί η ενίσχυσις των βασικών θεσμών του κράτους που στηρίζουν και εκφράζουν το δημοκρατικό μας πολίτευμα και τον πνευματικό και ηθικό μας πολιτισμό, οι οποίοι πολλές φορές απερισκέπτως ή κακοβούλως διασύρονται» και προσέθεσε: «Θεμελιώδη πυλώνα του κράτους δικαίου αποτελεί η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη».
Παράλληλα, ο Νικόλαος Σακελλαρίου ανέφερε ότι «η αξιοπιστία των θεσμών εξαρτάται από τν αξιοπιστία των προσώπων τα οποία τους εκφράζουν η δε ποιότης της δικαιοδοτικής λειτουργίας -η οποία χαρακτηρίζεται από την ανεξάρτητη και αμερόληπτη άσκηση του δικαιοδοτικού έργου- δεν εξασφαλίζεται μόνο από τη θέσπιση των κατάλληλων εγγυήσεων αλλά εξαρτάται κυρίως από τους συγκεκριμένους εκφραστές της, τους δικαστές, οι οποίοι οφείλουν να είναι αυστηρά προσηλωμένοι στην άρτια επιτέλεση του υπηρεσιακού τους καθήκοντος». Επομένως, συνέχισε ο πρόεδρος του ΣτΕ, «η Δικαιοσύνη απαντά στις ακρότητες μόνο δια της αψόγου επιτελέσεως από τους λειτουργούς της των υπηρεσιακών τους καθηκόντων».
Κλείνοντας, ο Νικόλαος Σακελλαρίου δήλωσε ότι θα είναι και θα παραμείνει ανυποχώρητος σε ότι «αφορά τη θεσμική θωράκιση της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της» και κάλεσε τους δικαστές να συνεχίσουν απερίσπαστοι, «αγνοώντας τις επιθέσεις, τις προσβολές και τους πάσης φύσεως επηρεασμούς, να επιτελούν με νηφαλιότητα, σύνεση και αποφασιστικότητας το υπηρεσιακό τους καθήκον, εντείνοντας συνεχώς τις προσπάθειες τους για μια ταχύτερη και πιο ποιοτική απονομή της Δικαιοσύνης είναι το τελευταίο καταφύγιο για τον αδικούμενο πολίτη».
Ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Δικαιοσύνης Ευτύχιος Φυτράκης ανακοινώσε ότι μέσα στο 2018 θα τεθεί σε λειτουργία η τηλεδιάσκεψη στις μεταβατικές έδρες των Διοικητικών Δικαστηρίων της χώρας, ενώ εξήρε το έργο και τις προσπάθειες των διοικητικών δικαστών για τη μείωση του αριθμού των εκκρεμών υποθέσεων.
Απεργία 20 Νοεμβρίου: Ανακοίνωση τώρα για Μετρό και Τραμ - Πώς θα κινηθούν;
Ακόμη, η Ευτυχία Φουντουλάκη ανέφερε ότι είναι άθλια τα κτίρια στα οποία στεγάζονται τα Διοικητικά Δικαστήρια του Πειραιά, των Χανίων, της Αλεξανδρούπολης, της Τρίπολής, των Πατρών, του Ναυπλίου και του Πύργου. Ακόμη, ανέφερε ότι η στέγαση των Διοικητικών Δικαστηρίων είναι ένα από τα μεγάλα προβλήματα καθώς πολλά δικαστήρια στεγάζονται μέσα σε διαμερίσματα ακατάλληλων πολυκατοικιών, που δεν μπορούν να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες λειτουργίας τόσο των δικαστηρίων όσο και των δικαστών. Σε άλλο σημείο η γενική επίτροπος της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων τόνισε ότι ο αριθμός των γυναικών στη Διοικητική Δικαιοσύνη ανέρχεται στο 76%.
Από την πλευρά της η πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, ανέφερε ότι «πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η εκ μέρους πολιτειακών παραγόντων διάβρωση του κύρους της Δικαιοσύνης πλήττει την ίδια τη Δημοκρατία και την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος», ενώ έκανε ειδική αναφορά στις μείωση των εκκρεμών υποθέσεων στη Διοικητική Δικαιοσύνη.
Συγκεκριμένα, η Αγγελική Λαινιώτη, μεταξύ των άλλων ανέφερε: «Είναι ανησυχητικό ότι για τη Δικαιοσύνη έχει δημιουργηθεί η εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι αποτελεί τμήμα της πολιτικής «εν ευρεία εννοία» εξουσίας, με συνέπεια να εξασθενίζει η εμπιστοσύνη των πολιτών σ’ αυτήν. Πολλοί είναι οι παράγοντες στους οποίους οφείλεται αυτή η αρνητική εντύπωση, όπως η συνάφεια μεταξύ των λειτουργών της δικαιοσύνης και των κομματικών οργανισμών, καθώς και η στάση των τελευταίων, οι οποίοι έχουν συνηθίσει να εξυμνούν τη Δικαιοσύνη όταν οι αποφάσεις της ωφελούν τα κόμματα και να την μειώνουν όταν διαφωνούν με τις αποφάσεις αυτές, οδηγώντας κατ’ ουσία και τους ίδιους τους πολίτες στην αμφισβήτηση, όταν οι αποφάσεις είναι δυσμενείς γι’ αυτούς, χωρίς να σκέφτονται καν το πρωταρχικό και απόλυτα λογικό ότι μπορεί να έχασαν απλά γιατί η ζυγαριά του δικαίου έκλινε προς την άλλη πλευρά. Με την ίδια λογική, δεν είναι δυνατόν να επικρίνεται η δικαιοσύνη με βαρείς χαρακτηρισμούς όταν ανατρέπει πράξεις της διοίκησης. Πρέπει, επομένως, να γίνει αντιληπτό ότι η εκ μέρους πολιτειακών παραγόντων διάβρωση του κύρους της Δικαιοσύνης πλήττει την ίδια τη Δημοκρατία και την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος. Και τούτο γιατί ζημιώνει και την εκτελεστική εξουσία, αφού εμφανίζει δυσαρμονική εικόνα των πολιτειακών λειτουργιών, με συνέπεια τον κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών προς αυτές, και την απροθυμία τους να υπαγάγουν εαυτούς στο νόμο».
Αναφορικά με το “bullying” που δέχεται η Δικαιοσύνη η πρόεδρος της Ένωσης ανέφερε: «Προσπαθώντας να καταστήσουμε πιο συγκεκριμένες τις παραπάνω γενικευμένες ιστορικές και θεωρητικές προσεγγίσεις επισημαίνουμε ότι: α) Η Πολιτεία πρέπει να προστατεύει τους δικαστικούς λειτουργούς από τις κάθε είδους επιθέσεις που γίνονται εναντίον τους (κυρίως με τον επηρεασμό της κοινής γνώμης δια του τύπου) όταν μία απόφαση δεν είναι αρεστή σε διάφορους κύκλους και ομάδες. Παρατηρούμε τελευταία με θλίψη φαινόμενα που φτάνουν μέχρι το bullying, β)πρέπει να αποφεύγονται εκ μέρους της Κυβέρνησης στα πλαίσια της κριτικής μιας δικαστικής απόφασης εκφράσεις που φανερώνουν μια καχυποψία περί ιδιοτελούς ή μεροληπτικής αντίληψης του δικαίου εκ μέρους αυτών που δικαιοδότησαν στη συγκεκριμένη περίπτωση και είτε στρέφονται ευθέως κατά του κύρους της δικαιοσύνης και των λειτουργών της είτε έχουν ως αποτέλεσμα να πλήττεται το κύρος αυτό. Ασφαλώς και η κριτική είναι επιθυμητή, κυρίως μάλιστα η αυτοκριτική, γιατί είναι αναγκαία για τη βελτίωση όλων μας. Αλλά, αυτή δεν πρέπει να εκτρέπεται σε επίθεση, διαστρέβλωση ή ακόμη και σε γελοιοποίηση, γ) η Διοίκηση πρέπει να εκτελεί πλήρως και αμέσως τις δικαστικές αποφάσεις, εφόσον η δικαιοσύνη δεν έχει τη δυνατότητα να επιβάλει την εκτέλεση αυτήν και να αποφεύγεται όσο είναι δυνατόν η διαδικασία συμμόρφωσης, δ) η Κυβέρνηση, που έχει τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος, οφείλει να παρέχει στη δικαιοσύνη δικαστήρια, εξοπλισμένα με τις απαραίτητες κτιριακές και τεχνικές υποδοχές (νέες τεχνολογίες κλπ.) καθώς και το αναγκαίο προσωπικό για τη διεκπεραίωση του δικαστικού έργου, ε) οφείλει επίσης να διασφαλίζει στους δικαστικούς λειτουργούς τις ανάλογες με το λειτούργημά τους αποδοχές, προκειμένου αυτοί να μπορούν να ασκούν απερίσπαστοι τα καθήκοντά τους και να μην υποχρεώνονται να προσφεύγουν στην άσκηση των προβλεπόμενων ενδίκων βοηθημάτων, υφιστάμενοι και την κριτική του τύπου «Γιάννης κερνάει Γιάννης πίνει».
Η πρόεδρος της Ένωσης, ως προς τη μείωση των εκκρεμών υποθέσεων, στα Διοικητικά Δικαστήρια της χώρας ανέφερε: «Καθυστερήσεις υπάρχουν αλλά όχι τόσο μεγάλες σε σχέση με αυτές του παρελθόντος. Μάλιστα ορισμένες υποθέσεις του δευτέρου βαθμού προσδιορίζονται πλέον εντός ολίγων μηνών από την κατάθεση του δικογράφου. Τα στατιστικά δείχνουν ότι οι εκκρεμείς υποθέσεις κάθε χρόνο βαίνουν μειούμενες και παρατηρούμε μία ουσιαστική βελτίωση των δεικτών της απόδοσης των διοικητικών δικαστηρίων μέσα στα χρόνια της κρίσης. Συγκεκριμένα, στις 31/12/2009 οι εκκρεμείς υποθέσεις στα διοικητικά δικαστήρια ανέρχονταν σε 436.335, από τις οποίες 401.790 στα πρωτοδικεία και 34.545 στα εφετεία. Στις 31/12/2013 οι εκκρεμείς υποθέσεις ανέρχονταν συνολικά σε 400.254 από τις οποίες 345.199 στα πρωτοδικεία και 55.055 στα εφετεία. Στις 31/12/2015 οι εκκρεμείς ανέρχονταν συνολικά σε 306.918 (263.476 στα πρωτοδικεία και 43.442 στα εφετεία) και στις 31/12/2016 οι εκκρεμείς ανέρχονται σε 279.882 συνολικά (237.593 στα πρωτοδικεία και 42.289 στα εφετεία)».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]