Στην Ουγγαρία, ο πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν πέρασε μια απόφαση με την οποία απειλούνται με φυλάκιση πέντε ετών όσοι διαδίδουν “ψευδείς ειδήσεις” για την επιδημία ή τα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση – τέτοιες κατηγορίες αποδίδονται συνήθως στα ελάχιστα ανεξάρτητα μμε της χώρας.
Στην Τουρκία, δέκα δημοσιογράφοι που φέρονται ότι “έσπειραν τον πανικό και τον φόβο” συνελήφθησαν ή κλήθηκαν να δώσουν εξηγήσεις στην αστυνομία, σύμφωνα με τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα (RSF). Στο Τουρκμενιστάν, η λέξη “κορονοϊός” απλούστατα δεν υφίσταται στο λεξιλόγιο των κρατικών μέσων ενημέρωσης. Μια “άρνηση που θέτει σε κίνδυνο τους πιο ευάλωτους Τουρκμένους” και “ενισχύει το αυταρχικό καθεστώς”, καταγγέλλει η μη κυβερνητική οργάνωση.
Οι RSF συγκρότησαν από σήμερα ένα “Παρατηρητήριο 19” για τον Τύπο κατά την εποχή του κορονοϊού, επισημαίνοντας τις απειλές και τη βία σε βάρος δημοσιογράφων.
Από την πλευρά της, η Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων ζήτησε να αφεθούν ελεύθεροι οι φυλακισμένοι εκπρόσωποι του Τύπου γιατί η ελευθερία είναι πλέον “ζήτημα ζωής ή θανάτου”.
Πώς εξαλείφονται οι “φήμες”
“Κάποιες από τις μεγαλύτερες εστίες του Covid-19, όπως η Κίνα και το Ιράν, είναι χώρες όπου τα μέσα ενημέρωσης δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν το καθήκον τους, να ενημερώσουν τους πολίτες”, υπογράμμισε ο Κριστόφ Ντελουάρ, ο γενικός γραμματέας των RSF. “Ίσως υπάρχουν κυβερνήσεις που αντιδρούν υπερβολικά. Είναι θεμιτό να θέλεις να εξαλείψεις τις φήμες. Όμως άλλες θέλουν να φιμώσουν τα μέσα ενημέρωσης που μεταδίδουν σωστές πληροφορίες. Και το σοκ είναι τέτοιο, αυτή τη στιγμή, που τα μέτρα μπορούν να περάσουν”.
Η λογοκρισία σε τοπικό επίπεδο μπορεί να στερήσει άλλες χώρες από πληροφορίες κρίσιμης σημασίας, σε μια περίοδο που ο χρόνος είναι πολύτιμος. Στην Κίνα, απ’ όπου ξεκίνησε η πανδημία, κάθε αναφορά στον νέο κορονοϊό λογοκρινόταν επί εβδομάδες μέχρι που η χώρα αναγνώρισε το εύρος της επιδημίας, σύμφωνα με μια καναδική μελέτη. Σε πολλές εφαρμογές στο διαδίκτυο και σε κινητά τηλέφωνα, γενικοί όροι όπως “άγνωστη πνευμονία της Ουχάν” ήταν ταμπού.
Telegraph: Η Άσμα αλ Άσαντ νοσηλεύεται με λευχαιμία σε κρίσιμη κατάσταση
Και οι επιθέσεις συνεχίζονταν, μαζί με την εξάπλωση της επιδημίας.
Στη Λευκορωσία, ο δημοσιογράφος Σεργκέι Σατσούκ συνελήφθη στις 25 Μαρτίου, τρεις ημέρες μετά τη δημοσίευση ενός άρθρου για τον κορονοϊό και τέσσερις ημέρες αφότου ο πρόεδρος Αλεξάντρ Λουκασένκο ζήτησε από τις υπηρεσίες πληροφοριών να διώκουν όσους διαδίδουν fake news. Ο δημοσιογράφος κινδυνεύει να καταδικαστεί σε κάθειρξη επτά ετών για “διαφθορά”, αν και προς το παρόν δεν του έχει ασκηθεί δίωξη.
Στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, ένας ρεπόρτερ τηλεοπτικού καναλιού καταδιώχθηκε από αστυνομικούς, που ανέτρεψαν το μηχανάκι του, ενώ έκανε ρεπορτάζ για την απαγόρευση της κυκλοφορίας. Οι RSF ανέφεραν και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις στη Σενεγάλη και την Ουγκάντα.
Κατεπείγουσα λογοκρισία
Στην Ινδία, η κυβέρνηση ζήτησε να λογοκρίνονται τα δημοσιεύματα που αναφέρονται στον κορονοϊό. Το Ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε να επικυρώσει το μέτρο, όμως ο πρωθυπουργός Ναρέντα Μόντι κάλεσε τους δημοσιογράφους “να αγωνιστούν κατά της αρνητικότητας, της απαισιοδοξίας και των φημών”, σύμφωνα με τον ιστότοπό του.
Η κατάσταση περιπλέκεται, δεδομένου ότι τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας δυσκολεύουν περισσότερο τη δουλειά των δημοσιογράφων. Και η κρίση μπορεί να γονατίσει οικονομικά πολλά μέσα ενημέρωσης, απειλώντας την ανεξαρτησία τους. Εξάλλου, εν μέσω ειδήσεων που προκαλούν άγχος, ορισμένα μέσα μπορεί να μπουν στον πειρασμό να αυτολογοκριθούν, για να μην ανησυχήσουν ακόμη περισσότερο το κοινό, ενώ ταυτόχρονα πολλαπλασιάζονται οι πληροφορίες, επαληθευμένες ή όχι, στους ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης.
“Το μόνο πράγμα που καθησυχάζει τους ελεύθερους πολίτες είναι να τους λένε την αλήθεια. Δεν έχουμε ανάγκη να μας καθησυχάζουν, χρειαζόμαστε να θέτουμε ερωτήσεις στην κυβέρνηση και να μπορούμε να κρίνουμε μόνοι μας, ως πολίτες, πόσο έγκυρες είναι οι απαντήσεις που μας δίνει”, σχολίασε ο Γάλλος δικηγόρος Φρανσουά Σιρό μιλώντας σήμερα στον ραδιοφωνικό σταθμό France Inter.
Κατά τον Ντελουάρ, αυτή η κρίση θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει “μια ιστορική ευκαιρία για τις κυβέρνησης” ώστε να λάβουν μέτρα που θα εγγυώνται “τον πλουραλισμό και την αξιοπιστία της πληροφορίας”.
“Ξέραμε ότι το χάος στην πληροφορία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη δημοκρατία. Τώρα ξέρουμε ότι μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την υγεία μας”, είπε χαρακτηριστικά.