Γράφει η Δρ. Άννα Κωνσταντινίδου*
Οπως είναι εύλογο, ένας πρόεδρος μιας τέτοιας χώρας, πόσω μάλλον όταν είναι υπερδύναμη, κινείται κάτω από συγκεκριμένο πλαίσιο όσον αφορά την εξωτερική του πολιτική, που εν πολλοίς καταδεικνύει μια ουδετεροποίηση για ζητήματα που ανακύπτουν ανάμεσα σε κράτη της περιφέρειας (ιδιαίτερα όταν αυτά δεν ανήκουν στις μεγάλες δυνάμεις της διπλωματίας).
Ομως, έστω και ως ιστορική ανασκόπηση, θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε αν διαχρονικά η πολιτική του Ρεπουμπλικανικού ή του Δημοκρατικού κόμματος των ΗΠΑ, ως κυβέρνηση, προσέγγιζε σε μεγαλύτερο βαθμό τα ελληνικά συμφέροντα.
Ενας από τους προέδρους που στάθηκε ιδιαίτερα δίπλα στην Ελλάδα ήταν ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, ο οποίος με τις πολιτικές του, όπως πληροφορούμαστε από το αρχείο του Ιδρύματος Κ. Καραμανλής, συντέλεσε αφενός στην αυτονόμηση του κυπριακού κράτους από την αγγλική κυριαρχία και αφετέρου προωθούσε το ρόλο του ελληνικού κράτους στην ανατολική περιφέρεια κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, παρά το γεγονός ότι μέλος της Συμμαχίας ήταν και η Τουρκία.
Αντίθετα, η πολιτική διαχείριση του Δημοκρατικού Τζον Κένεντι, λίγα έτη αργότερα, όσον αφορά τα Ελληνοτουρκικά, με πρωτεύον το Κυπριακό Ζήτημα, αποδείχθηκαν χειρισμοί που επέδρασαν καταλυτικά τη δεκαετία του 1970.
Το 1980 πρόεδρος των ΗΠΑ διατελούσε ο Ρόναλντ Ρίγκαν και παρά το γεγονός ότι δεν έτρεφε τα πιο αγαστά αισθήματα για τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας, Ανδρέα Παπανδρέου, όπως πληροφορούμαστε από αρχειακές πηγές που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας, όσον αφορά την υπόθεση του Σισμίκ (1987), η αμερικανική διπλωματία στάθηκε στο πλευρό της Ελλάδας (επιστολή ευχαριστίας στον Αμερικανό πρόεδρο), ενώ λίγα έτη νωρίτερα αρνήθηκε να αναγνωρίσει το ψευδοκράτος του Ντενκτάς.
Ο διάδοχος του Ρίγκαν -και αυτός Ρεπουμπλικανός- ήταν ο Τζορτζ Μπους (ο πρεσβύτερος).
Η υπογραφή της συμφωνίας (1991) για τη χρήση της βάσης της Σούδας από τα αμερικανικά στρατιωτικά στρατεύματα αποτέλεσε μία κομβικής σημασίας πολιτική, στρατιωτική και διπλωματική απόφαση που επαναπροσδιόρισε το ρόλο της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή.
Ακόμα όμως και το αμφιλεγόμενης για τα ελληνοκυπριακά συμφέροντα Σχέδιο Ανάν (2004), επί προεδρίας Τζορτζ Μπους (νεότερου), ήταν ένα διπλωματικό «διαβατήριο» για την ένταξη της Κύπρου στην Ενωση και τη διασφάλιση των συμφερόντων της από πολλές πλευρές.
Αντίθετα, επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον και Μπαράκ Ομπάμα, παρά την προσπάθεια να διατηρηθούν ίσες αποστάσεις ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, οι χειρισμοί και οι αποφάσεις είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα.
Η στάση της κυβέρνησης Κλίντον στο ζήτημα των Ιμίων (1996), αλλά και η θέση που έλαβε το τουρκικό κράτος στα Βαλκάνια ως προστάτης των μουσουλμανικών μειονοτήτων μετά τον εμφύλιο στην πρώην Γιουγκοσλαβία, κάθε άλλο παρά αποτέλεσαν πολιτική που ευνόησε τα ελληνικά συμφέροντα.
Συγχρόνως, οι πολιτικές Μπαράκ Ομπάμα για το Κυπριακό με διαμεσολαβήτρια την κυρία Νούλαντ, που ήταν φίλα προσκείμενη στην τουρκική πλευρά, παράλληλα με μία Τουρκία που ήδη από το 2009 ανενόχλητη συνεργαζόταν με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους για τη δημιουργία του νέο- οθωμανικού οράματός της, φανερώνουν διπλωματική στάση που σε καμία περίπτωση δεν φέρει θετικό πρόσημο για την Ελλάδα.
Η διακυβέρνηση Τραμπ αποτελεί ένα case study για τη διεθνή διπλωματία. Ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη πολιτική φυσιογνωμία που αγαπήθηκε να μισιέται από πολλούς ηγέτες κρατών.
Και παρά τις στενές σχέσεις που έδειχνε να διατηρεί με τον Ερντογάν, η πολιτική του τελευταίου διαστήματος ως προς την ανατολική περιφέρεια έδειξε να ευνοεί τις ελληνικές θέσεις. Η νέα αμυντική συνεργασία σε διμερές επίπεδο μετά την επίσκεψη Πομπέο αναδεικνύει ότι η Ελλάδα για την πολιτική Τραμπ άρχισε να λαμβάνει ιδιαίτερη διάσταση, πόσω μάλλον έχοντας ως ενδιάμεσο το Ισραήλ.
* Η ‘Αννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός – Διεθνολόγος
Από την έντυπη έκδοση