ΔΝΤ
Ενώ έχουν ξεκινήσει έστω και με αργούς ρυθμούς οι συναντήσεις μεταξύ των θεσμών και του οικονομικού επιτελείου, στελέχη του ΥΠΟΙΚ παραδέχονταν ότι η συμφωνία για την αξιολόγηση θα κλείσει επικεντρώνοντας μόνο στα μεγάλα θέματα: δηλαδή στα μέτρα ύψους 4,5 δισ. ευρώ τη διετία 2019-2020, τα αντίμετρα, το εργασιακό, τις τράπεζες, την εφαρμογή του εξωδικαστικού μηχανισμού για τις οφειλές των επιχειρήσεων και τις αποκρατικοποιήσεις, αφήνοντας όλα τα επιμέρους θέματα για… αργότερα.
Λίγες ημέρες πριν, ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ Πολ Τόμσεν άνοιξε τον κύκλο των μέτρων που έρχονται, από την Ουάσιγκτον, όπου σε συνέντευξη που έδωσε, εκτός από το «Mea Culpa» του Ταμείου για όλα τα χρόνια του Μνημονίου, είπε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να προχωρήσει άμεσα σε βαθύτερες αλλαγές στο φορολογικό και το ασφαλιστικό για να προσθέσει: «Αυτό θα είναι μόνο μια προκαταβολή από τις μεταρρυθμίσεις που θα πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να επανέλθει στην κατάσταση προ κρίσης και να διατηρήσει μια σταθερή και βιώσιμη ανάπτυξη».
Αυτό σημαίνει ότι το πρώτο πακέτο προαπαιτούμενων, που θα ψηφιστεί και θα περιμένει τουλάχιστον μέχρι και το 2019 για να εφαρμοστεί, θα είναι ένα μέρος από τα μέτρα της δεύτερης αξιολόγησης. Μέσα στο καλοκαίρι ή το αργότερο μετά τις γερμανικές εκλογές, τον Σεπτέμβριο, η Ελλάδα θα πρέπει να υλοποιήσει και τα υπόλοιπα μέτρα της δεύτερης αξιολόγησης που θα έχουν μείνει ανοιχτά. Τα μέτρα αυτά, μέχρις στιγμής, είναι διαρθρωτικού χαρακτήρα και αφορούν στις αγορές ενέργειας, εργασίας, προϊόντων, υπηρεσιών αλλά είναι εξίσου σημαντικά με τα δημοσιονομικά για το ΔΝΤ, που θα πρέπει σύντομα να πάρει αποφάσεις για την ένταξή του στο πρόγραμμα.
Από την άλλη, κανείς δεν θέλει την επανάληψη του ελληνικού δράματος μέσα στο καλοκαίρι. Συνεπώς, μόλις η Ελλάδα κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση, δηλαδή όταν θα πετύχει την τεχνική συμφωνία σε επίπεδο θεσμών, θα πάρει κανονικά τη δόση των 7 δισ. που έχει υποσχεθεί ο Γερούν Ντάισελμπλουμ, αλλά όχι και το υπόλοιπο κομμάτι της συμφωνίας, δηλαδή το χρέος και την απόφαση για τα πλεονάσματα μετά το 2018.
Μάλιστα, παρά την πίεση που ασκεί σε πρώτο πλάνο, το ΔΝΤ δεν φαίνεται να βιάζεται για το ελληνικό χρέος. Αυτό αποκάλυψε σε συνέντευξή του και ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, μεταφέροντας την εμπειρία του από τη συνάντηση με την επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής παραδέχθηκε ότι η πρώτη κυρία του Ταμείου θεωρούσε απαραίτητη την ψήφιση εκ των προτέρων των δημοσιονομικών μέτρων για μετά το 2018, αλλά έδειχνε ότι μπορεί να περιμένει σε όλα τα υπόλοιπα.
Την αφορμή της καθυστέρησης για την τελική συμφωνία για το χρέος μπορεί να δώσουν οι ουρές που θα μείνουν από τη δεύτερη αξιολόγηση, η οποία θα κλείσει αρκετά αργότερα από τη συμφωνία, έστω και αν αυτή επιτευχθεί στο Eurogroup της 22ας Μαΐου.
Το Βερολίνο
Η δεύτερη παγίδα που ετοιμάζεται να στήσει το Βερολίνο, αν τα μέτρα στα οποία θα δεσμευτεί δεν ικανοποιήσουν το ΔΝΤ, είναι να προτείνει τη βιωσιμότητα σε δόσεις.
Ως γνωστόν, το ΔΝΤ πιέζει τους Ευρωπαίους να έχουν μια συνολική λύση για το χρέος μέχρι και την εξόφλησή του. Κάτι τέτοιο θα πρέπει να εμπεριέχει βραχυπρόθεσμα μέτρα (που βρίσκονται ήδη σε ισχύ), μεσοπρόθεσμα μέτρα, που βρίσκονται σε συζήτηση, αλλά και μακροπρόθεσμα, έστω και αν το σύνολο των μέτρων θα υλοποιηθεί μετά το 2018.
Αν όμως, τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, που αφορούν ουσιαστικά στη χρήση των κερδών των Κεντρικών Τραπεζών (ANFA SNP’s) αλλά και το υπόλοιπο των 19,5 δισ. από τα 25 δισ. του δανείου για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών το 2015, δεν αρκέσουν για να πιστοποιήσει το ΔΝΤ τη βιωσιμότητα του χρέους σε όλη την περίοδο αποπληρωμής, το Βερολίνο έχει τη λύση: Να μειωθεί η περίοδος στην οποία θα εξεταστεί η βιωσιμότητα του χρέους μέχρι και το 2030 και στη συνέχεια να υπάρξει νέα συζήτηση για το αν χρειάζονται νέα μέτρα για το χρέος της Ελλάδας.
Ετσι και αλλιώς, ακόμη και αν μειωθεί η περίοδος κατά την οποία η Ελλάδα θα αναγκαστεί να έχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από τα 10 χρόνια στα πέντε χρόνια (2018-2023), τα επόμενα πέντε χρόνια (2024-2028 ) θα αναγκαστεί να έχει δημοσιονομικούς στόχους αρκετά υψηλότερους από 1,5% του ΑΕΠ που θεωρεί «εφικτούς» το ΔΝΤ.
Σε πρώτη ανάγνωση, η λύση αυτή προϋποθέτει σκληρά μέτρα για μία 10ετία, έστω και αν στο δεύτερο μισό ο στόχος χαμηλώσει στο 3% αντί 3,5% του ΑΕΠ στην πρώτη πενταετία.
Πάντως, το βασικό μακροπρόθεσμο μέτρο, δηλαδή η σταθεροποίηση του επιτοκίου αποπληρωμής των ευρωπαϊκών δανείων, όπως περιγράφεται στη λύση του ESM, που εγκρίθηκε ένα χρόνο πριν, δεν πρόκειται να μπει στο τραπέζι πριν η Ελλάδα κινδυνέψει ξανά με αθέτηση των υποχρεώσεών της, όπως συνέβη στα μέσα του 2015.
Το Βερολίνο έχει κάνει το λογαριασμό και έχει βρει ότι ο κόφτης χρέους που προτείνουν για την Ελλάδα και ο ESM αλλά και το ΔΝΤ θα κοστίσει όσο περίπου το σημερινό ΑΕΠ της Ελλάδας. Συνεπώς δεν θέλουν ούτε καν να δεσμευτούν εκ των προτέρων για την υλοποίησή του.
Τάσος Δασόπουλος
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής