Τα μέτρα, τα οποία θα πρέπει να εγκριθούν από το κοινοβούλιο, είχαν συμφωνηθεί επί της αρχής πριν από δύο εβδομάδες από τα περιφερειακά κρατίδια της χώρας, τα οποία έχουν την ευθύνη για τις απελάσεις και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Το κείμενο προβλέπει την επιτάχυνση και διευκόλυνση των επαναπροωθήσεων αιτούντων άσυλο που η αίτησή τους έχει απορριφθεί, όπως ο δράστης της επίθεσης με φορτηγό, τον Δεκέμβρη στο Βερολίνο.
«Εκείνοι που θα δουν την αίτησή τους να απορρίπτεται θα πρέπει να φύγουν από τη χώρα μας», προειδοποίησε ο Γερμανός υπουργός Εσωτερικών Τόμας Ντε Μεζιέρ. «Φέτος, αναμένουμε ένα σημαντικό αριθμό αρνητικών αποφάσεων, αυτός είναι ο λόγος που εφαρμόζουμε αυτά τα μέτρα για τις απελάσεις», είπε.
Σκληραίνει η επιτήρηση
Βασιλιάς Κάρολος: Ο Πολ Μεσκάλ «αδειάζει» τον Μονάρχη - «Δεν είναι στη λίστα των προτεραιοτήτων μου»
Η Γερμανία θέλει να αυξήσει από τέσσερις σε 10 ημέρες τη διάρκεια κράτησης μεταναστών που η αίτησή τους έχει απορριφθεί από την αστυνομία επειδή θεωρούνται δυνητικά επικίνδυνοι, εν αναμονή της επαναπροώθησής τους.
Οι αιτούντες άσυλο οι οποίοι λένε ψέματα για την ταυτότητά τους ή παραβιάζουν το νόμο διατρέχουν τον κίνδυνο να τους επιβληθούν πιο αυστηρές ποινές, όπως η υποχρέωση να φέρουν βραχιόλι ηλεκτρονικής επιτήρησης.
Σημείο το οποίο προκαλεί μεγάλη πολεμική είναι η δυνατότητα που παρέχεται στις αρχές να έχουν πρόσβαση σε δεδομένα που περιέχονται σε κινητά τηλέφωνα των αιτούντων άσυλο, σε περίπτωση αμφιβολιών για την ταυτότητά τους.
«Αν ένας μετανάστης τηλεφωνεί 90 φορές στο Σουδάν και διατείνεται ότι είναι από την Ερυθραία, είναι πολύ πιθανόν να πρόκειται για Σουδανό», εκτίμησε ο κ. Ντε Μεζιέρ.
Ο Πέτερ Αλτμάιερ, συνεργάτης της καγκελαρίου της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ, υπεραμύνθηκε των απελάσεων: «Υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι στο Αφγανιστάν που πάνε απολύτως κανονικά στο σχολείο, στη δουλειά, που διάγουν μια κανονική οικογενειακή ζωή, οπωσδήποτε όχι τόσο καλή όσο στη Γερμανία, όμως υπάρχουν πολλές περιοχές και πόλεις όπου κανείς μπορεί να ζήσει με ασφάλεια».
Το 2016, 80.000 άνθρωποι επαναπροωθήθηκαν από τη Γερμανία ή εγκατέλειψαν με τη θέλησή τους τη χώρα, έναντι 50.000 το προηγούμενο έτος.