Η απόφαση αυτή ανοίγει τον δρόμο για την εκτέλεση του Ράσελ Μπάκλιου, ο οποίος είχε ζητήσει να θανατωθεί με τη χρήση αερίου και όχι με θανατηφόρα ένεση, επικαλούμενος μια σπάνια πάθηση από την οποία υποφέρει.
Ο 50χρονος Μπάκλιου καταδικάστηκε το 1996 σε θάνατο για την απαγωγή και τον φόνο της πρώην συντρόφου του, του νέου της φίλου και του εξάχρονου γιου της.
Στη προσφυγή του ο άνδρας ανέφερε ότι πάσχει από μια σπάνια αιματολογική ασθένεια εξαιτίας της οποίας τα αγγεία στον λαιμό του ενδέχεται να σπάσουν και να του προκαλέσουν υπερβολικό πόνο όταν του γίνει η θανατηφόρα ένεση. Αντ’ αυτής είχε ζητήσει να θανατωθεί με τη χρήση αερίου.
Ωστόσο οι πέντε συντηρητικοί δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου έκριναν ότι η προσφυγή του Μπάκλιου ήταν απλώς μια απόπειρα να καθυστερήσει την εκτέλεσή του. Παράλληλα εκτίμησαν ότι ο καταδικασμένος «δεν απέδειξε» ότι η χρήση αερίου «θα μειώσει τον πόνο του».
Οι πέντε συντηρητικοί δικαστές μάλιστα υπενθύμισαν στην απόφασή τους ότι το Σύνταγμα των ΗΠΑ «δεν εγγυάται έναν ανώδυνο θάνατο» στους καταδικασμένους, αλλά απλώς απαγορεύει να «προστεθεί» επιπλέον πόνος σε αυτόν που είναι απαραίτητος για τη σωστή εκτέλεσή τους.
Σε μια σπάνια κίνηση πρώην εκτελεστές πήραν το μέρος του Μπάκλιου σε μια προσπάθεια να γλιτώσουν οι συνάδελφοί τους τη φρίκη μιας αποτυχημένης εκτέλεσης.
«Το να είσαι αντιμέτωπος με έναν κρατούμενο και να του αφαιρείς τη ζωή είναι ένα μεγάλο βάρος», έγραψαν σε επιστολή τους προς το Ανώτατο Δικαστήριο. «Όταν, όπως σε αυτή την περίπτωση, μια εκτέλεση έχει μικρές πιθανότητες να διεξαχθεί σωστά, το βάρος γίνεται αβάσταχτο», πρόσθεσαν.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ