Δεν είναι τυχαίο ότι ο υπουργός Οικονομικών του Μακρόν, Μπρινό Λεμέρ, ένας πολιτικός που βρίσκεται σε απευθείας σύνδεση με τις αγορές και μεταφέρει το σφυγμό τους, αρνήθηκε κατηγορηματικά να ακολουθήσει την επίσημη γραμμή του κεντρώου στρατοπέδου σε ό,τι αφορά τους υποψηφίους του Μελανσόν: «Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να συστήσω στους κεντρώους ψηφοφόρους να προτιμήσουν έναν υποψήφιο της Ανυπότακτης Γαλλίας (LFI) απέναντι σε έναν του Εθνικού Συναγερμού (RN) στον δεύτερο γύρο. To κόμμα του Μελανσόν αποτελεί κίνδυνο για το έθνος», τόνισε ο Λεμέρ, διευκρινίζοντας πως το «εμπάργκο» του δεν αφορά τους υποψηφίους των άλλων (σ.σ. συστημικών) αριστερών κομμάτων.
Σύμφωνα με ανάλυση της Deutsche Welle, oι προεκλογικές υποσχέσεις της «Ακρας Δεξιάς» και της «Ακρας Αριστεράς» στη Γαλλία έχουν ένα κοινό στοιχείο, είναι εξαιρετικά ακριβές. Ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για την επιστροφή στη συνταξιοδότηση στα 60 ή για αύξηση του κατώτατου μισθού ή για κατ’ αποκοπήν φοροαπαλλαγή κάτω των 30 χρόνων, όπως εξήγγειλε ο (28χρονος!) υποψήφιος πρωθυπουργός του Εθνικού Συναγερμού, Ζορντάν Μπαρντελά.
Δεδομένου ότι τα κρατικά ταμεία στη Γαλλία είναι άδεια, τίθεται το εξής ερώτημα: Πού θα βρεθούν τα χρήματα για εκλογικά δώρα; Καμία από τις δύο πλευρές δεν δίνει απαντήσεις. Για τον οικονομολόγο Φρίντριχ Χάινεμαν, αυτό αντικατοπτρίζει μια «ριζοσπαστικοποίηση» της οικονομικής πολιτικής των ακραίων κομμάτων της χώρας. «Πρόκειται για οικονομικά προγράμματα εντελώς μη ρεαλιστικά. Γράφτηκαν εξ ολοκλήρου για να γραφτούν, αλλά όχι για τη γαλλική οικονομία όπως είναι σήμερα», λέει ο ειδικός στα δημόσια οικονομικά του Κέντρου Ευρωπαϊκών Οικονομικών Ερευνών Leibniz (ZEW). Ηδη η δεύτερη σε μέγεθος οικονομία της Ε.Ε. στενάζει από ένα βουνό χρέους 110% του ΑΕΠ. Πέρυσι το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν 5,5%. Σύμφωνα με τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ, επιτρέπεται έλλειμμα μόνο 3% και εθνικό χρέος το πολύ 60% του ΑΕΠ.
Αλλά τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν χειρότερα: Σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα προεκλογικά δώρα της γαλλικής Αριστεράς και της γαλλικής Δεξιάς θα μπορούσαν να επιβαρύνουν τον γαλλικό Προϋπολογισμό με πρόσθετες δαπάνες 20 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως ή και περισσότερο.
Τι θα κάνει, όμως, η Ε.Ε. αν μια δεξιά ή αριστερή κυβέρνηση στο Παρίσι αγνοήσει τα κριτήρια του Μάαστριχτ; «Απλώς δεν υπάρχει σχέδιο Β’ για αυτό», παραδέχεται στην DW ο Λορέντζο Κοντόνιο, ο οποίος εργαζόταν στο ιταλικό υπουργείο Οικονομικών και τώρα είναι μακροοικονομικός σύμβουλος θεσμικών επενδυτών στο Λονδίνο. Οπαδός της αυστηρής δημοσιονομικής ορθοδοξίας αλά Σόιμπλε, ο Χάινεμαν συνοψίζει ως εξής το σκεπτικό των Γάλλων, που ψήφισαν λαϊκιστικά κόμματα: «Αντιλαμβανόμαστε ότι οι πολιτικές που ψηφίζουμε δεν λειτουργούν στην πραγματικότητα, αλλά μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε για να επιβάλουμε μεταφορές από την ενάρετη Βόρεια Ευρώπη, κι αυτό είναι πολύ καλύτερο από το να βιώνουμε μέτρα λιτότητας εδώ στην πατρίδα μας». «Πρέπει να μπει ένα τέλος σε αυτό», προειδοποιεί ο ειδικός σε θέματα δημόσιου χρέους. «Διαφορετικά θα έχουμε τεράστιο πρόβλημα αποδοχής της Ε.Ε. στη Βόρεια Ευρώπη».
Από την πλευρά τους, οι αγορές αντέδρασαν άτσαλα στο εκλογικό αποτέλεσμα, καθώς το αρχικό μούδιασμα για την ήττα του Μακρόν μετατράπηκε σε αισιοδοξία, ότι η Λεπέν δεν θα κατορθώσει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, επειδή η πρωτιά της με 33% ήταν μικρότερη του αναμενομένου. Σε αυτό ποντάρει και το Bloomberg, για να αποφευχθεί μια μεγάλη αναταραχή στην ευρωζώνη και διεθνώς. Είναι χαρακτηριστικό ότι το γαλλικό χρηματιστήριο και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χρηματαγορές κινήθηκαν χθες ανοδικά, με κέρδη γύρω στη μονάδα, ύστερα από τις σημαντικές απώλειες της Παρασκευής.
Ανήσυχοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες
Σε αυτό το κλίμα, ανήσυχοι για τις εξελίξεις στη Γαλλία εμφανίστηκαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες, βλέποντας ο καθένας την κατάσταση από τη σκοπιά του. Ο Πολωνός πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, είπε πως διαγράφεται «μεγάλος κίνδυνος» για την Ευρώπη λόγω της ανόδου της Ακροδεξιάς και των «φίλων του Πούτιν». Διά στόματος του συνεργάτη του, Μίκαελ Ροτ, ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς «διαμήνυσε» πως η άνοδος της «σκληρής εθνικίστριας» Λεπέν θα έχει δραματικές συνέπειες για τη Γερμανία και την Ευρώπη, καθώς η Γαλλία «αποτελεί την καρδιά της Ε.Ε.».
Κάπως πιο αισιόδοξος ο Ισπανός πρωθυπουργός, Πέδρο Σάντσεθ, ευχήθηκε η ενότητα της γαλλικής Αριστεράς να αποσοβήσει τον ακροδεξιό κίνδυνο, όπως έγινε στην Ισπανία.