Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του πρακτορείου Reuters, η Sandoz που αποτελεί τμήμα της εταιρείας Novartis ανακοίνωσε την Τετάρτη ότι σταματά «προληπτικά» τη διανομή των γενόσημων εκδόσεων του Zantac σε όλες τις αγορές, καθώς εντοπίστηκαν συστατικά που δυνητικά είναι καρκινογόνα.
Η Novartis σε ανακοίνωση που εξέδωσε, τόνισε ότι το μέτρο είναι προληπτικό και θα «ληφθούν επαρκή μέτρα σε ευθυγράμμιση με τις υπηρεσίες υγείας».
Η κίνηση της εταιρείας έπεται μίας έρευνας που έκαναν ρυθμιστικές αρχές σε ΗΠΑ και Ευρώπη, κατά τις οποίες εντοπίστηκαν δείγματα ρανιτιδίνης (ranitidine) που περιείχαν μια μολυντική ουσία, η οποία ονομάζεται Ν-νιτροζοδιμεθυλαμίνη (N-nitrosodimethylamine).
Συγκεκριμένα, την περασμένη Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου, ο αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ανακοίνωσε ότι βρέθηκαν δείγματα ρανιτιδίνης (ranitidine) -φάρμακο που είναι γνωστό με την εμπορική ονομασία Zantac- που περιείχαν μια μολυντική ουσία, η οποία ονομάζεται Ν-νιτροζοδιμεθυλαμίνη (N-nitrosodimethylamine, ή αλλιώς NDMA).
Η Novartis σε ανακοίνωση που εξέδωσε, τόνισε ότι το μέτρο είναι προληπτικό και θα «ληφθούν επαρκή μέτρα σε ευθυγράμμιση με τις υπηρεσίες υγείας».
Οι υπηρεσίες υγείας σε ΗΠΑ και Καναδά ανέφεραν ότι ζητήθηκε από την εταιρεία που παρασκευάζει το φάρμακο να σταματήσουν τη διανομή του, καθώς χρειάζεται να συγκεντρωθούν περισσότερες πληροφορίες για τις ουσίες και να συμβουλευθούν τις διεθνείς ρυθμιστικές αρχές.
Οι αρχές στις ΗΠΑ και την Ευρώπη ζήτησαν από τους ασθενείς να μην σταματήσουν τη λήψη του φαρμάκου, αν και ακόνη ερευνάται κατά πόσο η ρανιτιδίνη είναι ασφαλής για τον άνθρωπο.
Καμία ανάκληση προς το παρόν
Προς στιγμής, ο FDA δεν συστήνει καμία ανάκληση της ρανιτιδίνης, ούτε λέει στους καταναλωτές να σταματήσουν να παίρνουν το Zantac. Ωστόσο, ξεκίνησε έρευνα για το εάν τα χαμηλά επίπεδα NDMA που βρέθηκαν στο εν λόγω φάρμακο αποτελούν κίνδυνο για την υγεία των ασθενών.
“Αν και η NDMA μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε μεγάλες ποσότητες, τα επίπεδα που βρέθηκαν στη ρανιτιδίνη (Zantac) από τους ελέγχους μας μόλις που υπερβαίνουν την ποσότητα την οποία αναμένουμε στα κοινά τρόφιμα”, δήλωσε η δρ. Janet Woodcock, διευθύντρια του Κέντρου Αξιολόγησης και Έρευνας για τα Φάρμακα.