«Η ιδέα της ‘Φυσικής Αλβανίας’ προκύπτει από κάποιους που την φοβούνται ή που την έχουν δημιουργήσει διότι έχουν συγκεκριμένη ατζέντα», είπε ο κ. Ράμα, και πρόσθεσε: «Η ‘Φυσική Αλβανία είναι η ευρωπαϊκή Αλβανία, που πρέπει να είναι κομμάτι της Ευρωπαϊκής οικογένειας. Είμαστε ένα έθνος με δύο κράτη. Έχουμε την Αλβανία και το Κόσσοβο, έχουμε τους Αλβανούς που ζουν νότια από τη Σερβία, που ζουν στη ‘Μακεδονία’, που ζουν στο Μαυροβούνιο.
Δεν υπάρχουν χάρτες της ‘Μεγάλης Αλβανίας’ σε κανένα σχολικό βιβλίο. Μπορούμε όλοι να είμαστε κομμάτι μιας Μεγάλης Ευρώπης, που θα ήταν πολύ καλό να μας συμπεριλάβει όλους ως πολίτες, όπου τα σύνορα δεν θα έχουν πια σημασία, στη λογική της επικοινωνίας, των ανταλλαγών και της έννοιας του να ζούμε μαζί κάτω από τον ίδιο ευρωπαϊκό χώρο. Δεν υπάρχει μέλλον εάν μείνουμε απομονωμένοι σε ένα εθνικιστικό φρούριο, να την κάνουμε μεγαλύτερη, όχι με γεωγραφικούς όρους αλλά με όρους κοινωνικούς, με όρους ευημερίας», είπε σε συνέντευξη του στον Σκάι.
Ο κ. Ράμα αναφέρθηκε και στο θέμα των Τσάμηδων. «Είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι, που είναι 80 χρονών, γυναίκες και άνδρες, που τους ανάγκασαν να φύγουν από τα σπίτια τους, να μην μπορούν να πάνε πίσω να τα επισκεφθούν; Είναι δυνατόν οι άνθρωποι που κατάγονται από αυτή την περιοχή, που είναι Αλβανοί, να μην μπορούν να διασχίσουν τα σύνορα ενός μεγάλου Ευρωπαϊκού γείτονα όπως είναι η Ελλάδα;» αναρωτήθηκε, και πρόσθεσε, «Είσαι όμηρος τέτοιων θεμάτων εάν τα βλέπεις με τη ματιά του παρελθόντος. Δίνουμε τροφή στον εθνικισμό».
https://youtu.be/MWcBfdUzHqw
Ερωτηθείς για τις έρευνες της Ελλάδας στο Ιόνιο και στην Ήπειρο για υδρογονάνθρακες, και για τη συμφωνία για την ΑΟΖ η οποία παραμένει σε εκκρεμότητα, έκανε λόγο για «αμφισβητούμενη περιοχή όπου, υποθετικά τουλάχιστον, υπάρχουν πηγές πετρελαίου και αερίου. Να ζητήσουμε από τους Έλληνες να κάτσουν κάτω με ένα πλάνο και να συζητήσουμε όλα τα ζητήματα», είπε, «τα ναυτικά μίλια, τα θαλάσσια σύνορα, την κατάσταση πολέμου, αυτό το θέμα της ταφής των Ελλήνων στρατιωτών».
Ο Αλβανός Πρωθυπουργός μίλησε επίσης και για την ανάρτησή του στο Facebook όταν είχε γράψει ότι η Ακρόπολη διασώθηκε από έναν Αλβανό και η Αθήνα κατοικείτο από αλβανόφωνους.
«Δε μπορούσα να το πιστέψω όταν είδα το θόρυβο που δημιούργησε αυτή η εικόνα στην Ελλάδα, τη στιγμή που εγώ απλώς παραθέτω ένα χρονικό στο Facebook κάθε μέρα και το οποίο έχει να κάνει με την Ιστορία. Ένας Αλβανός βρέθηκε στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή και σώθηκε η Ακρόπολη – θα μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε, έχουμε δεθεί στην ιστορία μας εξαιτίας εκείνων των ανθρώπων», είπε ο κ. Ράμα και συνέχισε: «Η πολιτική δεν είναι για να υποκαθιστά τους ιστορικούς αλλά για να δημιουργεί ιστορία. Από τη στιγμή που οι πολιτικοί αρχίζουν να ξαναγράφουν ιστορία, μπορούν να κάνουν μόνο κακό».
Αναφερόμενος στην κατεδάφιση ελληνικών κτισμάτων στη Χειμάρρα, είπε ότι γίνονται στο πλαίσιο ενός μεγάλου προγράμματος που έχει ξεκινήσει ο ίδιος και η κυβέρνησή του τα τελευταία χρόνια που λέγεται «αστική αναγέννηση», και λόγω αυτού του προγράμματος, έχουν κατεδαφιστεί τα τελευταία χρόνια, 9.150 κτίρια σε ολόκληρη τη χώρα.
«Τα περισσότερα ήταν παράνομα, κάποια ήταν ημι-νόμιμα, και στις περιπτώσεις που ήταν νόμιμα προχωρήσαμε σε διαδικασίες απαλλοτρίωσης βάσει του αλβανικού νόμου. Στη Χειμάρρα εφαρμόστηκε το ίδιο πρόγραμμα και αφορά 18 κτίρια. Δώδεκα από αυτά ήταν παράνομα, έξι από αυτά νόμιμα. Για τα έξι από αυτά, εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες διαδικασίες απαλλοτρίωσης. Εάν λοιπόν σε αυτή την περίπτωση οι διαδικασίες δεν είναι οι ίδιες που ακολουθήθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα, για τα 9.150 κτίρια, που έχουν γκρεμιστεί, τότε σας οφείλω μια μεγάλη συγγνώμη», είπε ο κ. Ράμα.
Απαντώντας σε άλλη ερώτηση ο Αλβανός Πρωθυπουργός θεώρησε απίθανο το ενδεχόμενο η Ελλάδα να ασκήσει βέτο για την ένταξη της Αλβανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση «εάν ανέβουν οι τόνοι της αντιπαράθεσης».
«Βρίσκω απίθανο ένα ελληνικό βέτο. Η Ελλάδα έχει υπάρξει πολύ πιστός φίλος όλα αυτά τα χρόνια. Είναι συμφέρον για την Ελλάδα να στηρίξει την ένταξη της Αλβανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση», τόνισε.
«Δε μπορώ να προβλέψω ένα μέλλον διαφορετικό από τη συνεργασία ανάμεσα στις δυο χώρες. Ποτέ δεν ξεχνώ πόσοι Αλβανοί μένουν σήμερα στην Ελλάδα, συνεισφέροντας στην Ελλάδα έχοντας προηγουμένως γίνει αποδεκτοί σαν αδέλφια, όχι από το κράτος, από τον ελληνικό πληθυσμό», κατέληξε ο Αλβανός Πρωθυπουργός.