Η κυβέρνηση, ωστόσο, πιθανότατα θα αποδυναμωθεί, καθώς πλησιάζουν οι βουλευτικές εκλογές του 2023, γεγονός που θα αναζωπυρώσει τους φόβους για τη δυνατότητα της Ιταλίας να ξεπεράσει το χρέος της. Υστερα από εβδομάδες σεναρίων και με αρκετούς γύρους ψηφοφορίας, το ιταλικό Κοινοβούλιο στις 29 Ιανουαρίου επανεξέλεξε τον Ματαρέλα για δεύτερη επταετή προεδρική θητεία. Ο πρωθυπουργός, Μάριο Ντράγκι, ο οποίος είχε δείξει ενδιαφέρον να γίνει πρόεδρος, θα διατηρήσει τώρα τη θέση του και το Κοινοβούλιο δεν θα χρειαστεί να διορίσει διάδοχο. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται μια πολιτική κρίση, καθώς οι Ιταλοί βουλευτές θα ασχοληθούν με την τοποθέτηση νέου πρωθυπουργού, γεγονός που θα αύξανε την πιθανότητα πρόωρων γενικών εκλογών.
ΕΝΩ Ο ΡΟΛΟΣ του Ιταλού προέδρου είναι, κυρίως, εθιμοτυπικός, έρχεται, ωστόσο, στο επίκεντρο μετά τις γενικές εκλογές και κατά τη διάρκεια πολιτικών κρίσεων. Οι πρόεδροι οργανώνουν τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των κομμάτων για τον διορισμό πρωθυπουργού. Εχουν, επίσης, την εξουσία να διαλύουν το Κοινοβούλιο και μπορούν να ασκούν βέτο στις θέσεις του υπουργικού συμβουλίου. Ο Ματαρέλα, του οποίου η πρώτη προεδρική θητεία έληγε στις 3 Φεβρουαρίου, είχε δηλώσει αρκετές φορές ότι δεν επιθυμεί επανεκλογή. Ο Ντράγκι, εν τω μεταξύ, είχε αφήσει να εννοηθεί ότι ενδιαφέρεται για τη θέση. Αφού επτά γύροι ψηφοφορίας στο ιταλικό Κοινοβούλιο μεταξύ 24-29 Ιανουαρίου απέτυχαν να αναδείξουν νικητή, εκπρόσωποι των περισσότερων πολιτικών κομμάτων προέτρεψαν τον Ματαρέλα να αποδεχθεί τη δεύτερη θητεία.
Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ του Ντράγκι στην πρωθυπουργία σημαίνει ότι η πολυμορφική κυβέρνηση συνασπισμού του από κεντροδεξιά και αριστερά κόμματα θα εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις και θα επενδύσει δισεκατομμύρια ευρώ από το ευρωπαϊκό ταμείο ανακούφισης από την Covid-19 για το μεγαλύτερο μέρος του 2022, γεγονός που θα προσφέρει κάποιο βαθμό σταθερότητας στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές και οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ανησυχούσαν ότι ο διορισμός του Ντράγκι στη θέση του προέδρου θα έθετε σε κίνδυνο την εκταμίευση των ευρωπαϊκών κονδυλίων από την Ιταλία και ενδεχομένως θα εκτροχίαζε τη συνεχιζόμενη διαδικασία οικονομικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων της χώρας, πυροδοτώντας μια χαοτική διαδικασία διορισμού νέου πρωθυπουργού ή πρόωρων γενικών εκλογών. Η επανεκλογή του Ματαρέλα και η επιβεβαίωση του Ντράγκι στη θέση του απέτρεψαν αυτό το σενάριο, τουλάχιστον προσωρινά. Η παραμονή του Ντράγκι στην πρωθυπουργία σημαίνει, επίσης, ότι η Ιταλία θα συνεχίσει να υποστηρίζει την προσπάθεια της Γαλλίας για μεταρρύθμιση των κανόνων της Ε.Ε. για το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, ώστε να γίνουν πιο ευέλικτοι. Εάν εγκριθούν, οι πιο ευέλικτοι κανόνες θα ανοίξουν την πόρτα σε παρατεταμένες περιόδους υψηλών δημόσιων δαπανών στην ευρωζώνη, αλλά μπορεί, επίσης, να αυξήσουν τις ανησυχίες των αγορών για μια νέα κρίση δημόσιου χρέους στη νομισματική ζώνη.
Ο ΝΤΡΑΓΚΙ, ο οποίος είναι πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, έγινε πρωθυπουργός τον Φεβρουάριο του 2021 με διπλό στόχο: την καταπολέμηση της εξάπλωσης του κορονοϊού στην Ιταλία και της επένδυσης των περίπου 200 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και δάνεια που είχε χορηγήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη Ρώμη στο πλαίσιο του ταμείου ανακούφισης από τις συνέπειες της πανδημίας. Τα περισσότερα κόμματα στο ιταλικό Κοινοβούλιο υποστηρίζουν τον Ντράγκι, αλλά ένας διάδοχός του θα δυσκολευόταν να λάβει το ίδιο επίπεδο πολιτικής και κοινωνικής υποστήριξης. Κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, η κυβέρνηση συνασπισμού του Ντράγκι εφάρμοσε μια επιτυχημένη εκστρατεία εμβολιασμού και σχετικά αυστηρά μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης. Η Ρώμη εισήγαγε, επίσης, μεταρρυθμίσεις για να καταστήσει το δικαστικό σύστημα ταχύτερο και να εξορθολογήσει το ιταλικό φορολογικό σύστημα. Για το 2022 και μετά, ο Ντράγκι έχει υποσχεθεί να αυξήσει τις επενδύσεις στις φυσικές και τις ψηφιακές υποδομές της χώρας, καθώς και στο εκπαιδευτικό σύστημα και την ενεργειακή μετάβαση.
ΩΣΤΟΣΟ, οι πολιτικές διαμάχες πιθανότατα θα αποδυναμώσουν την κυβέρνηση Ντράγκι στο διάστημα ανάμεσα στα τέλη του 2022 και στις αρχές του 2023, εγείροντας και πάλι ερωτήματα σχετικά με τη μακροπρόθεσμη οικονομική πορεία της Ιταλίας. Το 2020, η Ιταλία ενέκρινε μια συνταγματική μεταρρύθμιση που θα μειώσει τον αριθμό των βουλευτών στο Κοινοβούλιο κατά το ένα τρίτο μετά τις επόμενες γενικές εκλογές, οι οποίες επί του παρόντος έχουν προγραμματιστεί για τις αρχές του 2023. Δεδομένου ότι πολλοί θα χάσουν τις έδρες τους στο επόμενο νομοθετικό σώμα, τα σημερινά μέλη του Κοινοβουλίου δεν ενδιαφέρονται, συνεπώς, για πρόωρες γενικές εκλογές. Αυτό θα αποτελέσει ένα ισχυρό κίνητρο για να βοηθήσουν τον Ντράγκι να ολοκληρώσει τη θητεία του, γεγονός που αναμένεται να φέρει πολιτική σταθερότητα στην Ιταλία για το μεγαλύτερο μέρος του έτους. Ωστόσο, τα κόμματα πιθανότατα θα αρχίσουν να παίρνουν αποστάσεις από τον Ντράγκι, καθώς πλησιάζει η ημερομηνία των εκλογών του 2023 και αρχίζουν να σχεδιάζουν τις προεκλογικές τους πλατφόρμες. Ειδικότερα, ορισμένοι βουλευτές πιθανότατα θα αντιταχθούν σε τυχόν δυνητικά αντιδημοφιλή μέτρα, όπως αυξήσεις φόρων ή περικοπές δαπανών, ή μεταρρυθμίσεις σε άλλους τομείς για πολιτικά οφέλη κατά την προετοιμασία των εκλογών. Αυτό σημαίνει ότι μέχρι το τέλος του έτους η πολιτική αβεβαιότητα -ένας από τους κύριους λόγους πίσω από τη συχνά ισχνή οικονομική ανάπτυξη της Ιταλίας- είναι πιθανό να επιστρέψει, μαζί με ερωτήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους της Ρώμης.
Η ΙΤΑΛΙΚΗ οικονομία έχει αναπτυχθεί ελάχιστα την τελευταία δεκαετία. Το δημόσιο χρέος της Ιταλίας έφθασε το 155% του ΑΕΠ το 2021 – το δεύτερο υψηλότερο στην Ε.Ε. μετά την Ελλάδα σε σχετικούς όρους και το υψηλότερο στο μπλοκ σε απόλυτους όρους. Υπό τον Ντράγκι, το ΑΕΠ της Ιταλίας αυξήθηκε κατά 6,5% το 2021, αλλά αυτό ήρθε έπειτα από συρρίκνωση 8,9% το 2020.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr