Εκκλησία και κράτος (η εκάστοτε κυβέρνηση) από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα έχουν πολλές φορές «διασταυρώσει» τα ξίφη τους για καίρια ζητήματα (διαχωρισμός κράτους-Eκκλησίας, ταυτότητες, εκκλησιαστική περιουσία, πολιτικός γάμος, Θρησκευτικά, καύση νεκρών) με «νίκες και ήττες» εκατέρωθεν. Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος και όπως έχει ιστορικά αποδειχθεί η Εκκλησία είναι ο «μεγάλος κερδισμένος» και αυτό εκτιμάται πως οφείλεται τόσο στους χειρισμούς των ηγετών της (Σεραφείμ, Χριστόδουλος, Ιερώνυμος) όσο και στο ότι «στη συνείδησή του ο λαός βλέπει στο πρόσωπό της μια σταθερή αξία».
ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ
Ηταν στα μέσα της δεκαετίας του ’70 όταν ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, σε μία από τις συναντήσεις του με το μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, αποπειράθηκε να «ανοίξει» το τεράστιο θέμα, αυτό του διαχωρισμού κράτους-Εκκλησίας. «Μακαριότατε, νομίζω πως ήρθε η ώρα να χωρίσουμε τα τσανάκια μας», είπε στον Σεραφείμ, για να πάρει την απάντηση: «Πρόεδρε, το δικό σου μαγαζί να κοιτάξεις, εκεί είναι το πρόβλημα, το δικό μου είναι γωνία, όποτε θες, έλα να τα χωρίσουμε». Τότε, στην ουσία η Εκκλησία κέρδισε και την πρώτη της «μάχη» και το «διαζύγιο» κράτους-Εκκλησίας παρέμεινε στα… χαρτιά.
ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ
Το 1982 ξεσπά η πρώτη σοβαρή κόντρα Εκκλησίας με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Το νομοσχέδιο για την καθιέρωση του πολιτικού γάμου προκαλεί σφοδρές αντιδράσεις στους κόλπους της Εκκλησίας, με τους μητροπολίτες να καταγγέλλουν την τότε κυβέρνηση από άμβωνος. Διοργανώθηκαν, μάλιστα, και διαδηλώσεις, με κυρίαρχο σύνθημα «Αλλαγή δεν γίνεται δίχως τον Χριστό». Τελικά, το νομοσχέδιο ψηφίστηκε στις 17 Φεβρουαρίου, με την Εκκλησία να καταγράφει στο ιστορικό της μία μικρή «ήττα».
ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ
Η δεκαετία του ’80 υπήρξε «σταθμός» για τις σχέσεις Εκκλησίας-κράτους, οι οποίες δοκιμάστηκαν έντονα. Το 1985 ο τότε υπουργός Παιδείας Απόστολος Κακλαμάνης έφερε στη Βουλή νομοσχέδιο για τη ρύθμιση θεμάτων της μοναστηριακής περιουσίας.
Η απάντηση της Ιεραρχίας ήταν άμεση. Με υπόμνημά της στον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου κατήγγειλε «την ενέργειαν της κυβερνήσεως να προσέλθει εν αγνοία αυτής εις την σύνταξιν και κατάθεσιν του εν λόγω νομοσχεδίου, διότι κάτω από τη μονομερή αυτήν πράξιν διαβλέπει τον κίνδυνο προστριβών μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας».
Η Ιεραρχία, μάλιστα, πρότεινε «εις το πλαίσιο μιας αμφοτεροβαρούς συμφωνίας θα ενδέχετο η Εκκλησία να μεταβιβάση εις το κράτος τη δασικήν και αγροτικήν μοναστηριακήν περιουσία, λαμβάνουσα όμως ανταλλάγματα άλλης μορφής».
Το κλίμα ήταν «εκρηκτικό». Ο μακαριστός Σεραφείμ, στις 13 Ιανουαρίου του 1986, πηγαίνει εσπευσμένα στο Καστρί και συζητά για τις εξελίξεις με τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου.
Ακολουθεί και νέα συνάντηση. Ο Ανδρέας Παπανδρέου παίρνει στα χέρια του το υπόμνημα της Ιεραρχίας, σύμφωνα με το οποίο η Εκκλησία δεχόταν να παραχωρήσει τα 4/5 της δασικής και της μοναστηριακής περιουσίας, που διαχειριζόταν ο Οργανισμός Διαχείρισης Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ), τη λεγόμενη ρευστοποιητέα, καθώς και τα 4/5 των εκτάσεων των μονών που ανήκαν σε αυτές. Ως αντάλλαγμα έγινε πρόταση να εξασφαλιστεί η κυριότητα των εκτάσεων που θα παρέμεναν στην Εκκλησία, ενώ ζητείτο επίσης η κατάργηση της εισφοράς του 35% των εσόδων των ναών.
Στην κυβέρνηση Παπανδρέου γίνεται ανασχηματισμός και νέος υπουργός ορίζεται ο Αντώνης Τρίτσης, ο οποίος παρουσιάζει και τις δικές του προτάσεις: Το σχέδιο Συμφωνίας διάρκειας 100 χρόνων για ανάπτυξη της εκκλησιαστικής περιουσίας και αξιοποίησή της από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, που θα απέδιδαν 10% στην Εκκλησία και 5% στο κράτος. Ο Τρίτσης πρότεινε, μάλιστα, να παραχωρήσει η Εκκλησία τη μη αστική της περιουσία στην Πολιτεία.
Οι αντιδράσεις ήταν έντονες. Ο Αντώνης Τρίτσης επιμένει και δεν δέχεται καμία υποχώρηση. Στις 12 Μαρτίου του 1987 φέρνει στη Βουλή νομοσχέδιο για τη μοναστηριακή περιουσία, το οποίο περιελάμβανε διατάξεις που προέβλεπαν τη συμμετοχή λαϊκών στα μητροπολιτικά και εκκλησιαστικά συμβούλια.
Στις 19 Μαρτίου 1987 η Ιεραρχία ανακοινώνει συλλαλητήρια σε όλη την Ελλάδα και ταυτόχρονα ενημερώνει το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Μάλιστα, αποφασίζει να απέχει από τη δοξολογία της 25ης Μαρτίου. Τελικά, παρά τις αντιδράσεις, ο νόμος 1700/1987 ψηφίστηκε στις 2 Απριλίου, ωστόσο, δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Λίγο αργότερα, ο Αντώνης Τρίτσης παραιτείται.
ΘΡΗΣΚΕΥΜΑ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ
«Ας λέει ο νόμος ό,τι θέλει, αν ο λαός δεν συναινεί, δεν εφαρμόζεται», ήταν η απάντηση του μακαριστού Χριστόδουλου για την απόφαση της τότε κυβέρνησης Σημίτη (το 2000) να απαλείψει το θρήσκευμα από τις ταυτότητες. Παρά τις εκρηκτικές αντιδράσεις της Εκκλησίας, η κυβέρνηση, με υπουργό Δικαιοσύνης τον Μιχάλη Σταθόπουλο, προωθεί κανονικά το θέμα. Ο Χριστόδουλος προειδοποιεί: «Την Εκκλησία όποιο χέρι τόλμησε να την αγγίξει ξεράθηκε».
Στα κηρύγματά του κάνει λόγο για «πραξικόπημα» και μιλά ευθέως για δημοψήφισμα. «Να γίνει ένα δημοψήφισμα και θα δουν ότι ο λαός προσυπογράφει μαζί μας».
Αποφασισμένος να φτάσει στα άκρα την κόντρα του με την κυβέρνηση Σημίτη, διοργανώνει συλλαλητήρια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Μάλιστα, στη «λαοσύναξη» της Αθήνας κράτησε στα χέρια του το αντίγραφο του λαβάρου της Επανάστασης του 1821, που μετέφερε από την Αγία Λαύρα ο μητροπολίτης Καλαβρύτων, Αμβρόσιος. Η Εκκλησία συγκεντρώνει 3 εκατομμύρια υπογραφές, τις οποίες και παρέδωσε στον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο. Στη «μάχη» αυτή η Εκκλησία δεν είχε «το πάνω χέρι», ενώ οι σχέσεις με την κυβέρνηση είχαν ήδη «ψυχρανθεί» για τα καλά.
Από τα Θρησκευτικά στη νέα κρίση για τη «διόρθωση φύλου»
Το 2016 η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και η Ιεραρχία βρίσκονται στα… χαρακώματα για τις αλλαγές του τότε υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη στον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία.
Σε κατάσταση… πολέμου οι μητροπολίτες, έπειτα από πολύωρες συνεδριάσεις, δίνουν το στίγμα τους. Λένε «όχι» στις αλλαγές και προχωρούν σε «μετωπική» σύγκρουση με την κυβέρνηση. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος χαρακτηρίζει «απαράδεκτα» και «επικίνδυνα» τα νέα Προγράμματα Σπουδών για τα Θρησκευτικά. Στους μήνες που ακολούθησαν οι εντάσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές ήταν σχεδόν καθημερινές.
Βλέποντας ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ότι η κυβέρνησή του «χάνει έδαφος», προσπαθεί με κάθε τρόπο να χαμηλώσει τους τόνους, ρίχνοντας «γέφυρες» επικοινωνίας στον Αρχιεπίσκοπο. Παρ’ όλα αυτά, οι ιεράρχες εμφανίζονται κάθετοι εκφράζοντας την οργή τους για τις «εμπρηστικές» δηλώσεις του υπουργού Παιδείας («εμπόριο λειψάνων», «πού ήταν η Εκκλησία στην Κατοχή και τη χούντα») τονίζοντας ότι δεν εμπιστεύονται την κυβέρνηση.
Στις 5 Οκτωβρίου, στο Μέγαρο Μαξίμου, γίνεται συνάντηση του Αρχιεπισκόπου με τον πρωθυπουργό, παρουσία των υπουργών Παιδείας και Αμυνας. Η κυβέρνηση αποδέχεται το αίτημα της Εκκλησίας να ξεκινήσει διάλογος από την αρχή όσον αφορά στα νέα Προγράμματα Σπουδών για τα Θρησκευτικά, τα οποία αποφασίζεται να τελούν υπό διαρκή αξιολόγηση και να επανεξεταστούν στο τέλος της χρονιάς. Επειτα από μια δίωρη, κεκλεισμένων των θυρών, συνάντηση, ο Αρχιεπίσκοπος, εξερχόμενος του Μεγάρου Μαξίμου, δηλώνει ικανοποιημένος: «Εγινε μια συνάντηση όπου μιλήσαμε και λύθηκαν όλες οι παρεξηγήσεις και θα συνεχίσουμε σε συνεργασία Εκκλησίας και Πολιτείας».
Επειτα από λίγο ο Νίκος Φίλης απομακρύνεται από τα υπουργικά του καθήκοντα.
Νομοσχέδιο
Για να έρθουμε στο σήμερα, όπου με αφορμή το νομοσχέδιο για την αλλαγή φύλου από την ηλικία των 15 ετών Εκκλησία και κυβέρνηση βρίσκονται στα «μαχαίρια».
Η Ιεραρχία «χρεώνει» στο Μέγαρο Μαξίμου προσπάθειες «διάλυσης της κοινωνικής συνοχής» εκφράζοντας την άποψη: «Πίσω από όλες αυτές τις προσπάθειες δεν διακρίνει το ενδιαφέρον για τον ταλαιπωρημένο και αδικημένο συνάνθρωπο, αλλά την ύπαρξη ισχυρών ομάδων, με αποτέλεσμα την πνευματική νέκρωση του ανθρώπου».
Μάλιστα, μητροπολίτες (όπως ο Πειραιώς) εμφανίζονται έντονα ενοχλημένοι από τη στάση της κυβέρνησης αλλά και από τις δηλώσεις πολιτικών (σ.σ.: Οι Γιάννης Ραγκούσης και Δημήτρης Παπαδημούλης ισχυρίστηκαν ότι υπάρχουν και ομοφυλόφιλοι ιεράρχες. Ο πρώτος έχει λάβει εξώδικο από την Εκκλησία) και έχουν διαμηνύσει στους βουλευτές που ψήφισαν το νομοσχέδιο «να μην ξαναπατήσουν το πόδι τους στην Εκκλησία».
ΒΑΛΙΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής