Αργά το βράδυ της Τετάρτης ο Λευκός Οίκος κυκλοφορούσε λεπτομερή σχέδια για τους διαπραγματευτικούς γύρους της επόμενης μέρας, για το γεύμα εργασίας και κυρίως για την τελετή υπογραφής μιας κοινής συμφωνίας, που θα μπορούσε να περιλαμβάνει ακόμη και τον επίσημο τερματισμό του πολέμου της Κορέας 1950-53!
Λίγες ώρες αργότερα τα πάντα τινάχτηκαν στον αέρα. Η διήμερη σύνοδος τελείωσε αρκετές ώρες πριν από το προγραμματισμένο, η τελετή υπογραφής της συμφωνίας ματαιώθηκε και το επίσημο γεύμα έμεινε… αφάγωτο στο εστιατόριο του ξενοδοχείου «Μετροπόλ» στο Ανόι.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ και ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας εμφανίστηκαν συγκρατημένοι στους δημοσιογράφους, έχοντας τουλάχιστον συμφωνήσει να διατηρηθεί το στάτους κβο και να συνεχίσουν το διάλογο, με στόχο την αποπυρηνικοποίηση της κορεατικής χερσονήσου. «Στο κοντινό μέλλον θα υπάρξουν νέες συνομιλίες με τους Βορειοκορεάτες, αλλά δεν έχουμε ακόμη ορίσει ημερομηνία. Θα πρέπει άλλωστε να υπάρχει λόγος για να τις κάνουμε», δήλωσε προβληματισμένος ο υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, αφήνοντας να διαφανούν κάποιες αιχμές για τον ειδικό διαπραγματευτή των ΗΠΑ, Στίβεν Μπίγκαν.
Το θετικό της συνάντησης είναι ότι αποφεύχθηκαν τόσο η ρήξη όσο και μια κακή συμφωνία, που θα αποτελούσε ακόμη μεγαλύτερη ήττα για τον Τραμπ. Από τη μια ο Κιμ δεσμεύτηκε να συνεχίσει το μορατόριουμ πυρηνικών και πυραυλικών δοκιμών κι από την άλλη ο Τραμπ να μην επαναλάβει τα κοινά γυμνάσια με τη Νότια Κορέα – τα οποία άλλωστε θεωρεί «σπατάλη».
Η διαπροσωπική τους σχέση παρέμεινε καλή, όπως φάνηκε από τη διάθεση του Τραμπ να υπερασπιστεί τον Κιμ, αναφορικά με το θάνατο του 22χρονου Αμερικανού φοιτητή, Οτο Ουόρμμπιρ, στις ΗΠΑ τον Ιούνιο του 2017, ύστερα από πολύμηνη κράτηση στην Πιονγιάνγκ: «Ο Κιμ λέει ότι δεν γνώριζε την περίπτωσή του και δέχομαι το λόγο του», είπε.
Υπόθεση Πελικό: «Να τιμωρηθεί για τις φρικαλεότητες που έκανε στη μητέρα μας» ζητούν τα παιδιά τους
Σύμφωνα με τον Τραμπ, η συμφωνία ναυάγησε επειδή οι Βορειοκορεάτες ζήτησαν πλήρη άρση των οικονομικών και εμπορικών κυρώσεων του 2017, κάτι που οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να δεχθούν. Εξάλλου ο Κιμ προσφέρθηκε να διαλύσει μόνο το επίσημο συγκρότημα εμπλουτισμού ουρανίου και κατασκευής πυρηνικών όπλων, στο Γιονγκμπιόν, ενώ οι Αμερικανοί απαιτούσαν να απενεργοποιήσει και τις άλλες δύο μυστικές εγκαταστάσεις, που γνωρίζουν καλά ότι διατηρεί.
Προφανώς οι Αμερικανοί διπλωμάτες δεν είχαν «διαβάσει» καλά τις προθέσεις των Βορειοκορεατών ομολόγων τους, διαφορετικά δεν θα είχαν υψώσει τόσο τον πήχυ. Το αποτέλεσμα της συνόδου βοήθησε επικοινωνιακά τον Κιμ αλλά όχι και ουσιαστικά, αφού επιδίωκε χαλάρωση των αμερικανικών κυρώσεων, για να τονώσει την οικονομία του. Σοβαρή πολιτική ζημιά υπέστη ο ειρηνιστής Νοτιοκορεάτης πρόεδρος Μουν Τζάε-ιν, που επενδύει πολλά στην αποκατάσταση των σχέσεων με την Πιονγιάνγκ, ενώ ο Ιάπωνας πρωθυπουργός, Σίνζο Αμπε, στήριξε πλήρως την απόφαση Τραμπ να μην υπογράψει συμφωνία με τη Β. Κορέα, καθώς η χώρα του δέχεται απειλή από το πυρηνικό της οπλοστάσιο.
Για τον πρόεδρο των ΗΠΑ η δεύτερη συνάντησή του με τον Κιμ (η πρώτη έγινε πριν από οκτώ μήνες στη Σιγκαπούρη) ήταν σίγουρα μια επικοινωνιακή αποτυχία, που δεν κατάφερε να ισοφαρίσει την κάκιστη εντύπωση που σχημάτισαν η αμερικανική και η διεθνής κοινή γνώμη σε βάρος του από τις αποκαλύψεις του πρώην δικηγόρου του, Μάικλ Κοέν, στο Κογκρέσο.
Ο τελευταίος χαρακτήρισε προχθές τον Τραμπ «ρατσιστή, ψεύτη και απατεώνα», υποστηρίζοντας ότι γνώριζε εκ των προτέρων για το e-mail της Χίλαρι στα WikiLeaks, έκλεινε το στόμα των ιεροδούλων φιλενάδων του με επιταγές και καταφερόταν εναντίον των μαύρων.
Ωστόσο ο Τραμπ επισήμανε ότι ο πρώην συνεργάτης του ανάμεσα στα τόσα ψέματα είπε και μια καίρια αλήθεια: Ο Κοέν αρνήθηκε να καταθέσει με βεβαιότητα ότι ο ίδιος ο Τραμπ συμμετείχε ενεργά στη ρωσική συνωμοσία ανάμιξης στις αμερικανικές εκλογές. «Δεν έχω αποδείξεις, αλλά το υποπτεύομαι», περιορίστηκε να δηλώσει. Χθες ο Κοέν συνέχισε κεκλεισμένων των θυρών την κατάθεσή του στην επιτροπή της Βουλής που ερευνά το Russiagate, η οποία σχεδιάζει να καλέσει το γιο του προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ τζούνιορ, και τον λογιστή του, Αλεν Βάισενμπεργκ.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου