Ο Καρλ Λάγκερφελντ είχε μπει εσπευσμένα στο νοσοκομείο του Παρισιού το βράδυ της Δευτέρας (19.02.2019) μετά από πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε τον τελευταίο καιρό.
«Δεν εμφανίστηκε για να χαιρετίσει το κοινό» ο Λάγκερφελντ, έτσι άρχιζαν το ρεπορτάζ τους για το ντεφιλέ τα περιοδικά μόδας και οι εφημερίδες, καθώς ήταν πρωτοφανές ότι ο σχεδιαστής δεν ήταν παρών σε αυτό το σπουδαίο γεγονός για την παρισινή μόδα.
Η πρώτη αντίδραση για τον θάνατο του Κάιζερ όπως αποκαλούσαν τον μόδιστρο που έμοιαζε με ροκ εν ρολ μαρκήσιο, ήρθε από τον Μπερνάρ Αρνό, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο του κολοσσού ειδών πολυτελείας LVMH. Ο Αρνό δήλωσε «βαθύτατα λυπημένος» για τον θάνατο του Λάγκερφελντ, καλλιτεχνικού διευθυντή των οίκων Chanel και Fendi, ενός «πολύ αγαπητού φίλου» και μιας «δημιουργικής ευφυΐας», όπως αναφέρει η δήλωσή του.
Σφοδρή χιονόπτωση πλήττει τη Σερβία - Χωρίς ρεύμα 10.000 καταναλωτές
«Η μόδα και ο πολιτισμός χάνουν έναν μεγάλο εμπνευστή. Συνέβαλε για να γίνει το Παρίσι η παγκόσμια πρωτεύουσα της μόδας και ο Fendi ένας από τους πιο πρωτοποριακούς ιταλικούς οίκους μόδας», υπογραμμίζει ο επικεφαλής του ομίλου όπου ανήκει η ιταλική φίρμα Fendi της οποίας το δημιουργικό τμήμα διηύθυνε ο Λάγκερφελντ μαζί με την Σίλβια Βεντουρίνι Φέντι.
Ποιος ήταν ο Καρλ Λάγκερφελντ
Γεννήθηκε το 1933 και ήταν γόνος ιδιαίτερα εύπορης οικογένειας βιομηχάνων, ανατράφηκε με πολλές ανέσεις, διαμορφώνοντας, παράλληλα, μια αντισυμβατική προσωπικότητα. Καυστικός, ενίοτε κυνικός, προσβλητικός και εξωστρεφής, προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις με τις εκάστοτε, ιστορικές ρήσεις του, που έχουν καταγραφεί στο συνεργατικό πόνημα The World According to Karl.
Το ξεκίνημά του στο χώρο της υψηλής ραπτικής καταγράφηκε στα 1963, όταν άρχισε να εργάζεται για λογαριασμό του Ιταλικού Οίκου Tiziani, ενώ λίγους μήνες μετά συνεργάσθηκε με το αντίστοιχο, Γαλλικό στούντιο Chloe. Ακολούθησαν οι Οίκοι Fendi (1965) και Curiel (1970, Ιταλία) και ο Γαλλικός Chanel (από το 1983).
Ο Λάγκερφελντ, που δεν έκρυψε την ομοφυλοφιλία του, διατηρούσε προσωπικό, πολυετή δεσμό με τον Ζακ ντε Μπασιέ, έως το θάνατό του τελευταίου, στα 1989.