Η λαϊκή οργή που πυροδότησε ο θάνατος της Αμινί την περασμένη εβδομάδα γεννήθηκε από τα βαθιά ριζωμένα προβλήματα του θεοκρατικού καθεστώτος που αφορούν σε διαφθορά, οικονομική κακοδιαχείριση, παραβίαση των πολιτικών και κοινωνικών ελευθεριών. Οπως σημειώνει ο Ιρανός ακαδημαϊκός Πέιμαν Τζαφάρι, «οι διαδηλώσεις δεν αφορούν τόσο στη μαντίλα όσο στη βίαιη επιβολή της υποχρεωτικής χρήσης της. Η νεότερη γενιά αγανάκτησε με τις συνεχείς παρεμβάσεις στη ζωή της».
Οι διαδηλώσεις έρχονται εν μέσω μιας πολυετούς κρίσης και διαδοχικών κυμάτων αντίστασης ενάντια στις ιρανικές κυβερνήσεις. Η οικονομική δυσχέρεια στο Ιράν πηγάζει κυρίως από τις κυρώσεις της Δύσης λόγω του πυρηνικού προγράμματος και τις μεταρρυθμίσεις που έχουν σχεδιαστεί για το «άνοιγμα» της οικονομίας στις ιδιωτικοποιήσεις και στην αγορά.
Συνεχείς διαδηλώσεις
Στην πρόσφατη ιστορία της η χώρα έχει καταγράψει πληθώρα διαδηλώσεων και απεργιών, κυρίως λόγω της φτώχειας, της ανεργίας και των ελλείψεων. Το 2019 το Ιράν συγκλονίστηκε από το κύμα διαδηλώσεων για την αύξηση των τιμών των καυσίμων, όπου αστυνομικές και κρατικές δυνάμεις σκότωσαν έως και 1.500 ανθρώπους. Εντονες διαμαρτυρίες και άγρια καταστολή είχαν καταγραφεί επίσης το 2017 και το 2018. Νωρίτερα φέτος υπήρξαν νέες διαμαρτυρίες μετά την περικοπή των επιδοτήσεων για την αγορά βασικών αγαθών. Οπως σημειώνουν οι αναλυτές, οι περικοπές σε συνδυασμό με την αυξανόμενη εργατική τάξη και την εισροή γυναικών στο εργατικό δυναμικό και στα πανεπιστήμια έχουν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για κοινωνική εξέγερση.
Οι Ιρανοί γνωρίζουν καλά την πολιτική, κοινωνική και οικονομική διαμαρτυρία. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 40 ετών, το Ιράν έχει γίνει μάρτυρας διαφόρων διαδηλώσεων και ταραχών. Καταλήψεις από οικογένειες πολιτικών κρατουμένων, εργατικές απεργίες από δασκάλους, φορτηγατζήδες και εργάτες εργοστασίων, φοιτητικές διαδηλώσεις για τα πάντα -από την ελευθερία του λόγου μέχρι τις συνθήκες των κοιτώνων και το φαγητό της καφετέριας-, ταραχές για ζητήματα ποδόσφαιρου, πορείες και καταλήψεις για θέματα τοπικού ενδιαφέροντος. Το καθεστώς, ωστόσο, μέχρι τώρα έχει επιδείξει αξιοπρόσεκτη αντοχή και ελάχιστα έχουν αλλάξει.
Το χάσμα κυβέρνησης-πολιτών
ΗΠΑ: Ο Τραμπ ανακοινώνει πως θα ονομάσει τον Μασκ επικεφαλής του νέου «υπουργείου κυβερνητικής αποτελεσματικότητας»
Η κυβέρνηση του υπερσυντηρητικού σιίτη κληρικού και προέδρου Εμπραΐμ Ραϊσί που ανέλαβε πέρυσι καθήκοντα «απάντησε» στο κύμα δυσαρέσκειας με αυστηρή επιβολή των θρησκευτικών νόμων (σαρία), σε μια προσπάθεια να στηρίξει τους συντηρητικούς υποστηρικτές. Με αυτή τη στάση όμως διεύρυνε το ρήγμα μεταξύ της κυβέρνησης και των νεότερων γενεών που θέλουν μεγαλύτερη ελευθερία, ενώ η υψηλή ανεργία και η φτώχεια διαβρώνουν την υποστήριξή της.
Οι αρχές έχουν καταφύγει σε εκφοβισμό, συλλήψεις και βία για να καταπνίξουν τις διαδηλώσεις – μόνο την τελευταία εβδομάδα έχουν σκοτωθεί σχεδόν 40 διαδηλωτές. Επιφανείς Ιρανοί αντιφρονούντες έχουν εκφράσει την υποστήριξή τους στους διαδηλωτές και κάλεσαν τις αρχές επιβολής του νόμου να καταθέσουν τα όπλα. Ο αναλυτής Ρεζά Αλιτζάνι με έδρα το Παρίσι σημειώνει ότι οι αρχές προσπαθούν να σπείρουν φόβο. «Προκειμένου να αποφευχθεί η έξαρση των διαδηλώσεων και να κρατηθεί η κατάσταση υπό έλεγχο η Ισλαμική Δημοκρατία στοχεύει όσους έχουν πολιτικό θάρρος και αντίκτυπο», είπε στο RFE/RL.
Στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ο Ιρανός πρόεδρος αυτοχαρακτηρίστηκε ως ο «υπερασπιστής των δικαιωμάτων του ιρανικού λαού», τονίζοντας ότι στη χώρα «έχουμε ελευθερία έκφρασης». Νωρίτερα, δεσμεύτηκε ότι η υπόθεση θανάτου της νεαρής (σύμφωνα με τις Αρχές προκλήθηκε από ανακοπή καρδιάς επειδή ήταν φιλάσθενη) θα διερευνηθεί διεξοδικά σαν να ήταν «δική του κόρη». Αλλά η πίστη των πολιτών στις «καλές προθέσεις» του κράτους είναι μηδαμινή. Ο Ραΐσι, άλλωστε, εξακολουθεί να είναι διαβόητος για τον ρόλο του κατά τη δεκαετία του 1980 ως μέλος καθεστωτικής επιτροπής που διέταξε την εκτέλεση χιλιάδων πολιτικών κρατουμένων.
«Το χάσμα μεταξύ των Ιρανών και των κυβερνώντων δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο» σημειώνει ο Χαντάι Γκαεμί, διευθυντής του Κέντρου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ιράν με έδρα τη Νέα Υόρκη. «Η επιβίωση του ιρανικού καθεστώτος βασίζεται στη βαρβαρότητά του και όχι στη δημοτικότητά του», ανέφερε στην «Washington Post» o Καρίμ Σαντιαντπούρ ανώτερος συνεργάτης στο ινστιτούτο δεξαμενής-σκέψης (think tank) «Carnegie Endowment for International Peace» στην Ουάσιγκτον. «Νομίζω ότι πολλοί Ιρανοί κατανοούν ότι αυτό το σύστημα δεν είναι βιώσιμο, αλλά συνειδητοποιούν επίσης ότι το καθεστώς έχει δείξει επανειλημμένα ότι είναι πρόθυμο να σκοτώσει μαζικά για να παραμείνει στην εξουσία», πρόσθεσε.
Τα σενάρια για τη διαδοχή του Χαμενεΐ
Σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τα πνεύματα, βοηθός του ανώτατου θρησκευτικού ηγέτη του καθεστώτος αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, επισκέφτηκε το σπίτι της οικογένειας της Αμινί στο Ιρανικό Κουρδιστάν και υποσχέθηκε ότι οι θεσμοί του κράτους «θα αναλάβουν δράση» για να επανορθώσουν. Το κύμα εξέγερσης στη χώρα και οι προσπάθειες για την ανανέωση της συμφωνίας του 2015 για τα πυρηνικά έρχεται εν μέσω δημοσιευμάτων ότι ο Χαμενεΐ είναι βαριά άρρωστος και συζητήσεων για τον διάδοχό του. Ο 83χρονος ανώτατος ηγέτης που διατηρεί από το 1989 τις απόλυτες εξουσίες στη χώρα -πάνω από την εκτελεστική, τη νομοθετική και τη δικαστική-, παρακολουθείται στενά από τους γιατρούς μετά από εγχείρηση που υποβλήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα.
Η συζήτηση για τη διαδοχή του, σε περίπτωση θανάτου, έχει φουντώσει, ωστόσο το πρόσωπο που θα αναλάβει την ισχυρότερη θέση στη χώρα δεν αναμένεται να φέρει κάποια αλλαγή, αφού η πλειονότητα των μελών του συμβουλίου των κληρικών είναι υπερσυντηρητικοί και έχουν διοριστεί από τον ίδιο τον Χαμενεΐ.
Ο κυρίαρχος υποψήφιος για τη θέση είναι ο ίδιος ο πρόεδρος της χώρας Εμπραΐμ Ραϊσί, στον οποίο έχει παραχωρήσει αυξημένες εξουσίες τα τελευταία χρόνια. Πιθανό είναι να αναλάβει ο δεύτερος μεγαλύτερος γιος του θρησκευτικού ηγέτη, ο 53χρονος Μογτάμπα Χαμενεΐ, ο οποίος παρόλο που δεν εμφανίζεται δημοσίως και δεν έχει κρατική θέση στο Ιράν, πιστεύεται ότι είναι άνθρωπος-κλειδί στο στενό περιβάλλον του πατέρα του.