Όπως αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος σε έκθεσή της με θέμα «Φυγή ανθρωπίνου κεφαλαίου: σύγχρονη τάση μετανάστευσης των Ελλήνων στα χρόνια της κρίσης», που δημοσιεύει σήμερα η «Καθημερινή», ένας ένας οι Έλληνες εγκαταλείπουν την τη χώρα εξαιτίας της κρίσης.
Παράλληλα, γίνεται σύγκριση με τις προηγούμενες φάσεις μετανάστευσης, αναλύονται οι μακροοικονομικές συνέπειες και προτείνονται λύσεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου.
Η έξοδος άρχισε δειλά το 2008, ενώ το 2013 ο αριθμός των εκροών τριπλασιάστηκε ξεπερνώντας τους 100.000 ανθρώπους, ενώ το φαινόμενο συνεχίστηκε με αδιάπτωτη ένταση το 2014 και οξύνθηκε το 2015. Όμως η διαδικασία εξόδου των Ελλήνων για αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό είναι ακόμη σε εξέλιξη και δεν φαίνεται το πότε θα τερματιστεί.
Το βέβαιο είναι ότι πρόκειται για το τρίτο κύμα μαζικής μετανάστευσης που γνωρίζει η χώρα. Στο διάστημα των τελευταίων 100 ετών, η χώρα έχει γνωρίσει άλλες δύο ίδιες φάσεις και από τη συγκριτική μελέτη τους προκύπτουν τρία βασικά χαρακτηριστικά. Και οι τρεις α) έχουν μεγάλη χρονική διάρκεια, περίπου δέκα χρόνια, β) αυξημένη ένταση ως προς την ένταση της ροής και γ) καθυστέρηση έναρξης του φαινομένου σε σχέση με τον χρόνο καταγραφής του υψηλού ποσοστού ανεργίας.
Ιστορικά και παραδοσιακά, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με πλούσια εμπειρία αποδημίας.
Οι περίοδοι μαζικής μετανάστευσης Ελλήνων είναι από το 1903 έως το 1917, 1960-1972 και 2010-σήμερα και σχετίζονται και στις τρεις φάσεις με οικονομικά κίνητρα με εξαίρεση μέρος του δεύτερου κύματος, τα έτη 1969-1971, που οφείλεται σε πολιτικούς λόγους (δικτατορία).
Ιωάννινα: Ι.Χ βγήκε στο χείλος του γκρεμού στους Λυγκιάδες - Διασώθηκαν οι τρεις επιβάτες
Η Ελλάδα κατέχει την τέταρτη θέση στην Ε.Ε. στη μαζικότητα της μεταναστευτικής εκροής και στην αναλογία της στο εργατικό δυναμικό της χώρας, μετά την Κύπρο, την Ιρλανδία και τη Λιθουανία, και την τρίτη θέση μετά την Κύπρο και την Ισπανία όσον αφορά το ποσοστό των νέων σε ηλικία εξερχόμενων μεταναστών. Συγκεκριμένα, οι εξερχόμενοι Ελληνες, μόνο κατά το 2013, αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 2% του συνολικού εργατικού δυναμικού της χώρας, ενώ η αναλογία των νέων τής πλέον παραγωγικής ηλικίας 25-39 ετών ξεπερνά το 50% στο σύνολο των εξερχομένων.
Προτάσεις ανάσχεσης του φαινομένου
Η έκθεση της ΤτΕ καταλήγει σε έξι προτάσεις με στόχο την ανάσχεση του φαινομένου.
Κατά πρώτον, εισηγείται τη στροφή σε παραγωγικότερους τομείς και τη διασύνδεση της εκπαίδευσης με την παραγωγή. Εργαλείο επανακαθορισμού των επαγγελμάτων είναι η σύνδεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την παραγωγική εξειδίκευση.
Δεύτερον, καλεί σε δράσεις στήριξης της νεοφυούς επιχειρηματικότητας, όπως η δημιουργία χώρων συνάντησης των νέων. Το 61% των μορφωμένων νέων που συμμετείχε στην έρευνα της Endeavour Greece 2014 επιθυμεί να εργαστεί στον ιδιωτικό τομέα, έστω και με τον ίδιο μισθό με το Δημόσιο και το 52% να δραστηριοποιηθεί το ίδιο επιχειρηματικά.
Τρίτον, τονίζει την αξία της αριστείας, της διαφάνειας και της αξιοκρατίας. Η διενέργεια, με τη στήριξη επαγγελματικών φορέων και του κράτους, περιοδικών διαγωνισμών με γενναία πριμοδότηση, όπως βραβεία ή/και επιδότηση των εργοδοτών που θα προσλάβουν νέους Ελληνες επιστήμονες, μπορεί να αποτελέσει την έμπρακτη απόδειξη για τη διασφάλιση της αξιοκρατίας.
Τέταρτον, επισημαίνει την ανάγκη για γενικευμένη υιοθέτηση του θεσμού της μαθητείας και της πρακτικής άσκησης.
Πέμπτον, προτρέπει στη δημιουργία περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματικότητα. Με βάση τις εκτιμήσεις των δεικτών ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum για το 2015 και 2016, η Ελλάδα είναι ένας από τους μεγαλύτερους τροφοδότες επιστημόνων και μηχανικών στην ψηφιακή τεχνολογία. Η μείωση της γραφειοκρατίας, η φιλική στάση του κράτους προς το επιχειρείν, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και η μείωση της φορολογίας μέχρις ότου η νεοφυής επιχείρηση καταστεί κερδοφόρος συνιστούν τα κρίσιμα στοιχεία που συνθέτουν ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα θεσμικό πλαίσιο.
Εκτον, θεωρεί απαραίτητη την επανένταξη των νέων εκτός εκπαίδευσης, κατάρτισης, εργασίας (NEET). Στην Ελλάδα, το ποσοστό των ΝΕΕΤ ηλικίας 15-24 ετών ξεπερνά το 19% της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας και είναι το τρίτο υψηλότερο στην Ε.Ε. Οι νέοι αυτής της κατηγορίας συχνά θεωρούν τον εαυτό τους εγκαταλελειμμένο από την πολιτεία και τοποθετούνται στο περιθώριο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.