Αν και αυτή η συμμαχία δεν έχει πάρει ακόμα σάρκα και οστά-πολλά θα διαφανούν από την συνάντηση Πούτιν-Τραμπ που είναι άγνωστο ακόμα πότε και πώς θα γίνει- το ερώτημα που θέτουν οι αναλυτές είναι αν μπορεί στην πραγματικότητα να διαρκέσει.
Ο Alexander Motul, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Rutgers στο Newark γράφει στο Foreign Affairs ότι παρά τον απρόβλεπτο χαρακτήρα του στυλ διακυβέρνησης των δύο ανδρών, γνωρίζουμε τουλάχιστον ένα πράγμα που είναι αληθινό γι’ αυτούς: Και οι δύο έχουν μια χαλαρή σχέση με την αλήθεια. Εκμεταλλεύονται εύκολα ψευδείς ειδήσεις, και πιστεύουν ότι η πραγματικότητα είναι αυτή που λένε οι ίδιοι ότι είναι. Ακόμη χειρότερα, και οι δύο έχουν ένα ισχυρό παρανοϊκό χαρακτηριστικό, με τον Τραμπ κυρίως να βλέπει εχθρούς εγχώρια και τον Πούτιν να βλέπει κυρίως εχθρούς στο εξωτερικό. Και οι δύο είναι, επίσης, βέβαιοι για το δικό τους μεγαλείο: Ο Τραμπ ισχυρίζεται τακτικά ότι αυτός θα είναι ο μεγαλύτερος πρόεδρος από αμνημονεύτων χρόνων, ενώ ο Πούτιν υποστηρίζει ότι εκείνος και η Ρωσία είναι ένα και το αυτό.
Είναι δύσκολο να δούμε πώς τέτοια άτομα μπορούν να έρθουν κοντά σε οτιδήποτε επί της ουσίας. Φανταστείτε ότι η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες πράγματι μοιράζονται μια ποικιλία κοινών εθνικών συμφερόντων. Φανταστείτε, επίσης, ότι θα καταλήξουν σε συμφωνία: Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κάνουν το Α, το Β, και το Γ σε αντάλλαγμα επειδή η Ρωσία θα κάνει το Δ, το E, και το Ζ.
Οι στρατιωτικές «υποσχέσεις»
Λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά που μοιράζονται, ένας λογικός Τραμπ δεν θα μπορούσε ποτέ να πιστέψει ότι ο Πούτιν θα τηρήσει τον λόγο του, ακριβώς όπως ένας ορθολογικός Πούτιν δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι θα τηρήσει ο Τραμπ τον δικόν του. Αυτό θα ήταν αλήθεια ακόμη και αν, αντικειμενικά, μια συμφωνία θα μπορούσε να ωφελήσει και τις δύο πλευρές: Η κάθε πλευρά θα προσπαθήσει να κερδίσει ακόμη περισσότερα αν παραλείψει να κάνει εκείνα που συμφώνησε στο παζάρι, ενώ ο συνομιλητή της θα τηρεί τα δικά του. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ronald Reagan, το κατανόησε αυτό όταν δήλωσε περίφημα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να «εμπιστεύονται, αλλά να επαληθεύουν» την Μόσχα σε σχέση με την μείωση των πυρηνικών όπλων. Όμως τα πυρηνικά όπλα μπορούν να μετρηθούν, και η μείωση τους μπορεί, συνεπώς, να επαληθευθεί. Αντίθετα, θα ήταν δύσκολο να εξακριβωθεί τυχόν ρωσική αποχώρηση των στρατευμάτων από το κατεχόμενο Ντονμπάς δεδομένου μάλιστα ότι ο Πούτιν επιμένει ότι δεν υπάρχουν καθόλου στρατεύματα εκεί. Ομοίως, ο Πούτιν θα το βρει δύσκολο να εξακριβώσει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πραγματικά διέκοψαν όλες τις ενισχύσεις προς την Ουκρανία.
Ως εκ τούτου, οι δύο άνδρες θα πρέπει να συμπεράνουν -ορθώς- ότι ο συνομιλητής τους δεν έχει καμία πρόθεση να εκπληρώσει το δικό του κομμάτι της συμφωνίας. Εάν αμφότεροι οι άνδρες ήταν έστω και οριακά εξοικειωμένοι με την προηγούμενη συμπεριφορά ο ένας του άλλου, η αμοιβαία δυσπιστία τους θα μπορούσε μόνο να αυξηθεί. Ο Πούτιν έχει υπεροπτικά αναστείλει, αγνοήσει ή παραβιάσει πολλές από τις διεθνείς δεσμεύσεις της Ρωσίας, με μια από τις βασικές να είναι το Μνημόνιο της Βουδαπέστης του 1994, που υποτίθεται ότι υποχρέωνε την Ρωσία να εγγυηθεί την εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια της Ουκρανίας. Εν τω μεταξύ, ο Τραμπ έχει επιδείξει στις πρώτες ημέρες της θητείας του ότι σκοπεύει να τερματίσει την συμμετοχή της Αμερικής σε συμφωνίες και συμμαχίες ελεύθερου εμπορίου.
Αυτό που περιπλέκει τα πράγματα ακόμη περισσότερο είναι ότι δεν υπάρχει κυρίαρχη εξουσία να επιβάλει τις διεθνείς συμφωνίες. Και κανένας από τους δύο άνδρες δεν θα ήθελε να καλέσει διεθνείς οργανισμούς, άλλα έθνη, ή συμμαχίες εθνών να το πράξουν, αφού αμφότεροι έχουν αποκηρύξει το δικαίωμα αυτών των μερών να παρεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας τους. Ως αποτέλεσμα, η συμφωνία δεν θα μπορούσε να επιβιώσει.
Δεδομένου ότι και οι δύο πλευρές θα ήταν πιθανόν να συμπεράνουν ότι η άλλη θα παραβιάσει τις δεσμεύσεις της μόλις στεγνώσει το μελάνι, λογικά θα έφθαναν στο συμπέρασμα ότι θα ήταν παράτολμο να μην παραβιάσουν την συμφωνία επίσης. Φυσικά, και οι δύο πλευρές θα κατηγορούν την άλλη για ψευδολογία και ότι είναι υπεύθυνη για την αποτυχία να ριζώσει η συμφωνία. Πολύ γρήγορα, οι αρχικοί ισχυρισμοί περί εμπιστοσύνης και φιλίας θα ακολουθηθούν από κατηγορίες περί κακής πίστης. Το «bromance» [στμ: το φιλικό φλερτ] θα τελειώσει, και οι ρωσο-αμερικανικές σχέσεις θα είναι χειρότερες από ό, τι ήταν πριν ο Πούτιν και ο Trump προσπαθήσουν να ξεγελάσουν ο ένας τον άλλον.
Σταθερότητα και ο πλούτος μόνιμα εθνικά συμφέροντα
Υπάρχει ένα ευρύτερο ηθικό δίδαγμα για αυτή την ιστορία, ένα που αφορά ειδικά στο τι θα πρέπει να είναι η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Ρωσία. Ρεαλιστές αναλυτές όπως ο Χένρι Κίσινγκερ, ο John Mearsheimer και ο Stephen Walt επιμένουν ότι τα κράτη αλληλεπιδρούν με βάση τα εθνικά τους συμφέροντα˙ υπ’ αυτήν την έννοια, η ανάλυσή τους φαίνεται να συμπίπτει με τις απόψεις του Πούτιν και του Τραμπ περί διεθνών σχέσεων. Αλλά τα εθνικά συμφέροντα ανακαλύπτονται από πολιτικούς όπως ο Tραμπ και ο Πούτιν, οι οποίοι έχουν τις δικές τους ιδιορρυθμίες προσωπικότητας, ιδεολογίας, κουλτούρας και τα παρόμοια. Μπορούμε όλοι να συμφωνήσουμε ότι η επιβίωση, η σταθερότητα, η ισχύς και ο πλούτος θα μπορούσαν να οριστούν ως μόνιμα εθνικά συμφέροντα. Αλλά το πραγματικό ερώτημα είναι το πώς θα αποφασιστεί τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις, τόσο γενικά όσο και σε συγκεκριμένες περιστάσεις.
Τραμπ και Πούτιν ισχυρίζονται ότι τοποθετούν τις χώρες τους πρώτα, και ότι θέλουν να κάνουν τις χώρες τους μεγάλες και πάλι. Η προσέγγισή τους στην διεθνή πολιτική έχει συχνά αποκληθεί εθνικιστική, αλλά ο όρος του Λένιν «σοβινισμός της μεγάλης δύναμης» θα μπορούσε να είναι πιο κατάλληλος. Μπορεί ο σοβινισμός της μεγάλης δύναμης να εξισωθεί με τον ρεαλισμό; Ο πρώτος έχει τις ρίζες του σε μια ιδιόμορφη ιδεολογία και νοοτροπία˙ ο δεύτερος φιλοδοξεί να είναι μια αντικειμενική αξιολόγηση των εθνικών συμφερόντων.
Πριν από λίγες ημέρες ευρωπαίοι πολιτικοί είχαν στείλει επιστολή στον Τραμπ να μην προχωρήσει σε μια πολιτική συμμαχία με τον Βλαντιμίρ Πούτιν σημειώνοντας ότι «ο Πούτιν δεν επιζητά το μεγαλείο των ΗΠΑ. Ως σύμμαχοί σας, εμείς το επιθυμούμε». Ο Τραμπ δεν φαίνεται να πείθεται αν κρίνει κανείς την μέχρι στιγμής στάση του. Οι επόμενοι μήνες θα δείξουν αν τελικά στον Λευκό Οίκο επικρατήσει ο ρεαλισμός…