ΓΙΑ ΤΑ ΗΝΩΜΕΝΑ Αραβικά Εμιράτα, την Αίγυπτο και το Μπαχρέιν η πίεση στο Κατάρ αποτελεί κοινό στόχο. Οπως και η στενή σύμμαχός τους, Σαουδική Αραβία, οι εν λόγω χώρες κατηγορούν το Κατάρ ότι υποδαυλίζει την περιφερειακή αστάθεια, την ίδια στιγμή που απεχθάνονται την κριτική στις κυβερνήσεις τους και στα πολιτικά συστήματα, που προέρχεται από τα ΜΜΕ του Κατάρ. Τους προκαλεί επίσης άγχος η επιρροή του Ιράν στην περιοχή. Αλλες -πάλι- χώρες δεν είχαν πολλές επιλογές στο θέμα. Η κυβέρνηση του προέδρου Abd Rabboh Mansour Hadi της Υεμένης υποχρεώθηκε να συμμετάσχει στην εκστρατεία της Σαουδικής Αραβίας εναντίον του Κατάρ, λόγω της στήριξης που έχει από το Ριάντ στον εμφύλιο πόλεμο που γίνεται στη χώρα. Στο μεταξύ, η λιβυκή κυβέρνηση -με έδρα το Tobruk- επέλεξε να είναι απέναντι στο Κατάρ, λαμβάνοντας υπόψη τις σταθερές συμμαχίες της με τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Αίγυπτο, καθώς και τη στήριξη της Ντόχα στους ισλαμιστές μαχητές που βρίσκονται απέναντί της στο εσωτερικό. Διάφορα μουσουλμανικά έθνη στην Αφρική έχουν επίσης δώσει προτεραιότητα στους δεσμούς τους με το Ριάντ, αποφεύγοντας την Ντόχα.
Η ΕΠΙΛΟΓΗ, ωστόσο, δεν είναι τόσο ξεκάθαρη για άλλα κράτη. Το Σουδάν, του οποίου οι οικονομικοί δεσμοί με το Κατάρ έχουν ισχυροποιηθεί τα τελευταία χρόνια, δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά την αποκοπή της χώρας (από το Κατάρ), εξαιτίας της επιμονής της Σαουδικής Αραβίας. Και το Πακιστάν θα συνεχίσει να αντιστέκεται στον εξαναγκασμό του Ριάντ, καθώς προσπαθεί να διατηρήσει ουδέτερη στάση μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν.
ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ δύο μελών του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC) η κατάσταση είναι ακόμα πιο δύσκολη. Το Κουβέιτ και το Ομάν υπερηφανεύονται για την αντικειμενικότητα και τη φήμη τους ως διαμεσολαβητών στις περιφερειακές διαμάχες. Αισθάνονται επίσης δυσαρέσκεια για τις προσπάθειες της Σαουδικής Αραβίας να ελέγξει το GCC, αν και αυτή δεν έχει καταγραφεί τόσο ανοιχτά όσο αυτή του Κατάρ. Οι δυο αυτές χώρες, οι οποίες φιλοξένησαν συνομιλίες για την κρίση στην Υεμένη, έκαναν το καλύτερο δυνατό για να μετριάσουν τις εντάσεις μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Κατάρ. Ωστόσο, από τότε που ο εμίρης του Κουβέιτ είχε μια γεμάτη μέρα στις 6 Ιουνίου υπερασπιζόμενος τη διπλωματία στις επισκέψεις στη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κατάρ, η σύγκρουση μόνο κλιμακώθηκε. Ούτε το Ομάν είχε, μία μέρα νωρίτερα, μεγάλη επιτυχία στο να πείσει την Ντόχα να υποχωρήσει.
ΤΟ ΚΑΤΑΡ δεν υπέκυψε στην αυξανόμενη διεθνή πίεση εν μέρει εξαιτίας της στήριξης που δέχεται από αλλού. Οι στρατιωτικοί δεσμοί της χώρας με την Τουρκία, για παράδειγμα, όχι μόνο δεν επέτρεψαν στην Ντόχα να διαφοροποιήσει τις εταιρικές της σχέσεις στον τομέα της ασφάλειας, αλλά και την ενίσχυσαν στην παρούσα σύγκρουση. Το τουρκικό Κοινοβούλιο ψήφισε νομοσχέδιο στις 7 Ιουνίου για την αποστολή περισσότερων στρατευμάτων στο Κατάρ, όπου η Αγκυρα σχεδιάζει να ιδρύσει βάση. Και παρόλο που η Τουρκία έχει παραγωγικές σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, οι κοινοί στόχοι εξωτερικής πολιτικής με το Κατάρ, συμπεριλαμβανομένης της στήριξης των περιφερειακών ισλαμικών ομάδων, της προσφέρουν περισσότερα κίνητρα για παροχή στήριξης στην Ντόχα. Οι προσπάθειες του Κατάρ να αντιμετωπίσει τη Σαουδική Αραβία ευθυγραμμίζονται με τη φιλοδοξία της Αγκυρας να περιορίσει το Ριάντ και να γίνει η κυρίαρχη σουνιτική δύναμη στην περιοχή.
ΠΙΟ ΜΑΚΡΙΑ, η Ρωσία αποτελεί άλλη μια πολύτιμη πηγή στήριξης για το Κατάρ. Οι επιχειρηματικοί δεσμοί των δυο χωρών έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα από τότε που ο εμίρης του Κατάρ, σεΐχης Tamim bin Hamad al-Thani, ανέλαβε την εξουσία το 2013. Η Ντόχα διοχέτευσε περίπου 2,5 δισ. δολάρια στη Μόσχα, ενώ πρόσφατα απέκτησε σημαντικό μερίδιο της μεγαλύτερης ρωσικής εταιρίας πετρελαίου, Rosneft. Η Ρωσία -όπως και η Τουρκία- πρέπει ωστόσο να διατηρήσει τους δεσμούς της με τα υπόλοιπα κράτη του Κόλπου, όσο καθοδηγεί την κρίση στο GCC. Πλην όμως, η στήριξή της θα δώσει στο Κατάρ επιπλέον πλεονέκτημα στη διπλωματική διαμάχη, δίνοντας παράλληλα τη δυνατότητα στη Μόσχα να επηρεάσει μια κατάσταση που θα μπορούσε να θέσει μακροπρόθεσμα σε κίνδυνο τις σχέσεις των ΗΠΑ με το μπλοκ του Κόλπου.
ΕΞΑΛΛΟΥ, οι ΗΠΑ χρειάζονται λειτουργικούς αμυντικούς δεσμούς με όλα τα κράτη-μέλη του μπλοκ. Και οι δύο πλευρές της σύγκρουσης είναι πεπεισμένες ότι έχουν την πλήρη στήριξή τους. Βοηθώντας, ωστόσο, τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να παρατείνουν τη διαφωνία. Η Ουάσιγκτον δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά να διακινδυνεύσει τη διάλυση του GCC, δεδομένων των δεσμών που έχει με το μπλοκ σε επίπεδο πληροφοριών και ασφαλείας, καθώς και σε στρατιωτικό επίπεδο.
ΤΟ ΚΑΤΑΡ, όμως, είναι σε θέση να ξεπεράσει την κρίση, χάρη στη διαφορετική εξωτερική πολιτική και τις οικονομικές εταιρικές σχέσεις. Στο μεταξύ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία θα συνεχίσουν να κλιμακώνουν τα αιτήματά τους. Στις 9 Ιουνίου, οι χώρες αυτές, μαζί με την Αίγυπτο και το Μπαχρέιν, εξέδωσαν μια κοινή λίστα που κατονόμαζε ως τρομοκράτες 59 άτομα και 12 οργανώσεις που συνδέονται με το Κατάρ. Το Κατάρ απέρριψε αμέσως τη λίστα ως «αβάσιμη», δηλώνοντας ότι η Ντόχα είναι έτοιμη για μια μεγάλη μάχη.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής